Γονατιστός και αδιάφορος «την πάρτη σου» κοιτάς;
αυτοί ρουφούν αλύπητα το αίμα της εργατιάς!
Δεσμά βαριά χαλκεύουνε, δήθεν για το καλό μας,
και σκάβουνε το λάκκο μας, εμάς και των παιδιών μας.
Σταμάτα πια να προσκυνάς, άσε τα παρακάλια,
ορθώσου, κατατρόπωσε ύαινες και τσακάλια!
Μη τους ξεσυνερίζεσαι, δεν είναι εργοδότες:
είναι χαραμοφάηδες, παράσιτα, κοκότες!
Το παίζουν τάχα μου τρανοί, σπουδαίοι ευεργέτες,
χαϊβάνια να μας έχουνε, σκυφτούς και πάντα ικέτες.
Την δούλεψη, τον μόχθο σου θε να διαφεντεύουν,
όσο αυτοί σφυρίζουνε κι εσένανε χορεύουν.
Όλο σε βαυκαλίζουνε με σάχλες παραμύθια,
για να μη φτάσει στο μυαλό πικρή γι’ αυτούς αλήθεια:
Όλη η δύναμη της Γης, τα πλούτη όλου του κόσμου,
του δουλευτή γεννήματα που αρπάξανε το βιός του!
Για κάθε θαύμα που θωρείς σ’ αυτήν εδώ τη ζήση,
γενιές ανθρώπων της δουλειάς σκληρά ‘χουνε μοχθήσει.
Απ’ το υπέδαφος βαθιά μέχρι και πέρα στ’ άστρα,
για νου και χέρι δεν απομείναν άπαρτα κάστρα!
Είναι πελώρια δύναμη και η δημιουργία,
του πανανθρώπινου του νου, πνοή και φαντασία!
Αστείρευτη είναι η ορμή που μόλις αχνοφέγγει,
το μέλλον που έρχεται γοργά γενναία αναγγέλλει.
Των δουλευτάδων ζωντανή η δύναμη ζυγώνει,
νεκρής δουλειάς καπηλευτή στο δρόμο της σαρώνει.
Τη σήψη το κεφάλαιο βαθαίνει και απλώνει,
διψάει για συσσώρευση, βραχνάς βαρύς ζυγώνει.
Όσο κι αν φτιασιδώνεται το παρελθόν το σάπιο,
στης ιστορίας τον τροχό θα πέσει από κάτω.
Ανήμπορο να κρατηθεί, σπασμωδικά τρεκλίζει,
ανέμους σπέρνει στη σειρά και θύελλες θερίζει.
Κρίσεις, πολέμοι και λοιμοί, συγκρούσεις και συρράξεις,
παράδερνε, σάπιο σκαρί, μεσ’ τις αναταράξεις.
Μια ανάσα άδραξε στερνή στο πισωγύρισμα,
λαών που το κινήσαν της πλάσης το κοκκίνισμα.
Η ανάσα αυτή τώρα γυρνά σε βρόγχο του θανάτου,
τρέμουν που ξανανιώνουν οι στρατιές των αποκάτου,
όσο θωρούν να σμίγουνε οι αλύγιστοι του χθες
με τις στρατιές του αύριο, τους νέους μας μαχητές!
Ποτέ δεν παραδίδεται αμαχητί δυνάστης,
με δύναμη κερδίζεται και σε πεδίο μάχης.
Ακόμα κι αν στριμώχνεται το τέρας πληγωμένο,
μ’ αφανισμό θα απειλεί πριν πέσει τσακισμένο.
Βαδίζει με τους νόμους της η ανθρώπιν’ ιστορία,
με νου, καρδιά και λογική αλλάζει κοινωνία!
Το μέλλον δεν χαρίζεται σαν φρούτο γινωμένο,
με δυσκολίες χτίζεται, μ’ αγώνα αντρειωμένο.
Δεν είν’ η επανάσταση «Δευτέρα παρουσία»,
μέθοδο θέλει, πρόγραμμα, αγώνα και θυσία.
Αν καρτεράς αμέριμνα να σου ‘ρθουν οι συνθήκες,
αυτό βρωμά παραίτηση, συμβιβασμό και ήττες.
Όποιος φαντασιώνεται ακαριαίες νίκες,
μάταια αναλώνεται και φρούδες οι ελπίδες.
Ατσαλωμένη προχωρά, η φάλαγγα της νιότης
δεν νοσταλγεί το παρελθόν, το μέλλον είν’ δικό της.
Δεν πάει πια ψαχουλευτά με δοκιμή και λάθος,
δεν είναι άρνηση κενή, δεν σέρνετ’ απ’ το πάθος.
Δεν φέρεται, δεν άγεται σε κάθε συγκυρία,
μαθαίνει την διαλεκτική, νόμους στην ιστορία.
Δεν της αρμόζει τ’ ουραγού η οπισθοπορία,
πρωτόβουλα καθοδηγεί, σωστή πρωτοπορία.
Εφόδιο νίκης γενιών ηρώων το κατευόδιο,
γενιών μελλούμενων η ελπίδα είναι οδοδείκτης.
Ξέρει καλά τις ρίζες της, μαθαίνει απ’ τα λάθη,
της επιστήμης τη ματιά βάζει πάν’ απ’ τα πάθη.
Βγάζει σωστά διδάγματα στις νίκες και στις ήττες,
και δεν πουλάει διδαχές και αφ’ υψηλού «αλήθειες».
Ξέρει καλά πως δεν φτουρά κάθε γραφειοκράτης,
του «δάσκαλε που δίδασκες και λόγο δεν εκράτεις».
Μπαίνει μπροστά, παράδειγμα, στάση ζωής και λόγος
σεμνή και μ’ αυταπάρνηση, την χαιρετά ο κόσμος.
Τη δυναστεία πολεμά την ντόπια και την ξένη,
πατρίδα λεύτερη γροικά, τη Γη λευτερωμένη.
Κόντρα στου μίσους, στου διχασμού την αθλιότητα,
μ’ αγώνα εμείς θα σμίξουμε την ανθρωπότητα.
Δημήτρης Πατέλης
Αν. καθηγητής Φιλοσοφίας Πολυτεχνείου Κρήτης