Το εκλογικό αποτέλεσμα (25.1.2015), που χαρακτηρίστηκε από την ευρεία νίκη του ΣΥΡΙΖΑ, αποτέλεσε εν πολλοίς αναγκαστική έκφραση του κοινωνικού ριζοσπαστισμού που συσσωρεύτηκε την προηγούμενη πενταετία, ως απάντηση στις εφαρμοζόμενες μνημονιακές πολιτικές. Ο ΣΥΡΙΖΑ πέτυχε να εκφράσει πολιτικά ένα συνεχώς διευρυνόμενο και ανομοιογενές τμήμα της κοινωνίας, το οποίο επιθυμούσε την ανατροπή των πολιτικών σκληρής λιτότητας που είχαν εφαρμοστεί τα προηγούμενα χρόνια. Αυτό το τμήμα, στο διάστημα που μεσολάβησε μετά τις εκλογές του 2012, σταδιακά, έγινε πλειοψηφικό, καθώς η συνέχιση της εφαρμογής του μνημονίου από τη συγκυβέρνηση Σαμαρά- Βενιζέλου οδήγησε σε αλλαγή στάσης ακόμη και κοινωνικά στρώματα που ήταν πιο επιφυλακτικά απέναντι στο ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές του Ιουνίου του 2012. Χαρακτηριστική από την άποψη των μεταβολών του εκλογικού σώματος στα 2,5 χρόνια που μεσολάβησαν από τις τελευταίες εκλογές, είναι η σημαντική ενδυνάμωση του ΣΥΡΙΖΑ στην ηλικιακή ομάδα 35-54 ετών, δηλαδή στις κατεξοχήν παραγωγικές, αλλά και ώριμες ηλικίες, σε αντίθεση με τις προηγούμενες εκλογές, όπου η κύρια δύναμή του ήταν σε νεότερες ηλικίες. Ο ΣΥΡΙΖΑ, στα πλαίσια του αρκετά ασαφούς και συχνά αντιφατικού πολιτικού λόγου που εξέφραζε, κατάφερε να συσπειρώσει τμήματα της κοινωνίας που χαρακτηρίζονταν από διαφορετικό πολιτικό σκεπτικό: τόσο αυτούς που επιθυμούσαν μια ριζοσπαστική ανατροπή των μνημονίων, ακόμη και αν αυτό σήμαινε ρήξη με την ευρωζώνη και την ΕΕ και έξοδο από το ευρώ, όσο και αυτούς που επιθυμούσαν μια πιο μετριοπαθή διαπραγμάτευση, που θα οδηγούσε σε μια σχετικά ηπιότερη πολιτική λιτότητας, χωρίς να τεθεί σε κίνδυνο η παραμονή της χώρας στην ευρωζώνη και την ΕΕ. Από αυτή την άποψη, η αντιφατικότητα του πολιτικού λόγου του ΣΥΡΙΖΑ που εκφραζόταν στη θέση περί “τέλους των μνημονίων, εντός του ευρώ”, αποτέλεσε σε μεγάλο βαθμό πλεονέκτημα προεκλογικά καθώς του έδωσε τη δυνατότητα να συσπειρώσει γύρω του σημαντικά τμήματα της κοινωνίας με διαφορετικές προσδοκίες απέναντι σε μια πιθανή κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Από την άλλη, αυτή η αντιφατικότητα και η μη ρεαλιστικότητα των πολιτικών εξαγγελιών του ΣΥΡΙΖΑ θα τον έφερνε μπροστά σε ένα πολύ σκληρό δίλημμα μετεκλογικά: το αν θα επιλέξει τη συνέχιση της λιτότητας εντός του ευρώ (έστω και με πολύ μικρές παραλλαγές) ή αν θα έρθει σε ρήξη με τους δανειστές με πολύ πιθανό το σενάριο της εξόδου από το ευρώ.
Τόσο η εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ, όσο και η αρχική του στάση απέναντι στους δανειστές, που έδωσε την αίσθηση ότι για πρώτη φορά είναι σε εξέλιξη μια διαδικασία διαπραγμάτευσης, οδήγησαν σε ένα κλίμα αισιοδοξίας και αγωνιστικής ανάτασης ένα μεγάλο μέρος του ελληνικού λαού, αλλά και τμήματα λαϊκών στρωμάτων σε άλλες χώρες της ευρωζώνης και της ΕΕ. Αυτό το αίσθημα αγωνιστικής ανάτασης εκφράστηκε και με τις μαζικές κινητοποιήσεις που διοργανώθηκαν στην Ελλάδα, αλλά και σε πολλές άλλες χώρες διεθνώς, προς υποστήριξη των (έστω και λίγων) φιλολαϊκών μεταρρυθμίσεων που είχε εξαγγείλει η κυβέρνηση. Μάλιστα, αυτό το αγωνιστικό κλίμα ενισχύθηκε περαιτέρω και από τις αρχικές εξαγγελίες των μελών της νέας κυβέρνησης, που κινούνταν προς την υλοποίηση των προεκλογικών τους δεσμεύσεων. Από την άλλη, σε αυτή την αρχική φάση των διαπραγματεύσεων, οι δανειστές (και ιδίως η Γερμανία) τήρησαν σκληρή στάση, επιδιώκοντας να ασκήσουν πίεση και τελικά να εγκλωβίσουν την κυβέρνηση στο ήδη υπάρχον πλαίσιο λιτότητας που ακολούθησαν και οι προηγούμενες κυβερνήσεις. Στόχος τους ήταν είτε η πλήρης υποχώρηση της κυβέρνησης σε σχέση με τις προεκλογικές της δεσμεύσεις, είτε η συντριβή της υπό το βάρος των οικονομικών αδιεξόδων, ώστε, σε κάθε περίπτωση, να λειτουργήσει ως παράδειγμα προς αποφυγή για ενδεχόμενα αντίστοιχα μελλοντικά εγχειρήματα σε άλλες χώρες της ευρωζώνης και της ΕΕ. Προς αυτή την κατεύθυνση κινήθηκε και η ΕΚΤ με την απόφασή της να διακόψει την παροχή ρευστότητας προς την ελληνική οικονομία, αφήνοντας μόνο το μηχανισμό του ELA ως γραμμή μεταφοράς ρευστότητας και μάλιστα εκβιάζοντας ανοιχτά, ότι αν δεν υπήρχε συμφωνία μέχρι τις 28/2 η παροχή ρευστότητας θα διακόπτονταν πλήρως.
Έτσι όσο περνούσαν οι μέρες με τους δανειστές να επιμένουν χωρίς να κάνουν υποχωρήσεις, η κυβέρνηση πιεζόταν όλο και περισσότερο. Πρόκειται για ένα σενάριο που είχε προβλεφθεί στα πλαίσια των αναλύσεων, από διάφορες οργανώσεις της αριστεράς, καθώς ήταν γνωστό ότι οι δανειστές θα αξιοποιήσουν όλα τα μέσα που διαθέτουν για να καθυποτάξουν την ελληνική πλευρά. Άλλωστε μια αντίστοιχη εξέλιξη είχαμε ζήσει και με το παράδειγμα της Κύπρου.
Η τελική κατάληξη της διαπραγμάτευσης, με τη συμφωνία που υπεγράφη, είναι ενδεικτική του που οδηγεί ο εγκλωβισμός στα πλαίσια της ευρωζώνης και της ΕΕ. Στην πραγματικότητα η κυβέρνηση αναγκάστηκε να συμμορφωθεί με τις αρχικές απαιτήσεις των δανειστών, ζητώντας παράταση της δανειακής σύμβασης (που συνεπάγεται παράταση του μνημονίου), αποδεχόμενη το σύνολο του δημοσίου χρέους (που αναγνωρίζεται ότι θα εξοφληθεί πλήρως και εγκαίρως) και αποδεχόμενη ότι δε θα προβεί σε καμία μονομερή ενέργεια που, είτε θα ακυρώνει προηγούμενα μνημονιακά μέτρα, είτε θα οδηγεί σε αλλαγές φιλολαϊκού χαρακτήρα. Και όλα αυτά χωρίς το παραμικρό αντάλλαγμα, καθώς ακόμη και το ζήτημα του πρωτογενούς πλεονάσματος, που αποτελούσε ένα από τα βασικά αιτήματα της ελληνικής κυβέρνησης, δεν ξεκαθαρίζεται ρητά στο κείμενο της συμφωνίας (γίνεται αναφορά σε “κατάλληλα πρωτογενή πλεονάσματα”), αλλά φαίνεται ότι θα τεθεί σε διαβούλευση σε μεταγενέστερη φάση της διαπραγμάτευσης, κατά την οποία η ελληνική πλευρά θα είναι σε σαφώς δυσμενέστερη θέση. Μάλιστα ακόμη και το ζήτημα της χρηματοδότησης, δηλαδή της χορήγησης της δόσης των περίπου 7 δισ. ευρώ, παραπέμπεται στο τέλος του τετραμήνου της συμφωνίας, εάν και εφόσον έχουν υλοποιηθεί επαρκώς μια σειρά δεσμεύσεις, με αποτέλεσμα η κατάσταση συνεχούς δημοσιονομικής πίεσης να παρατείνεται και να εντείνεται για την κυβέρνηση καθιστώντας την εξαιρετικά ευάλωτη πλέον στις πιέσεις των δανειστών. Έτσι συνολικά η συμφωνία αποτέλεσε κατίσχυση των θέσεων των δανειστών και εγκατάλειψη από τη μεριά της κυβέρνησης του βασικού πυρήνα των θέσεών της.
Αυτό το εξαιρετικά αρνητικό αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης ήταν η μόνη λύση για την κυβέρνηση, με δεδομένο ότι εξ αρχής απέκλεισε οποιοδήποτε ενδεχόμενο ρήξης με τους δανειστές, πιθανής παύσης πληρωμών και εξόδου από το ευρώ. ‘Ήταν αναμενόμενο ότι αργά ή γρήγορα η μεριά των δανειστών θα έθετε στο τραπέζι το ισχυρό όπλο κυριαρχίας που της διασφαλίζει το ευρώ και η ΕΚΤ: τη διακοπή οποιασδήποτε παροχής ρευστότητας, προκαλώντας ασφυξία στην ελληνική οικονομία. Μάλιστα, η συγκεκριμένη απειλή τέθηκε ανοιχτά τις τελευταίες ημέρες πριν την υπογραφή του κειμένου συμφωνίας, σύμφωνα με κυβερνητικά στελέχη. Σε αυτή την κατάσταση, ο μόνος τρόπος να εξουδετερωθεί αυτό το ισχυρότατο πλεονέκτημα από τη μεριά των δανειστών είναι να υπάρχει έτοιμο επεξεργασμένο σχέδιο για αντιμετώπιση αυτού του ενδεχομένου, που αναγκαστικά θα περιλαμβάνει και τη διαδιακασία έκδοσης εθνικού νομίσματος. Σε αντίθετη περίπτωση, όσο ικανοί και να είναι οι διαπραγματευτικοί χειρισμοί και όσο αποφασισμένοι και αν είναι οι συμμετέχοντες στη διαπραγμάτευση, είναι τόσο πλεονεκτική η θέση των δανειστών, όσο δεν αμφισβητούνται το πλαίσιο της ευρωζώνης και της ΕΕ, που η κατάληξη της διαπραγμάτευσης θα είναι νομοτελώς συντριπτικά αρνητική. Πρέπει, μετά και από την εμπειρία της πρόσφατης διαπραγμάτευσης, να καταστεί ξεκάθαρο ότι, αν δεν αμφισβητηθεί ο μονόδρομος του ευρώ και της ΕΕ, αν δεν μπει στο τραπέζι η στάση πληρωμών και η διαγραφή του χρέους, δεν είναι εφικτή η άσκηση έστω και στοιχειώδους φιλολαϊκής πολιτικής.
Στο προσεχές διάστημα οι πιέσεις προς το ΣΥΡΙΖΑ για περαιτέρω ενσωμάτωση και υλοποίηση πολιτικών ακραίας λιτότητας θα ενταθούν, με δεδομένη και την οριακή κατάσταση της οικονομίας, αλλά και τις συνεχείς ανάγκες αναχρηματοδότησης και εξόφλησης του δυσθεώρητου δημόσιου χρέους. Σε σύντομο χρονικό διάστημα ο ΣΥΡΙΖΑ θα πρέπει να αποφασίσει αν θα κινηθεί οριστικά προς την κατεύθυνση συνέχισης του μνημονίου ή αν θα έρθει σε ρήξη με τους δανειστές. Η υπογραφή της συγκεκριμένης συμφωνίας καθιστά εξαιρετικά πιθανότερο το σενάριο της συνθηκολόγησης και της πλήρους υποταγής στις επιταγές των δανειστών, καθώς η διαπραγματευτική θέση της κυβέρνησης γίνεται συνεχώς και πιο αδύναμη, ενώ δε φαίνεται να υπάρχει προετοιμασία για το ενδεχόμενο της σύγκρουσης με τους δανειστές. Σε περίπτωση οριστικής υποχώρησης της κυβέρνησης, η διατήρηση των εσωκομματικών ισορροπιών εντός του ΣΥΡΙΖΑ θα καταστεί εξαιρετικά δύσκολη. Δε μπορεί να αποκλειστεί ακόμη και διάσπαση τόσο στο επίπεδο του κόμματος όσο και στο επίπεδο της κοινοβουλευτικής ομάδας. Πρόκειται για σενάριο που ήδη επεξεργάζονται τόσο οι δανειστές, όσο και δυνάμεις της αντιπολίτευσης στην Ελλάδα, που προσβλέπουν στο σχηματισμό κυβέρνησης μεγάλου συνασπισμού (με συμμετοχή και της ΝΔ), ή νέας κυβέρνησης με στήριξη από μνημονιακά κόμματα της αντιπολίτευσης όπως το Ποτάμι (κατασκεύασμα συγκεκριμένων κύκλων της ολιγαρχίας και των ιδιωτικών ΜΜΕ) και ότι θα έχει απομείνει απ’ το ΠΑΣΟΚ, σε περίπτωση που τεθεί σε κίνδυνο εκ νέου η πολιτική σταθερότητα, λόγω ενδεχόμενης διάσπασης της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ. Από την άλλη, πολιτική πίεση θα ασκηθεί και στα πιο ριζοσπαστικά κομμάτια εντός του ΣΥΡΙΖΑ, που θα πρέπει, σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, να επιλέξουν αν θα ακολουθήσουν την ηγεσία στην ενσωμάτωση ή αν θα διαχωρίσουν τη θέση τους με πιθανή συνέπεια ακόμη και την πτώση της κυβέρνησης. Σημαντικό ρόλο στις εξελίξεις θα παίξει και τυχόν κινητοποίηση του λαϊκού παράγοντα που μπορεί να πιέσει καταλυτικά προς πιο ριζοσπαστικές κατευθύνσεις, αν και σε αυτή τη φάση φαίνεται ότι ένα μεγάλο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας τηρεί στάση αναμονής.