Και μόνο στο άκουσμα των λέξεων «ιδιώτης» και «ιδιωτική πρωτοβουλία», ο εμφορούμενος από τα νεοφιλελεύθερα ιδεολογήματα-δόγματα νεοέλλην μπορεί να φτάσει σε ρίγη συγκινήσεως μέχρι δακρύων…
Τι θα λέγατε εάν π.χ. κάποιος αγγλόφωνος, απευθυνόμενος σε εσάς, σας αποκαλούσε idiot; Η οργή σας για την εξύβριση/προσβολή περί των νοητικών σας ικανοτήτων θα ήταν εύλογη αντίδραση. Όπως και η έκπληξη των περισσότερων νεοελλήνων, εάν μάθαιναν ότι η εν λόγω λέξη στην αγγλική και σε όλες τις λατινογενείς γλώσσες προέρχεται από την ελληνική «ιδιώτης», μέσω της λατινικής της απόδοσης “idiota”. Το ίδιο ισχύει και για τον επιστημονικό όρο «ιδιωτεία»- βαριά μορφή νοητικής υστέρησης.
Ο ίδιος ο όρος παραπέμπει στην εξαιρετικά σημαντική για την αρχαία ελληνική γραμματεία αντιδιαστολή ανάμεσα στο «ίδιον» και το «κοινόν», στα «καθ’ έκαστα» και στο «καθ’ όλου», δηλαδή, στο επιμέρους, στο μοναδιαίο (ενικό) και στο όλον, στο γενικό στο καθολικό. Οι αρχαίοι έλληνες θεωρούσαν ότι ο ιδιώτης ήταν ηλίθιος, αμόρφωτος, ακαλλιέργητος, νοητικά και συνειδησιακά ανεπαρκής, άχρηστος και ανεύθυνος με δύο τουλάχιστον έννοιες: 1. Δεν συμμετείχε στα κοινά, στα της κοινότητος, στα της πόλεως, στις δημοκρατικές συλλογικές διαδικασίες της πολιτείας, άρα ήταν ένας ιδιοτελής εγωιστής, ανίκανος να αρθεί στο ύψος της πολιτισμένης κοινωνίας, της πολιτικής. Κατά τον Περικλή, «μόνοι γὰρ τόν τε μηδὲν τῶνδε μετέχοντα οὐκ ἀπράγμονα, ἀλλ᾽ ἀχρεῖον νομίζομεν» [Μόνο εμείς θεωρούμε πως εκείνος που δεν συμμετέχει στα κοινά (στα πολιτικά), δεν είναι μόνον αδαής/αδιάφορος, αλλά και αήθης/άχρηστος] (Θουκυδίδου Ἱστορίαι 2.40.2). 2. Ήταν ανίκανος για νοητικές πράξεις αφαίρεσης και γενίκευσης, δηλαδή, δεν μπορούσε να αρθεί υπεράνω των δεδομένων των αισθήσεων, αδυνατούσε να συλλάβει τις σχέσεις αιτίου-αποτελέσματος, την ουσία των πραγμάτων.
Σήμερα, οι σχέσεις και οι στάσεις των ανθρώπων διαποτίζονται από τη γενικευμένη κυριαρχία της ιδιωτικής ιδιοκτησίας, άρα από τη σχέση κατοχής και κυριότητας. Το ατομικό έχειν και κατέχειν κυριαρχεί έναντι κάθε ύπαρξης, έναντι του είναι, το ίδιον έναντι του κοινού, η ιδιοτέλεια αναγορεύεται σε ύψιστη αρχή.
Η ίδια η εργασία είναι διττού χαρακτήρα: αφενός μεν, συγκεκριμένη εργασία (που προσδίδει χαρακτηριστικά χρηστικής αξίας στο εμπόρευμα), αφετέρου δε, αφηρημένη εργασία (που προσδίδει στα εμπορεύματα αξία). Ο διττός χαρακτήρας της εργασίας συνιστά όρο και έκφραση ορισμένου τύπου σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων, όπου η ενότητα των παραγωγών, των μελών της κοινωνίας, επιτυγχάνεται μέσω της διάσπασης, μέσω του κατακερματισμού μεμονωμένων παραγωγών (ατόμων και ομάδων) και πραγματώνεται μέσω της αγοράς (εμπορευματικών και χρηματικών συναλλαγών), δηλαδή επέρχεται ως εκ των υστέρων αποτέλεσμα της ανταλλαγής πληθώρας αποτελεσμάτων ποικίλων εργασιακών διαδικασιών στην αγορά.
Επί κεφαλαιοκρατίας, ο ανταγωνισμός μεταξύ ιδιωτικού και κοινωνικού συμφέροντος οδηγείται στο έπακρο, με καταστροφικές επιπτώσεις για τον άνθρωπο και την κοινωνία. Ταυτόχρονα, ωριμάζουν και οι αντικειμενικοί όροι (επιστημονικοί, τεχνολογικοί, οργανωτικοί και πολιτισμικοί) για την άρση αυτού του ανταγωνισμού, για την ενοποίηση της ανθρωπότητας.