Η μάνα στο γνωστό κλέφτικο τραγούδι, προσπαθεί να συνετίσει το γιο της, να τον αποτρέψει από τον δρόμο της εξέγερσης, της κλεφτουριάς, της επανάστασης για το δίκιο και τη λευτεριά, κατά του τότε ξένου και ντόπιου δυνάστη. Η μάνα εδώ, προτάσσει την φωνή της «σύνεσης», της «νοικοκυροσύνης», το πρότυπο της ατομικής βολής του ιδιώτη που θέλει να πλουτίσει:
«για ν’ αποχτήσεις πρόβατα, ζευγάρια κι αγελάδες,
χωριά κι αμπελοχώραφα, κοπέλια να δουλεύουν».
Μπορεί να έχουν τροποποιηθεί κάπως τα αγαθά που δηλώνουν την ευμάρεια της ατομικής βολής και του πλούτου, μπορεί τη θέση των ζώων, των κτημάτων και των τσιφλικιών να έχουν πάρει π.χ. η καριέρα, τα μετρητά, οι τίτλοι ιδιοκτησίας, ο επιδεικτικός πλούτος, τα ακίνητα, τα αυτοκίνητα κ.λπ., αλλά η ουσία της προτροπής αυτής παραμένει απαράλλακτη από γενιά σε γενιά.
Η αγοραία θυμοσοφία του συρμού επιδίδεται και σήμερα σε αντίστοιχες «υψιπετείς» προτροπές, τύπου: «κάτσε στ’ αυγά σου» (προφανής εξιδανίκευση των πουλερικών και της τόλμης της …κλώσας), «εσύ θα βγάλεις το φίδι απ’ την τρύπα» (δηλ. άσε να το βγάλει κάποιος άλλος και αυτόν «μαύρο φίδι που τον έφαγε»), «εσύ θα βγάλεις τα κάστανα απ’ τη φωτιά» (δηλ. «τρώγε μόνο απ’ τα έτοιμα-σερβιρισμένα») κ.λπ. Σε αυτή τη «βάση» εδραιώνεται η αντίληψη που βλέπει τα πράγματα στατικά και αμετάβλητα, διαχρονικά απαράλλακτα, καθ’ ότι «έτσι ήταν, έτσι είναι και έτσι θα είναι πάντα», όσο και αν η σαπίλα καλύπτει τα πάντα και ξεχειλίζει από παντού. Η αγοραία «σοφία» της πιάτσας, κορυφώνεται με την μόνιμη επωδό του αγνωστικισμού του καφενέ: «μη την ψάχνεις ρε φίλε!».
Έτσι διαμορφώθηκε η άρχουσα τάξη στη χώρα και σκάρωσε σαν τα μούτρα της τη δική της «κανονικότητα», την κυρίαρχη τάξη πραγμάτων. Από τον κοτζαμπάση-τσιφλικά και τον κατσαπλιά υποτακτικό του Σουλτάνου και του Πασά, στον «καθώς πρέπει» επιχειρηματία-παράγοντα του «εθνικού κορμού» που βλέπει τη χώρα και το λαό ως λεία και κυριαρχεί με τις πλάτες των Δυτικών «συμμάχων-προστατών». Από τον συνεργάτη του κατακτητή «εθνικόφρονα» γερμανοτσολιά, τον λαδέμπορα-μαυραγορίτη, στο εκδυτικισμένο γιουσουφάκι του Ευρωατλαντισμού, ΗΠΑ-ΝΑΤΟ-ΕΕ.
Ο «επιτυχημένος» αυτής της «κανονικότητας» είναι ο επιτήδειος, ο αδίστακτος ατσίδας της αρπαχτής, αυτός που κατά περίσταση γλείφει, έρπει ή/και πατάει επί πτωμάτων. Ο τύπος με τις «κατάλληλες διασυνδέσεις», έτοιμος για κάθε πλεκτάνη, δολοπλοκία και απάτη, ένα ον για το οποίο το έχειν υποσκελίζει και υποκαθιστά το είναι του, η «οικονομική επιφάνεια» – την παντελή απουσία βάθους και έρματος.
Κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν αυτής της σήψης και ο ξενέρωτος «εορτασμός» των 200 χρόνων απ’ τη μεγάλη εθνικοαπελευθερωτική και κοινωνική επανάσταση του 1921: το μόνο που έχει να επιδείξει είναι η απίστευτη μιζέρια και η βαρεμάρα, μιας και αποσκοπεί στη συγκάλυψη και στη λήθη του ζωντανού πνεύματος της επανάστασης.
Τα παραμορφωμένα και μουμιοποιημένα απ’ τις επεμβάσεις γηραιά μούτρα με την απόκοσμα φτιασιδωμένη ακαμψία τους, ταιριάζουν απόλυτα σ’ αυτή τη σήψη. Αλήθεια, τέτοια πρότυπα θέλουμε για τα παιδιά και τα εγγόνια μας;
Ωστόσο, ποτέ και πουθενά δεν χάραξαν δρόμους στην ιστορία οι πρωτεργάτες και οι υποτακτικοί της σήψης. Μόνο που ο άνθρωπος δεν ζει χωρίς προοπτική. Και η προοπτική απαιτεί πνεύμα ανυπότακτο, θέλει αγώνα λαϊκό!
Το λέει ο κλέφτης στο τραγούδι του:
«Μάνα μου εγώ δεν κάθομαι να γίνω νοικοκύρης…
και να ’μαι σκλάβος των Τουρκών, κοπέλι στους γερόντους.
Φέρε μου τ’ αλαφρό σπαθί και το βαρύ τουφέκι…
και να σου ρίξω κλέφτικα, να σμίξω τους συντρόφους…».
Δημήτρης Πατέλης
Καθηγητής φιλοσοφίας Πολυτεχνείου Κρήτης