«Η αξιοκρατία για εμένα είναι στάση ζωής!» δήλωσε ενώπιον κομματικών στελεχών o πρωθυπουργός και πρόεδρος της Ν.Δ. Κ. Μητσοτάκης, γόνος δυναστείας επαγγελματιών πολιτικών υπαλλήλων του καθεστώτος, με πλήθος συγγενών και ημετέρων στην πολιτική… Δεν υπάρχει σήμερα δημόσιος λόγος και λογύδριο που να μη θίγει το θέμα. Η «αξιοκρατία» εκλαμβάνεται ως κάτι θετικό, ως ηθική αρχή: «ο καθ’ ένας πρέπει να συμμορφώνεται με την θέση και τον ρόλο του στην κοινωνία γιατί κατέχει αυτό που αξίζει». Είτε: «ο καθ’ ένας πρέπει να κατέχει στην κοινωνία τη θέση και τον ρόλο που του αξίζει».
Η πρώτη διατύπωση προτρέπει τον άνθρωπο απλώς να συμβιβαστεί μοιρολατρικά με την θέση και τον ρόλο του. Η δεύτερη -δεοντολογικά επιτακτική- προβάλλει και ως αξίωση δικαιοσύνης, μιας και υπαινίσσεται ότι κάποιοι ενδέχεται να κατέχουν θέσεις και ρόλους «που δεν τους αξίζουν». Έτσι ξεκινά μια ολόκληρη συζήτηση περί «γνήσιας», «άδολης», «μη πελατειακής» κ.λπ. αξιοκρατίας. Όλη αυτή η «δημόσια συζήτηση» αδιαφορεί παντελώς για την ουσία του προβλήματος: για ποιους λόγους υπάρχουν στην κοινωνία ανισότητες και ανταγωνιστικά συμφέροντα, γιατί υπάρχουν σχέσεις εκμετάλλευσης και καταπίεσης, γιατί υπάρχει άνιση πρόσβαση σε αγαθά και υπηρεσίες, γιατί οι επιθυμίες των ολίγων που παρασιτούν ικανοποιούνται εις βάρος ζωτικών αναγκών των πολλών που μοχθούν στο μεροκάματο, γιατί κάποιοι και οι γόνοι τους κατέχουν ιεραρχικά ανώτερες θέσεις και προνόμια ενώ άλλοι είναι μια ζωή καταδικασμένοι στη μιζέρια;
Ο αγώνας των ανθρώπων για αξιοπρέπεια και πολιτισμό, για ισότητα και ελευθερία αποκτά νόημα μόνον όταν συνδέεται με αυτά τα αμείλικτα ερωτήματα. Τουναντίον, όλη η περί «αξιοκρατίας» συζήτηση καταντά μια φλυαρία εξαιρετικά βολική για το καθεστώς της ανισότητας/ανελευθερίας, που αφήνει στο απυρόβλητο τα παραπάνω ερωτήματα με μια ταχυδακτυλουργική απάτη. Μεταθέτει παρελκυστικά/αποπροσανατολιστικά το όλο πρόβλημα, ανάγοντάς το σε διαδικαστικό: στην πιο «αντικειμενική» αποτίμηση, στην «καλύτερη» αξιολόγηση, στον «σωστό» καθορισμό της «τιμής» που πρεσβεύει το κάθε άτομο, η κάθε κοινωνική ομάδα και τάξη στο παζάρι των αξιών, στην αγορά «αξίων» και «αναξίων»… Αυτό σημαίνει παραίτηση από την καταπολέμηση της ανισότητας και της ανελευθερίας, συμβιβασμό με τους όρους εδραίωσης της αδιαμφισβήτητης πλέον ανισότητας και ανελευθερίας. Οι διεκδικήσεις υποβαθμίζονται στην τυπική αρχή των «ίσων ευκαιριών ή δυνατοτήτων» για την πραγμάτωση του ανταγωνισμού ως βασικής αρχής ενός κυρίαρχου τρόπου ζωής που αναδεικνύει, δομεί, εγκαθιδρύει και επικυρώνει ιεραρχικά συστήματα κοινωνικών ελίτ.
Επειδή τα κριτήρια της αξιολόγησης είναι ασαφή και διάχυτα και οι δοκιμασίες αλλεπάλληλες, το άτομο ενστερνίζεται το κόστος και τη μόνιμη απειλή της αποτυχίας ως προσωπική ενοχή, βρίσκεται σε μόνιμη ανασφάλεια, γίνεται εύκολο θύμα εξουσιαστικής χειραγώγησης. Με αυτό το τέχνασμα γίνεται υποκατάσταση της συλλογικής επιδίωξης για ισότητα και ελευθερία από το ατομικό κυνήγι της «επιτυχίας», από την «οικονομική ελευθερία», που ανάγεται σε δυνατότητα πλούτου και επιδεικτικής κατανάλωσης. Η περί ελευθερίας αντίληψη γίνεται πλήρως διαδικαστική: ανάγεται στη «δυνατότητα επιλογής σκοπών».
Η επιλογή αυτή – κατά τα αξιοκρατικά ιδεολογήματα –δεν έχει να κάνει με πραγματικές αντικειμενικές δυνατότητες εργασίας, βιοπορισμού και ανάπτυξης για διάφορες τάξεις και κατηγορίες ανθρώπων, αλλά εναπόκειται αποκλειστικά στην διακριτική ευχέρεια του ατόμου, θεωρείται ζήτημα της «ελεύθερης βούλησής» του. Η «ισότητα ευκαιριών» ταυτίζεται συνήθως με την «ισότητα αφετηριακών συνθηκών». Κάθε αναφορά στην κοινωνική δικαιοσύνη επικεντρώνεται στους διαδικαστικούς κανόνες διεξαγωγής του κοινωνικού ανταγωνισμού και όχι στην εκμεταλλευτική του ουσία και στα αποτελέσματά του. Το ιδεολόγημα των «ίσων ευκαιριών», ως από μηχανής θεός της «αξιοκρατίας», απλώς καθαγιάζει τον ανθρωποφάγο ανταγωνισμό, γίνεται υποκατάστατο κάθε αιτήματος κοινωνικής δικαιοσύνης…
Δημήτρης Πατέλης
Αν. καθηγητής Φιλοσοφίας Πολυτεχνείου Κρήτης