Αγαπητοί Σύνεδροι, εύχομαι μέσα από το Συνέδριό σας να διευκρινιστούν και να αναπτυχθούν διάφορα θέματα και διαδικασίες, που αφορούν το παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα.
Η δική μου παρέμβαση αφορά στο θέμα, που αναφέρεται στις «θέσεις» ως: ‘’πολυπολικότητα ή διεθνιστικός αντιιμπεριαλισμός;’’
Η πολυπολικότητα στην πολιτική ορολογία είναι μία έννοια, που γεννήθηκε στη διαδικασία ανάπτυξης του αντίθετου – από την νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, που ηγούνται οι G7 – πόλου της διεθνοποιημένης οικονομίας, του οποίου ηγούνται η Κίνα και η Ρωσία. Αυτή η έννοια της πολυπολικότητας δεν προέρχεται από τις ‘’γεωπολιτικές φιλοδοξίες’’ της ρώσικης αστικής τάξης, όπως γίνεται αναφορά στις «θέσεις», αλλά προσδιορίζει εννοιολογικά την κύρια (όχι τη βασική) αντίφαση, που αντιμετωπίζει σήμερα ο κόσμος, δηλαδή τον αγώνα για εθνική ανεξαρτησία όλων των άλλων εθνών και κρατών, απέναντί στην εγκληματική ομάδα των G7. Από τους ανοικτούς πολέμους σε Ουκρανία και Παλαιστίνη, μέχρι τον καλυμμένο στα στενά της Ταϊβάν, το διακύβευμα είναι η εθνική ανεξαρτησία. Όμοια και στον οικονομικό τομέα με την προσπάθεια απαλλαγής των διεθνών συναλλαγών από τη δικτατορία του δολαρίου, αλλά και με τον πόλεμο των πετρελαιοειδών στην Ευρώπη το διακύβευμα και πάλι είναι η εθνική ανεξαρτησία. Επίσης το διώξιμο των Δυτικών νεοαποικιοκρατών απ’ τους λαούς της Αφρικής, που δέχονται πλέον τους Κινέζους και τους Ρώσους σαν σωτήρες είναι μία μεγάλη νίκη αυτών των λαών για την εθνική τους ανεξαρτησία. Η εισδοχή της Σαουδικής Αραβίας στους BRICS δεν έχει βέβαια κανένα άμεσο αποτέλεσμα στις κοινωνικές συνθήκες αυτής της χώρας, όμως της έδωσε τη δυνατότητα να αντιταχθεί στις εντολές των ΗΠΑ σχετικά με την διάθεση του πετρελαίου, ακριβώς επειδή ανέκτησε την εθνική της ανεξαρτησία. Όλες οι περιπτώσεις – που μόλις προανέφερα ενδεικτικά – σχετίζονται άμεσα ή έμμεσα με την παγκόσμια δυναμική της πολυπολικότητας, που είναι μία πρωτοφανής στον κόσμο δυναμική για την προάσπιση της εθνική κυριαρχίας όλων των λαών και εθνών.
Συνεπώς το να παρουσιάζετε την πολυπολικότητα ως ένα ανερμάτιστο εννοιολογικά γεωπολιτικό σχήμα, δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα και λειτουργεί εις βάρος του αγώνα των λαών για εθνική ανεξαρτησία και μάλιστα την στιγμή που αυτός ο αγώνας παίρνει οργανωμένη σε διεθνές επίπεδο συγκρότηση.
Αν αυτό που εσείς ονομάζετε: «διεθνιστικό αντιιμπεριαλισμό», είναι κάτι ασύμβατο με τον αγώνα των λαών για εθνική ανεξαρτησία, θα πρέπει νομίζω να εξηγήσετε σε τι έγκειται αυτή η ασυμβατότητα. Κατά την άποψή μου δεν υπάρχει καμία τέτοια ασυμβατότητα και επομένως αδίκως καταφέρεστε εναντίον της πολυπολικότητας και των διαφόρων συσπειρώσεων κρατών, που την υλοποιούν. Είναι ακατανόητο γιατί θεωρείτε αυτές τις συσπειρώσεις κρατών ως δημιουργήματα της συγκυρίας, τη στιγμή που αναπτύσσονται με συνεχώς αυξητικούς ρυθμούς, χωρίς ανταγωνιστικές συμπεριφορές ή διαλυτικές τάσεις.
Κατανοώ ότι, στις καταστατικές αρχές των πολυπολικών αυτών συσπειρώσεων κρατών, δεν φαίνεται να υπάρχει αναφορά σε ταξικούς αγώνες και σε κοινωνική αλλαγή, αλλά γίνεται λόγος κυρίως για τον αμοιβαίο σεβασμό της εθνικής κυριαρχίας των κρατών μελών τους. Κατανοώ επίσης, ότι η πολυπολικότητα, ως εξελικτική δυναμική των διεθνών καταστάσεων, είναι κάτι πρωτοφανές στην Ιστορία και ότι δεν γίνεται αναφορά σε κάτι παρόμοιο στη μαρξιστική βιβλιογραφία. Όμως η ουσία της πολυπολικότητας είναι ο αγώνας για εθνική ανεξαρτησία και αυτός ο αγώνας είναι ιστορικά γνωστός ως το αναγκαίο σκαλοπάτι, που πρέπει να περάσει κάθε λαός για να διεκδικήσει την κοινωνική αλλαγή. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα στις σύγχρονες συνθήκες της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, όπου στόχος ακριβώς των G7 είναι να καταργήσουν την εθνική ανεξαρτησία κάθε χώρας, είτε μέσω της εθελούσιας ενσωμάτωσης στις δομές της παγκοσμιοποίησης, όπως η Ε.Ε., είτε με βίαια και αντιδημοκρατικά μέσα, για τις χώρες που αντιστέκονται, όπως οι πόλεμοι σε Γιουγκοσλαβία, Ιράκ, Λιβύη, Συρία, που συνδέονται άμεσα με τις ψευδοεπαναστάσεις της Αραβικής Άνοιξης ή τις λεγόμενες πολύχρωμες επαναστάσεις.
Σήμερα κυριαρχεί ο αγώνας για την υπεράσπιση ή την ανάκτηση της εθνικής ανεξαρτησίας· αυτός ο αγώνας όμως κρύβει μέσα του και κινείται ουσιαστικά από τις ταξικές αντιθέσεις, που επί αιώνες συσσωρεύονταν από την αποικιοκρατία, την καπιταλιστική εκμετάλλευση και ιμπεριαλιστική θηριωδία, μέχρι τη σημερινή διεθνοποιημένη εργασιακή εκμετάλλευση από τις πολυεθνικές της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης. Οι ίδιοι εκμεταλλευτές και καταπιεστές σε όλες τις περιπτώσεις: οι άρχουσες τάξεις των χωρών των G7, που, μέσω της εξάλειψης της εθνικής κυριαρχίας όλων των χωρών όπου επιβάλλουν την κυριαρχία τους, κρατούν δέσμια και την εργατική τάξη αυτών των χωρών. Να γιατί πρέπει να προβληθεί ο αγώνας για εθνική ανεξαρτησία, μέχρι να την αποκτήσουν όλοι οι λαοί. Εκεί, σε ελεύθερο πλέον εθνικό πλαίσιο, θα εκδηλωθούν οι ταξικές αντιθέσεις ειρηνικά ή επαναστατικά.
Όμως η ταξική διάσταση της πολυπολικότητας υπάρχει με έναν ιδιόμορφο ιστορικά τρόπο και ως ιδεολογία και μάλιστα σοσιαλιστική ιδεολογία, επειδή – κατά τη γνώμη μου – οι δύο χώρες που πρωτοπορούν (όχι ηγούνται) στην υλοποίησή της είναι η Κίνα και η Ρωσία, δηλαδή οι δύο χώρες, όπου έγιναν οι δύο μεγαλύτερες σοσιαλιστικές επαναστάσεις του 20ου αιώνα. Όσο και αν έσβησαν ή αλλοιώθηκαν τα σοσιαλιστικά χαρακτηριστικά τους με την καπιταλιστική παλινόρθωση στη Ρωσία και την εισαγωγή καπιταλιστικών σχέσεων στην Κίνα, όμως η σοσιαλιστική κοινωνική συνείδηση υπάρχει ζωντανή και στις δύο χώρες.
- Στην Ρωσία υπάρχει ως ιδεολογική επιβίωση από την καπιταλιστική παλινόρθωση, που την βλέπουμε σήμερα καθαρά στην Ρώσικη κοινωνία[1], αλλά και στον πόλεμο στην Ουκρανία. Όταν αξιολογούμε την πολιτική και κοινωνική κατάσταση της Ρωσίας σήμερα, εκτός από την εκτίμηση της ταξικής πάλης στον οικονομικό τομέα, θα πρέπει να λαβαίνουμε υπ’ όψη αυτή την πάλη και στον ιδεολογικό τομέα. Στις «θέσεις» εμφανίζετε την αστική της τάξη και την πολιτική της ηγεσία υπό τον Πούτιν ως τους καρπαζοεισπράκτορες των G Αυτό βέβαια είναι αναμφισβήτητο για την περίοδο Γιέλτσιν, όμως στην διακυβέρνηση Πούτιν σταδιακά δημιουργείται ένα πατριωτικό μέτωπο λαού, ηγεσίας και μιας μερίδας της αστικής τάξης. Η υπόλοιπη αστική τάξη παρουσιάζει μία τάση φυγής από τη χώρα μαζί βέβαια με την παράνομη περιουσία της. Η περίοδος αυτή ήταν κρίσιμη για τον Ρώσικο λαό, αφού κατάφεραν λαός και ηγεσία να σηκωθούν από την υποτακτικότητα Γιέλτσιν και να σταθούν στα πόδια τους σε πατριωτική βάση. Ιδιαίτερα μετά την είσοδό της στον πόλεμο στη Συρία, η Ρωσία μπήκε μπροστά στον αγώνα των λαών για εθνική ανεξαρτησία, γεγονός που ανάγκασε τους G7 να κόψουν την υπεροψία τους απέναντί της και να την αντιμετωπίσουν σαν θανάσιμο εχθρό, αφ’ ότου μάλιστα άρχισε να σφιχταγκαλιάζεται με την Κομμουνιστική Κίνα.
Μέσα σε όλες αυτές τις θετικές εξελίξεις η κοινωνική συνείδηση του Ρώσικου λαού διαμορφώθηκε σε ένα νέο σύνθετο ιδεολογικό σχήμα, όπου διαπλέκεται η πατριωτική με τη σοσιαλιστική ιδεολογία. Μπορεί ο Πούτιν να κριτικάρει την ηγεσία της ΕΣΣΔ, μπορεί να μην εκφράζεται υπέρ του σοσιαλισμού / κομμουνισμού, αλλά δεν ήταν ποτέ αρνητικός για τις αξίες και τα ιδανικά τους και αυτό – κατά τη γνώμη μου – οφείλεται σε αυτή τη σύνθετη ιδεολογία πατριωτισμού και σοσιαλισμού, που τείνει να γίνει επικρατούσα στη Ρωσία. Την επίδραση αυτής της σύνθετης ιδεολογίας βλέπουμε και στις σχέσεις, που αναπτύσσει η Ρώσικη ηγεσία με τις φτωχές χώρες, που ελευθερώνονται από τον νεοαποικιακό ζυγό των G7, όπου η τελείως ανιδιοτελής της βοήθεια ξεπερνά και αυτήν της πρώην ΕΣΣΔ.
Όταν λοιπόν η κόκκινη σημαία με το σφυροδρέπανο παρελαύνει σε τιμητική θέση σε όλες τις παρελάσεις, όταν η εξωτερική της πολιτική γίνεται όχι με λόγια, αλλά με έργα, που σώζουν εκατομμύρια ανθρώπους από την πείνα και τους πολέμους, όταν σφιχταγκαλιάζεται με την Κομμουνιστική Κίνα σε μια «συμμαχία χωρίς όρια», όπως διακηρύσσουν, για την προάσπιση της δικής τους εθνικής ανεξαρτησίας, αλλά και όλων των λαών, όταν ο Ρώσικος λαός αντέχει αδιαμαρτύρητα τις θυσίες του πολέμου και τις εξουθενωτικές κυρώσεις των G7, θεωρώ ότι όλα αυτά δεν μπορούν να γίνουν από μια αστική τάξη και μια πολιτική ηγεσία καρπαζοεισπράκτορες των G7, παρά μόνο από μια κοινωνία όπου τείνει να επικρατήσει η σοσιαλιστική κοινωνική συνείδηση.
Δεν υπερασπίζομαι την διακυβέρνηση Πούτιν άκριτα. Σίγουρα έχουν γίνει σοβαρά λάθη με την αναβλητικότητα στην πολεμική σύγκρουση στην Ουκρανία, λάθη που παραδέχεται άμεσα ή έμμεσα και ο ίδιος ο Πούτιν. Όμως η συνεπής υπεράσπιση της εθνικής ανεξαρτησίας της Ρωσίας, που πραγματοποιεί η σημερινή ηγεσία της είναι – κατά τη γνώμη μου – το κριτήριο για μια θετική αξιολόγηση του έργου της. Το θέμα της κοινωνικής αλλαγής, της επαναθεμελίωσης του σοσιαλισμού στη Ρωσία δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί στις σημερινές συνθήκες της χώρας, αυτό είναι αυτονόητο, αλλά, όταν θα ομαλοποιηθούν οι συνθήκες, ένα πράγμα είναι – κατά τη γνώμη μου – σίγουρο: ότι η ζωντανή σοσιαλιστική κοινωνική συνείδηση του Ρώσικου λαού θα είναι η κινητήρια δύναμη αυτής της επαναθεμελίωσης. Το μέλλον της αστικής τάξης είναι προδιαγεγραμμένο, δεδομένου ότι δεν έχει κανένα ιδεολογικό έρεισμα στον λαό: όσο λειτουργεί σε πατριωτική βάση, γίνεται ανεκτή, αλλά όταν η πατριωτική διάσταση της κοινωνικής συνείδησης θα υπερκαλυφθεί από την σοσιαλιστική διάσταση, τότε οι αστοί – στην καλύτερη περίπτωση – θα μετατραπούν σε δημοσίους υπαλλήλους.
Αυτή λοιπόν η κοινωνική συνείδηση του Ρώσικου λαού, με τα σοσιαλιστικά της χαρακτηριστικά, που επιβίωσαν της κατάρρευσης της ΕΣΣΔ, λειτουργεί άδηλα και αθόρυβα και στις διεθνείς σχέσεις, που αναπτύσσει η Ρωσία στα πλαίσια της ανάπτυξης του πολυπολικού κόσμου. Αντίθετα από την εικόνα της Ρωσίας, που εσείς δίνετε στις «θέσεις», ως μίας χώρας, όπου κυριαρχεί η καπιταλιστική αναρχία και ατομοκρατία, οι κατατρεγμένοι λαοί βλέπουν σ’ αυτήν, τη συνέχεια της ΕΣΣΔ. Ελπίζω να μην υπάρχει κάποιος απ’ τους συνέδρους, που να πιστεύει ότι η Ρωσία χρησιμοποιεί το διεθνιστικό κεκτημένο της ΕΣΣΔ, για να εκμεταλλευτεί η αστική της τάξη τους φτωχούς λαούς, όπως ισχυρίζονται οι δυτικοί κοντυλοφόροι.
- Στην Κίνα η σοσιαλιστική κοινωνική συνείδηση υπάρχει ως επικρατούσα κοινωνική συνείδηση και μάλιστα ως ‘’απόλυτα’’ επικρατούσα, δεδομένης της στέρεης σχέσης λαού και κομμουνιστικής ηγεσίας, η οποία υλοποιείται μέσα από την λειτουργία του κομματικού μηχανισμού. Είναι αυτή η ζωντανή κοινωνική συνείδηση, που είδαμε στην πανδημία και στην καμπάνια για τη μείωση των γεννήσεων πριν μερικά χρόνια, με τα θαυμάσια αποτελέσματα και στις δύο περιπτώσεις. Είναι αυτή η ζωντανή κοινωνική συνείδηση, που δεν επηρεάζεται από τις καπιταλιστικές σχέσεις, αλλά αντίθετα είναι αυτή που τις εισάγει σκόπιμα και προγραμματισμένα. Αυτή είναι η παράδοξη – θεωρητικά – λειτουργία της σοσιαλιστικής κοινωνικής συνείδησης στην Κινέζικη κοινωνία: Μία επικρατούσα σοσιαλιστική κοινωνική συνείδηση, που λειτουργεί αυτόνομα και πάνω από τις παραγωγικές σχέσεις, τις οποίες καθορίζει σκόπιμα και προγραμματισμένα. Επειδή αυτό το θεωρητικό παράδοξο δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό από πολλούς μαρξιστές, υπάρχουν διαφόρων ειδών αντιρρήσεις στο γεγονός ότι η Κίνα έχει εισαγάγει καπιταλιστικές σχέσεις. Μία από αυτές είναι και αυτή που εκφράζεται στις «θέσεις», ότι δηλαδή η εισαγωγή ΕΧΣ δεν ισοδυναμεί με καπιταλισμό. Μόνο που αυτή σας η αντίρρηση ξεχνά ότι δεν είναι μόνο οι ΕΧΣ, που χαρακτηρίζουν τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, αλλά κυρίως είναι οι ταξικές σχέσεις κεφαλαιοκρατών και εργατών, με τις συνακόλουθες τεράστιες εισοδηματικές διαφορές. Αυτές οι τεράστιες ταξικές και εισοδηματικές διαφορές είναι που χαρακτηρίζουν την οικονομία της Κίνας ως καπιταλιστική και όχι οι ΕΧΣ. Το ότι στρατηγικοί τομείς της οικονομίας της Κίνας είναι υπό την ιδιοκτησία και τον έλεγχο του κράτους, είναι ένα φαινόμενο, που, πριν την έλευση του νεοφιλελευθερισμού, ήταν συνήθης πρακτική στις προηγμένες καπιταλιστικές χώρες. Κύριο οικονομικό κριτήριο, για το αν μία χώρα είναι σοσιαλιστική, αποτελεί η εφαρμογή της σοσιαλιστικής αρχής: «Ο καθένας δουλεύει ανάλογα με τις δυνάμεις του και αμείβεται ανάλογα με τη δουλειά του». Είναι μάταιο να προσπαθήσετε να βρείτε εφαρμογή αυτής της αρχής στην Κινέζικη κοινωνία με τις τεράστιες ταξικές και εισοδηματικές διαφορές και με τους δισεκατομμυριούχους της. Άρα από οικονομική άποψη η Κίνα είναι μία καπιταλιστική χώρα.
Και όμως από συνολική κοινωνική άποψη η Κίνα είναι μία εν δυνάμει σοσιαλιστική χώρα, επειδή ο καθοριστικός παράγων της κοινωνικής της εξέλιξης δεν είναι οι σχέσεις παραγωγής, αλλά η επικρατούσα σοσιαλιστική κοινωνική συνείδηση. Για να γίνει κατανοητή αυτή η ‘’παράδοξη’’ λειτουργία της κοινωνικής συνείδησης στην Κίνα, θα πρέπει να μελετηθεί πρώτα η ‘’υλική υπόσταση της κοινωνικής συνείδησης’’, αλλά αυτό είναι ένα μεγάλο θέμα άγνωστο στη μαρξιστική διανόηση μέχρι σήμερα.
Επίσης στις «θέσεις» αναφέρεται ότι:
«Κατά το στάδιο της ανωριμότητας, δηλαδή, της διαδικασίας διαμόρφωσης, ωρίμανσης του κοινωνικού χαρακτήρα της παραγωγής στην ανθρωπότητα, μπορούν να υπάρχουν τόσο σοσιαλιστικές όσο και κεφαλαιοκρατικές σχέσεις παραγωγής. Αυτή η άγνωστη στον κλασικό μαρξισμό-λενινισμό νομοτέλεια επιτρέπει να διαγνώσουμε επιστημονικά ………κ.λπ.». (Η έμφαση στη γραφή, δική μου).
Ο συγγραφέας των «θέσεων» δεν μας εξηγεί: γιατί είναι άγνωστη στον κλασσικό μαρξισμό-λενινισμό αυτή η νομοτέλεια, εφόσον είναι δεδομένο, ότι η μαρξιστική-λενινιστική θεωρία παραδέχεται την επιβίωση τρόπων παραγωγής και – συνακόλουθα –παραγωγικών σχέσεων προηγούμενων σταδίων κοινωνικής εξέλιξης στο νέο κοινωνικό σύστημα; Πώς θεωρεί ο συγγραφέας αυτές τις ‘’παλαιές’’ παραγωγικές σχέσεις: ως επιβίωση παλαιότερων ή ως επανεισαγωγή εξ αρχής αυτών των – παλαιού τρόπου παραγωγής – σχέσεων;
Αν τις θεωρεί ως επιβίωση παλαιότερων τότε δεν πρόκειται για ‘’άγνωστη στον κλασσικό μαρξισμό-λενινισμό νομοτέλεια’’, ενώ αν πρόκειται για εξ αρχής επανεισαγωγή, τότε θα πρέπει να μας εξηγήσει: μέσα από ποιες κοινωνικές διαδικασίες λειτούργησε η επανεισαγωγή αυτή και επίσης αν έγινε συνειδητά από τους ανθρώπους ή ερήμην της κοινωνικής συνείδησης.
Η άποψή μου σε αυτό το θέμα είναι, ότι δεν πρόκειται για νομοτέλεια ανεξάρτητη της κοινωνικής συνείδησης, της χώρας που μεταβαίνει από τον καπιταλισμό (ή τη φεουδαρχία) στο σοσιαλισμό. Αντίθετα είναι μία νομοτέλεια νέου είδους, που δεν προέρχεται από τις τυφλές οικονομικές δυνάμεις, αλλά από την επικρατούσα σοσιαλιστική κοινωνική συνείδηση, δηλαδή την διαλεκτική αλληλεπίδραση πολιτικής βούλησης του Κομμουνιστικού Κόμματος με τις λαϊκές συνειδήσεις, ατομικές και συλλογικές. Μια τέτοια νομοτέλεια νέου είδους δεν μπορεί να δημιουργηθεί με κομματική ντιρεκτίβα, ακόμα και αν αυτή υποστηρίζεται από επιστημονικές αναλύσεις της κομματικής μαρξιστικής διανόησης. Ούτε η επίδραση της πλέον εξέχουσας επαναστατικής προσωπικότητας στις λαϊκές συνειδήσεις, μπορεί να δημιουργήσει νομοτέλεια νέου είδους, παρά μόνο η πλήρης και αρμονική αλληλεπίδραση πολιτικής ηγεσίας και λαϊκών συνειδήσεων. Η εισαγωγή της ΝΕΠ στη Ρωσία είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτυχίας του εγχειρήματος εισαγωγής καπιταλιστικών σχέσεων, που στηρίχτηκε σε κομματική ντιρεκτίβα ή ακόμα και στην επίδραση της επαναστατικής προσωπικότητας του Λένιν. Η ουσία του εγχειρήματος βρισκόταν στη λειτουργία του κομματικού μηχανισμού, όπου δυστυχώς υπήρχαν σοβαρές διαφωνίες για το συγκεκριμένο θέμα, αλλά και γενικότερες λανθασμένες τακτικές απέναντι στο λαό, όπως π.χ. στο θρησκευτικό θέμα. Όλα αυτά υπέσκαπταν την δημιουργία ισχυρών δεσμών κομματικής ηγεσίας και λαϊκών συνειδήσεων, που είναι η βασική κοινωνική σχέση, πάνω στην οποία μπορεί να στηριχθεί η επικρατούσα σοσιαλιστική κοινωνική συνείδηση.
Αντίθετα στην Κίνα ο κομματικός μηχανισμός είχε κερδίσει από παλιά την εμπιστοσύνη και στήριξη του λαού, με την απελευθέρωσή του τόσο από τους ξένους κατακτητές, όσο και από την μάστιγα του όπιου. Μέσα σε αυτό το γενικά πατριωτικό και αντιιμπεριαλιστικό συνειδησιακό κλίμα διαπιστώθηκε ότι οι δυνατότητες μετάβασης από τον φεουδαρχικό τρόπο παραγωγής, που υπήρχε τότε, στον σοσιαλιστικό, περιορίζονταν από την ατομοκρατική κοινωνική συνείδηση, που δημιουργούσαν οι φεουδαρχικές σχέσεις παραγωγής. Διαπιστώθηκε ότι είχε απόλυτο δίκιο ο Μαρξ όταν έλεγε ότι η σοσιαλιστική συνείδηση γεννιέται μέσα από την κοινωνικοποίηση της παραγωγής, η οποία δεν μπορούσε να εφαρμοστεί τότε στην αγροτική οικονομία της Κίνας επειδή έλειπαν τα αναγκαία μέσα μαζικής καλλιέργειας. Αυτό δημιουργούσε την άμεση ανάγκη εκβιομηχάνισης, όμως ακριβώς επειδή έλειπε η αναγκαία σοσιαλιστική συνείδηση, που γεννιέται στην κοινωνικοποιημένη βιομηχανική παραγωγή, η εκβιομηχάνιση ήταν αναγκαίο να στηριχθεί στην ατομική πρωτοβουλία, δηλαδή στη δημιουργία καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής.
Εκτός αυτού και το διεθνές περιβάλλον δεν ήταν ευνοϊκό για την κρατική υπόσταση της Κίνας, γεγονός, που οδήγησε την κομμουνιστική ηγεσία της, να προχωρήσει σε πολιτικά και οικονομικά ανοίγματα, που πριν λίγα χρόνια ονόμαζε ρεβιζιονιστικά, όταν εφαρμόζονταν στα πλαίσια της ειρηνικής συνύπαρξης της ΕΣΣΔ με τους Δυτικούς.
Άρα η ηγεσία της Κίνας μη έχοντας άλλη λύση αναγκάστηκε να ανοιχτεί στην παγκοσμιοποιημένη αγορά, που αναδυόταν εκείνη την εποχή, μαζί με τις πολιτικές, οικονομικές και ιδεολογικές αρχές του νεοφιλελευθερισμού.
Μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ και των άλλων σοσιαλιστικών καθεστώτων της Ευρώπης, η πορεία της Κίνας προς την ίδια κατεύθυνση φαινόταν προδιαγεγραμμένη, τόσο λόγω της εισαγωγής καπιταλιστικών σχέσεων, όσο και λόγω της ενσωμάτωσής της οικονομικά στην νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποιημένη αγορά. Και όμως αυτή η κατάρρευση του σοσιαλιστικού καθεστώτος στην Κίνα δεν επαληθεύθηκε. Αυτό – κατά τη γνώμη μου – δημιουργεί ένα θεωρητικό παράδοξο σε σχέση με την μαρξιστική θεωρία του ιστορικού υλισμού, το οποίο εντοπίζεται συγκεκριμένα στα εξής επί μέρους φαινόμενα:
- Οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής δεν επηρεάζουν τις σοσιαλιστικές αξίες στις συνειδήσεις των Κινέζων, ατομικές και κοινωνικές, παρά τις τεράστιες εισοδηματικές και ταξικές διαφορές, που θα μπορούσαν να καλλιεργήσουν ατομοκρατικές κοινωνικές αντιλήψεις. Αντίθετα βλέπουμε πολλοί Κινέζοι να μεταναστεύουν στις ΗΠΑ και άλλες Δυτικές χώρες, για σπουδές ή για επαγγελματικούς λόγους, χωρίς να επηρεάζονται από τον δυτικό τρόπο ζωής και τις αξίες του. Αυτή η συνειδησιακή σταθερότητα του Κινέζικου λαού στις σοσιαλιστικές αξίες, μέσα σε ένα συνεχώς εντεινόμενο ταξικά εκμεταλλευτικό περιβάλλον, δεν συμφωνεί με τη μαρξιστική αντίληψη, ότι οι παραγωγικές σχέσεις καθορίζουν τις συνειδήσεις των ανθρώπων.
- Με το ‘’άνοιγμα’’ στην οικονομία της αγοράς και την εισαγωγή καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, ξεκίνησε μία περίοδος άγριου καπιταλισμού, για τον Κινέζικο λαό, που ήταν όμως δημιουργική, για την ανάπτυξη των καθυστερημένων παραγωγικών δυνάμεων. Σε εκείνη την αρχική περίοδο οι παραγωγικές σχέσεις ήταν σε αντιστοιχία με τις παραγωγικές δυνάμεις. Σήμερα όμως οι παραγωγικές δυνάμεις στην Κίνα, από άποψη κεφαλαιακής συγκέντρωσης και αυτοματισμού της παραγωγικής διαδικασίας, αντιστοιχούν πλέον στον σοσιαλιστικό τρόπο παραγωγής και κατά συνέπεια οι υπάρχουσες καπιταλιστικές σχέσεις θα έπρεπε να αποτελούν τροχοπέδη στην ανάπτυξη αυτών των παραγωγικών δυνάμεων, σύμφωνα με τον μαρξιστικό νόμο της αναγκαίας αντιστοιχίας παραγωγικών δυνάμεων και παραγωγικών σχέσεων. Όμως σήμερα, αντί για το αναμενόμενο φρενάρισμα, οι Κινέζικες παραγωγικές δυνάμεις έχουν εκτοξευτεί στην κορυφή του κόσμου και εξακολουθούν την αλματώδη πορεία τους. Το γεγονός, ότι στην σημερινή οικονομία της Κίνας δεν ισχύει ο νόμος της αναγκαίας αντιστοιχίας παραγωγικών δυνάμεων και παραγωγικών σχέσεων, αποτελεί δεύτερη ασυμφωνία με την μαρξιστική διδασκαλία του ιστορικού υλισμού.
- Το απόλυτα πετυχημένο ‘’άνοιγμα’’ της Κίνας στην παγκοσμιοποιημένη οικονομία της αγοράς αποτέλεσε ταυτόχρονα ένα απρόσμενο, αλλά και ανεξήγητο – θεωρητικά – γεγονός της κοινωνικής εξέλιξης. Οι ‘’μαρξιστικές’’ εξηγήσεις, που δίνονται, στηριζόμενες στην επιβίωση καπιταλιστικών σχέσεων του παρελθόντος, είναι α) ανιστόρητες, γιατί ποτέ προηγουμένως δεν υπήρξαν αξιόλογες καπιταλιστικές σχέσεις στη χώρα και β) αντιμαρξιστικές, επειδή η έννοια της ‘’επιβίωσης’’ παλαιότερων σχέσεων παραγωγής, αναφέρεται από τους κλασσικούς του μαρξισμού, ως μία διαδικασία, που βρίσκεται σε μαρασμό και όχι σε ανάπτυξη όπως στην Κίνα.
Στις «θέσεις», όπως ήδη ανέφερα, η ύπαρξη καπιταλιστικών σχέσεων στην Κίνα αγνοείται και αναφέρεται μόνο η ύπαρξη ΕΧΣ. Αναφέρεται επίσης η ‘’αντιφατική’’ συμμετοχή των οικονομικών δομών της Κίνας στον διεθνή καταμερισμό της εργασίας, χωρίς εξήγηση αυτής της ‘’αντιφατικότητας’’.
Η εξήγηση των ίδιων των Κινέζων μαρξιστών, για τη φύση του οικονομικού και κοινωνικού τους συστήματος, περιορίζεται στον αόριστο χαρακτηρισμό του, ως: «σοσιαλισμό με Κινέζικα χαρακτηριστικά». Όταν προσπαθήσουμε να εντοπίσουμε αυτά τα ‘’χαρακτηριστικά’’, θα βρεθούμε μπροστά σε απόλυτη αοριστία και πληθώρα υποκειμενικών εξηγήσεων, από: πολιτισμικές επιρροές, μέχρι την ανακάλυψη νέου είδους σοσιαλισμού. Δεν προτίθεμαι να κριτικάρω θεωρητικά την Κινέζικη ηγεσία, η οποία εκ των πραγμάτων έχει αναγάγει την επικρατούσα σοσιαλιστική κοινωνική συνείδηση σε καθοριστικό παράγοντα της κοινωνικής εξέλιξης της Κίνας και όχι μόνο.
Πρόθεσή μου είναι να δείξω, ότι η μεγαλύτερη ασυμφωνία της Κινέζικης πραγματικότητας με τη θεωρία του ιστορικού υλισμού βρίσκεται ακριβώς στην ανάδειξη της επικρατούσας σοσιαλιστικής κοινωνικής συνείδησης σε καθοριστικό παράγοντα των κοινωνικών σχέσεων. Φυσικά κινητήρια δύναμη είναι πάντα οι παραγωγικές δυνάμεις, οι οποίες όμως δεν είναι πλέον τυφλά όργανα της ανάγκης, αλλά οδηγούνται και αυτές από την κοινωνική συνείδηση. Βέβαια μια τέτοια εξελικτική διαδικασία προβλέπεται στη μαρξιστική θεωρία, για την σοσιαλιστική συνείδηση, αλλά στο στάδιο μετάβασης από τον σοσιαλισμό στον κομμουνισμό, χωρίς όμως αυτή η πρόβλεψη να συνοδεύεται από κάποια επεξήγηση, με βάση την μαρξιστική διαλεκτική, πώς δηλαδή ο συνειδησιακός παράγων, από αντανάκλαση της λεγόμενης υλικής βάσης της κοινωνίας, μετατρέπεται σε καθοδηγητικό κοινωνικό παράγοντα; Στην περίπτωση της Κίνας όμως η ποιοτική μετάλλαξη της κοινωνικής συνείδησης γίνεται κατά τη μετάβαση από τον καπιταλισμό (ή / και φεουδαρχία) προς τον σοσιαλισμό.
Εδώ πλέον πρέπει να προσδιορίζουμε τα συγκεκριμένα φαινόμενα της Κινέζικης κοινωνίας, με την σχέση αιτίου και αποτελέσματος. Αίτιο είναι η επικρατούσα σοσιαλιστική κοινωνική συνείδηση, που είναι η διαλεκτική αλληλεπίδραση Κομμουνιστικής ηγεσίας και λαϊκών συνειδήσεων, ατομικών ή συλλογικών. Αποτέλεσμα είναι η σκόπιμη και προγραμματισμένη εισαγωγή καπιταλιστικών σχέσεων με το ‘’άνοιγμα’’ στην παγκοσμιοποιημένη οικονομία της αγοράς. Αυτή η νέα ποιότητα κοινωνικής εξέλιξης στηρίζεται στην νομοτέλεια νέου είδους, που καθορίζει πλέον η επικρατούσα σοσιαλιστική κοινωνική συνείδηση και όχι οι τυφλές δυνάμεις της οικονομίας.
Ήδη μέσα από την ‘’παράδοξη’’ κοινωνική πραγματικότητα της Κίνας μπορούμε να διακρίνουμε την ανατολή του βασίλειου της ελευθερίας, που το κατακτά πλέον η ανθρωπότητα εξελικτικά, μέσα από τη βασανιστική πορεία της κατανόησης της αναγκαιότητας, σε τέτοιο βαθμό, ώστε η κοινωνική συνείδηση, από το πρωτόγονο εμπειρικό της στάδιο να γίνεται σήμερα καθοριστικός παράγων της κοινωνικής εξέλιξης.
Αυτή η παραδοξότητα στη λειτουργία της επικρατούσας σοσιαλιστικής κοινωνικής συνείδησης στην Κίνα σε σχέση με τη διδασκαλία του ιστορικού υλισμού δεν μπορεί να εξηγηθεί διαφορετικά παρά μόνο αν αναγνωρίσουμε ότι ο συνειδησιακός παράγων στην κοινωνία έχει τη δική του υλική υπόσταση, άγνωστη μέχρι σήμερα στην μαρξιστική διανόηση.
Όλα αυτά ασφαλώς σε πολλούς ακραιφνείς μαρξιστές θα φαντάζουν ιερόσυλα, αλλά, για να στηρίξουν αυτή τους την άποψη, θα πρέπει να ανασκευάσουν όσα προανέφερα για τις ασυμφωνίες, της Κινέζικης κοινωνίας με την θεωρία του ιστορικού υλισμού. Αν οι σημερινοί μαρξιστές γνώριζαν την υλική υπόσταση της κοινωνικής συνείδησης, τότε θα συνειδητοποιούσαν ότι ‘’ιεροσυλία’’, απέναντι στην υλιστική μαρξιστική αντίληψη του κόσμου, είναι να υποβιβάζεις τη συνείδηση – ατομική και κοινωνική – στο επίπεδο της απλής αντανάκλασης των λεγόμενων υλικών παραγόντων της κοινωνίας.
Επανερχόμαστε λοιπόν στο θέμα της πολυπολικότητας, αφού διαπιστώσαμε ότι η ζωντανή σοσιαλιστική κοινωνική συνείδηση, χαρακτηρίζει τόσο τη Ρώσικη, όσο και την Κινέζικη κοινωνία. Η πρωτοπόρα θέση των δύο αυτών χωρών στις δομές της πολυπολικότητας επιδρά άδηλα και αθόρυβα με τα σοσιαλιστικά τους ιδανικά στις κοινωνικές συνειδήσεις των λαών που συμμετέχουν, όπως εξήγησα ήδη. Μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα, ότι ο πολυπολικός κόσμος, όντας το αντίπαλο δέος της μονοπολικότητας των ΗΠΑ και του συρφετού των G7 γενικότερα, αποτελεί θετική προϋπόθεση για την ανάπτυξη του Κομμουνιστικού Κινήματος. Αρκεί να εκτιμήσουμε σωστά τις σύγχρονες συνθήκες ανάπτυξης αυτού του κινήματος.
Στις «θέσεις» είναι φανερό ότι η καθοριστική συμμετοχή της Κίνας στους BRICS και σε άλλες ενώσεις χωρών στο πνεύμα της πολυπολικότητας, δεν εναρμονίζεται με την προσδοκία των συγγραφέων τους, να ηγηθεί αυτή η χώρα (μαζί με άλλες σοσιαλιστικές χώρες) στον «αντιιμπεριαλιστικό αγώνα», όπως αυτοί τον εννοούν. Για να ξεπεράσουν λοιπόν αυτή τη δυσαρμονία υποβαθμίζουν την καθοριστική αυτή συμμετοχή της Κίνας στους BRICS, σε απλή ρητορική διατύπωση της εξωτερικής της πολιτικής και σε ιδιοτυπία της διεθνούς πολιτικής και της επίσημης διπλωματικής γλώσσας. Αυτή η υποβάθμιση δείχνει ότι οι συγγραφείς των «θέσεων» παραβλέπουν την πραγματικότητα . Και η πραγματικότητα λέει ότι η Κίνα (μαζί με τη Ρωσία) πρωτοπορεί στην υλοποίηση της πολυπολικότητας και μάλλον είναι δύσκολο να προδώσει αυτή την πρωτοποριακή της δράση, για να ηγηθεί (μαζί με τις άλλες σοσιαλιστικές χώρες) του «αντιιμπεριαλιστικού αγώνα», που επαγγέλλονται στις «θέσεις». Πάντως η ‘’επικείμενη ραγδαία αναζωπύρωση ενός νέου πρωτοφανούς κύματος αντιιμπεριαλισμού’’, που αναφέρεται στις «θέσεις», δεν φαίνεται να στηρίζεται σε κάποια διεθνή πραγματικότητα, σε αντίθεση με την υλοποίηση της πολυπολικότητας, που προχωρά σταθερά και μελετημένα αποδυναμώνοντας συνεχώς τα οικονομικά και ιδεολογικά ερείσματα των G7. Σχετικά με την πολεμική αναμέτρηση του εν εξελίξει Γ’ΠΠ θα πρέπει νομίζω να αναλογιστούμε ότι οι χώρες, που συμπράττουν σήμερα με τη Ρωσία και την Κίνα στα πλαίσια της πολυπολικότητας, χωρίς αυτή τη σύμπραξη θα ήταν υποχείρια όργανα των G7. Άρα οι δομές της πολυπολικότητας λειτουργούν εναντίον της κυριαρχίας των G7.
Συμπερασματικά θεωρώ αναγκαία τη σύμπραξη όλων των προοδευτικών δυνάμεων ενάντια στους G7, στον αγώνα, που ηγούνται η Κίνα και η Ρωσία, για την εξασφάλιση της εθνικής κυριαρχίας όλων των λαών, στα πλαίσια υλοποίησης του πολυπολικού κόσμου. Αυτός ο αγώνας θεωρώ ότι ανταποκρίνεται στις σύγχρονες συνθήκες της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, που διαφέρει ουσιαστικά από τις συνθήκες του ιμπεριαλισμού.
Ειδικά για το Κομμουνιστικό Κίνημα στις Δυτικές χώρες, θεωρώ ότι αυτή η σύμπραξη είναι ο μόνος τρόπος να ξαναβρεί το δρόμο του οργανωτικά και ιδεολογικά. Αρκεί να εκτιμήσει σωστά τις σύγχρονες συνθήκες.
Τάσος Μαυρομμάτης
[1] Οι δημοσκοπήσεις στη Ρωσία παρουσιάζουν πλειοψηφικά ποσοστά των θετικών γνωμών για την ΕΣΣΔ.