«Θεωρία μα και πράξη» για να μη μείνουμε «στην ίδια – ιμπεριαλιστική – τάξη»!

του Διονύση Περδίκη,

μέλος του

Συλλόγου Διάδοσης της Μαρξ. Σκέψης «Γ. Κορδάτος»

και της Συντονιστικής Επιτροπής της

Πρωτοβουλίας για την Ανασυγκρότηση του Κομμουνιστικού Κινήματος

Ι. Εισαγωγή. 1

ΙΙ. Ευρεία και βαθιά συμφωνία με τις θέσεις. 2

ΙΙΙ. Επιμέρους σημεία διαφωνίας ή κριτικής. 3

  1. Για τον σοσιαλισμό. 3
  2. Για τον σύγχρονο καπιταλισμό – ιμπεριαλισμό. 5
  3. Για τη σύγχρονη κυρίαρχη αντίθεση. 8
  4. «Γ’ Παγκόσμιος Πόλεμος»; 10
  5. Για την Παγκόσμια Αντιιμπεριαλιστική Πλατφόρμα (ΠΑΠ). 10
  6. Για το ζήτημα των διακρίσεων στη βάση του φύλου και της σεξουαλικότητας 10

ΙV. Το κύριο σημείο διαφωνίας: «τι να κάνουμε»; 12

  1. Σε ποιον απευθύνονται οι θέσεις και με τι σκοπό; 12
  2. Από τη θεωρία, στην (πολιτική) πράξη. 12
  3. Τελικά «τι να (μην) κάνουμε»; 16

Ι. Εισαγωγή

Λάβαμε γνώση των θέσεων («θέσεις» στο εξής) για το συνέδριο της Συλλογικότητας Αγώνα για την Επαναστατική Ενοποίηση της Ανθρωπότητας («Ε-Ε» στο εξής) με πολύ ενδιαφέρον. Είναι γνωστές οι συντροφικές και συναγωνιστικές σχέσεις μεταξύ των συλλογικοτήτων στις οποίες συμμετέχω και της Ε-Ε. Ενδεικτικά, η Ε-Ε είναι από τις οργανώσεις στις οποίες απευθύνθηκε εξαρχής το εγχείρημα της Πρωτοβουλίας («Πρωτοβουλία» στο εξής) για την Ανασυγκρότηση του Κομμουνιστικού Κινήματος («ΚΚ» στο εξής). Μάλιστα, αρκετοί/ές από τους/τις συντρόφους/ισσες της Ε-Ε συμμετείχαν και σε κάποιες από τις Ολομέλειες της Πρωτοβουλίας μας. Οι συλλογικότητές μας βρίσκονται σε στενό, συντροφικό διάλογο, όπως και σε κοινή δράση, ιδιαίτερα στο αντιιμπεριαλιστικό κίνημα, π.χ. μέσω του «Αντιιμπεριαλιστικού Συντονισμού για την Ήττα του ΝΑΤΟ».

Αντιμετωπίζουμε τις θέσεις ως μια συνολική τοποθέτηση της Ε-Ε για ζητήματα που άπτονται και του μεταξύ μας διαλόγου, τόσο επί θεωρητικών θεμάτων, όσο, και κυρίως, σχετικά με το «τι να κάνουμε» της ανασυγκρότησης του ΚΚ, του αντιιμπεριαλιστικού κινήματος και, γενικότερα, του εργατικού – λαϊκού κινήματος. Οπότε, δράττομαι της ευκαιρίας να συμμετέχω στον προσυνεδριακό διάλογο, εκφράζοντας, βέβαια, προσωπικές μου απόψεις.

Οι ευκαιρίες αυτές δεν εξαντλούνται στην προσυνεδριακή αυτή διαδικασία. Η Πρωτοβουλία μας, για παράδειγμα, διατηρεί τρεις διαλόγους ανοιχτούς, έναν για την ανασυγκρότηση του ΚΚ, έναν για τον σύγχρονο καπιταλισμό – ιμπεριαλισμό και έναν για τον απολογισμό της προηγούμενης, «μνημονιακής» περιόδου και περί στρατηγικής και τακτικής. Σύντομα, θα μπορούσαμε να ανοίξουμε και έναν ακόμη, για τον σοσιαλισμό – κομμουνισμό (θεωρία, ιστορική εμπειρία, στρατηγική). Με χαρά θα δεχθούμε οποιαδήποτε ατομική ή συλλογική συμβολή από τους/τις συντρόφους/ισσες της Ε-Ε.

Προκαταλαμβάνοντας τα όσα θα ακολουθήσουν, θα έλεγα ότι υπάρχει μεγάλη, ευρεία και βαθιά, συμφωνία με το περιεχόμενο των θέσεων, κάποια σημεία επιμέρους κριτικής ή διαφοροποιήσεων, αλλά και μεγάλη διαφωνία στην κατάληξή τους ως προς το «τι να κάνουμε», εν τέλει, στο σημερινό σημείο που βρισκόμαστε, με τις δύσκολες, αντικειμενικές και υποκειμενικές συνθήκες που αντιμετωπίζουμε, με το ζήτημα – κρίκο να αφορά τη σχέση της επαναστατικής θεωρίας με την πολιτική στρατηγική, τακτική και πρακτική του ΚΚ.

ΙΙ. Ευρεία και βαθιά συμφωνία με τις θέσεις

Ξεκινάω με μια συνοπτική αναφορά σε σημεία και πλευρές των θέσεων με τις οποίες συμφωνώ σε μεγάλο βαθμό. Τέτοια συμφωνία υπάρχει:

  1. Για τη συνολική αντίληψη για τον χαρακτήρα της εποχής μας και τη σημασία του αντιιμπεριαλιστικού αγώνα για τη σοσιαλιστική επανάσταση.
  2. Για την αναγκαιότητα δημιουργικής ανάπτυξης της επαναστατικής θεωρίας στη βάση (α) του κλασσικού μαρξισμού – λενινισμού («μ-λ» στο εξής), (β) της σύγχρονης ανάπτυξης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής («ΚΤΠ» στο εξής), αλλά και (γ) της ιστορικής εμπειρίας του διεθνούς ΚΚ («δΚΚ» στο εξής), και ιδιαίτερα των σοσιαλιστικών επαναστάσεων και του «υπαρκτού» σοσιαλισμού, αυτού που υπήρξε στον 20ού αιώνα, και αυτού που υπάρχει σήμερα. Στο πλαίσιο αυτό αναγνωρίζω τη σημασία της θεωρητικής συμβολής του Βαζιούλιν και όσων συνεχίζουν το έργο του στα πλαίσια της σχολής της Λογικής της Ιστορίας («ΛτΙ» στο εξής). Γενικά, σωστά εντοπίζονται και τα κυριότερα πεδία επιτακτικών ερευνών.
  3. Για τη γενική αντίληψη για τη μετάβαση από τον καπιταλισμό στον σοσιαλισμό, τη διάκριση μεταξύ «πρώιμων» και «ύστερων» σοσιαλιστικών επαναστάσεων και τη διακρίβωση της βασικής αντίθεσης του σοσιαλισμού μεταξύ της τυπικής και ουσιαστικής – πραγματικής κοινωνικοποίησης της παραγωγής. Μάλιστα, θεωρώ το άρθρο που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό της Αριστερής Ανασύνταξης (τ. 7-8, σ. 47-76), το 1995, από τους Δ. Πατέλη, Μ. Δαφέρμο και Π. Παυλίδη, με τίτλο Για τις νομοτέλειες της μετάβασης στον κομμουνισμό. Σοσιαλισμός, Κομμουνισμός και Αντεπανάσταση, την πιο πλήρη σύνοψη της θεωρίας αυτής και, ταυτόχρονα, θεωρητική απόσταξη της ιστορικής εμπειρίας της ΕΣΣΔ.
  4. Για τις κύριες πλευρές του σύγχρονου καπιταλισμού – ιμπεριαλισμού και την αντίληψη για τους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς της ΕΕ, του ΝΑΤΟ κ.ο.κ., όπως και για την εξαρτημένη θέση της Ελλάδας στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα.
  5. Για την οργανική σχέση μεταξύ φασισμού και ιμπεριαλισμού.
  6. Για την κριτική στην «πολυπολικότητα» ως στρατηγικό στόχο εθνικών αστικών τάξεων που εναντιώνονται στην ηγεμονία των ιμπεριαλιστικών αστικών τάξεων.
  7. Σε γενικές γραμμές, για την κριτική στη νεοφιλελεύθερη αστική ιδεολογία του ατομικισμού, του υποκειμενικού ιδεαλισμού και βουλησιαρχίας, όπως και του αστικού «δικαιωματισμού».
  8. Σε γενικές γραμμές, για το περιεχόμενο της πολεμικής στον δεξιό οπορτουνισμό και ρεφορμισμό, εντός του ΚΚ και της Αριστεράς, όπως αυτός εκφράζεται σήμερα, κυρίως στις ιμπεριαλιστικές χώρες – και τις υποτελείς/εξαρτημένες χώρες σε αυτές, ως μια πολιτική δήθεν «ίσων αποστάσεων» ως προς την κυρίαρχη αντίθεση στο επίπεδο των διακρατικών σχέσεων, αυτή μεταξύ των ιμπεριαλιστικών χωρών και των χωρών που αντιστέκονται και εναντιώνονται στην παγκόσμια ηγεμονία τους, ή, ακόμη χειρότερα, ως μια πολιτική διατήρησης κριτικών αποστάσεων από ή και πολεμικής ενάντια στις χώρες στις οποίες γίνεται προσπάθεια από την εργατική εξουσία των κομμουνιστικών κομμάτων για τη διατήρηση της εξουσίας τους ενάντια στην επίθεση του ιμπεριαλισμού και την οικοδόμηση του σοσιαλισμού.
  9. Για τον γενικό χαρακτήρα του απαραίτητου σήμερα κοινωνικο-πολιτικού μετώπου και τους άξονες των προγραμματικών του διεκδικήσεων.

ΙΙΙ. Επιμέρους σημεία διαφωνίας ή κριτικής

Μεγαλύτερη αξία έχει, βέβαια, να σταθούμε σε σημεία ή πλευρές που υπάρχει διαφωνία ή μπορεί να γίνει κάποια κριτική. Παρακάτω θα σταθώ στα πιο σημαντικά από αυτά τα σημεία, όσο πιο συνοπτικά είναι δυνατόν.

1.    Για τον σοσιαλισμό

Νομίζω ότι χρειάζεται περισσότερη σκέψη και δουλειά για να γίνουν περαιτέρω βήματα από το αφηρημένο της διακρίβωσης της βασικής αντίθεσης του σοσιαλισμού (τυπική με ουσιαστική ή πραγματική κοινωνικοποίηση της παραγωγής) στο συγκεκριμένο του τι σημαίνει πραγματικά αυτό για τις κοινωνικές αντιθέσεις, ανταγωνιστικές ή μη, που αναπτύσσονται σε μια κοινωνία σε μετάβαση από τον καπιταλισμό στον σοσιαλισμό, και μάλιστα, εν μέσω αντιπαράθεσης με τον ιμπεριαλισμό. Κατ’ αντιστοιχία του ΚΤΠ, στον οποίο η βασική αντίθεση μεταξύ του κεφαλαίου (ως νεκρής εργασίας) και της ζωντανής εργασίας εκφαίνεται κυρίαρχα ως αντίθεση μεταξύ της τάξης των καπιταλιστών και αυτής των εργατών, όπως και σε μια σειρά άλλων, αλληλεξαρτώμενων, δευτερευουσών αντιθέσεων, η ιστορική, εμπειρική και θεωρητική έρευνα οφείλει να διερευνήσει την πολυπλοκότητα των κοινωνικών αντιθέσεων τόσο στις χώρες του «υπαρκτού» σοσιαλισμού του 20ού αιώνα, όσο και στις σημερινές κοινωνίες της ΛΔ της Κίνας, της Κούβας κ.ο.κ.

Ενδεικτικά, η βασική αντίθεση του σοσιαλισμού δεν μπορεί παρά να παίρνει κυρίως τη μορφή της αντίθεσης μεταξύ του στρώματος της εργατικής τάξης που απασχολείται σε δημιουργική ή/και επιτελική εργασία και αυτού που απασχολείται σε εκτελεστική, επαναλαμβανόμενου τύπου εργασία (π.χ. βλ. για μια σχετική άποψη το άρθρο του Δ. Καλτσώνη, περ. Μαρξιστική Σκέψη, τ. 24, 2017, σελ. 205-219). Η αντίθεση αυτή ξεπερνά την κλασσική διατύπωση περί αντίθεσης «χειρωνακτικής» και «πνευματικής» εργασίας. Από τη στιγμή που κατακτά την εξουσία η εργατική τάξη, υπό την πολιτική ηγεμονία ενός κομμουνιστικού κόμματος και των συμμάχων του, και στη συνέχεια ανατρέπεται το αστικό κράτος και εγκαθίσταται η νέα εξουσία, στη δημιουργική και επιτελική εργασία πρέπει να συμπεριλάβουμε και τα μέλη και στελέχη του κομμουνιστικού κόμματος και της κρατικής εξουσίας, όπως και όλους εκείνους τους εργαζομένους με διευθυντικό ρόλο στην παραγωγή.

Από τη μια, τα δύο αυτά στρώματα της εργασίας έχουν κοινό συμφέρον από τη διατήρηση της σοσιαλιστικής εξουσίας (και της εθνικής ανεξαρτησίας από τον ιμπεριαλισμό), όπως και από την άνοδο της παραγωγικότητας της εργασίας με όριο την ολική εξάλειψη της επαναλαμβανόμενης, εκτελεστικής και κοπιώδους εργασίας και τη διαλεκτική άρση της αντίθεσης αυτής. Από την άλλη, ο τρόπος που θα ορισθούν και θα διανεμηθούν τα κίνητρα, τα οφέλη και τα βάρη αυτής της ιστορικής πορείας, ειδικά όσο απομακρυνόμαστε από την ιστορική στιγμή του επαναστατικού άλματος, η οποία συνήθως φέρει και έναν ενθουσιασμό και μια θεμιτή επαναστατική βουλησιαρχία, αποτελεί σημείο τριβής, έως και κοινωνικών συγκρούσεων. Σε έναν περιβάλλον σχετικής έλλειψης ακόμη των καταναλωτικών αγαθών, είναι φυσιολογικό να αναπτύσσεται επομένως ένας ανταγωνισμός μεταξύ των στρωμάτων αυτών της εργασίας.

Μάλιστα, σε περιβάλλον ανταγωνισμού ή και περικύκλωσης από τον ιμπεριαλισμό, ή και απλά επιβίωσης ή και κυριαρχίας τόσο των εμπορευματο-χρηματικών σχέσεων («ΕΧΣ» στο εξής), όσο και της διεθνούς αγοράς ως καπιταλιστικής, η αντίθεση αυτή δεν μπορεί παρά να αλληλοεπιδρά με την αντίθεση μεταξύ καπιταλισμού – σοσιαλισμού, εν τέλει μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας. Οι αντιθέσεις αυτές οξύνονται ακόμη περισσότερο στην περίπτωση που αναπτύσσεται και ο ΚΤΠ εντός μια σοσιαλιστικής χώρας, έστω και ως μια συνειδητή επιλογή του κομμουνιστικού κόμματος σε μια πολιτική τύπου «ΝΕΠ». Η αλληλεπίδραση αυτή είναι που εμπεριέχει τη δυνατότητα της αντεπανάστασης ως μια λύση και της εσωτερικής αντίθεσης του σοσιαλισμού με την αναδημιουργία της αστικής τάξης μέσα από τις γραμμές του προνομιούχου στρώματος της εργασίας, πόσο μάλλον αν η αστική τάξη είναι ήδη παρούσα, όπως σήμερα στην Κίνα.

Στον βαθμό που συμβαίνουν αυτά, συνεπάγονται τα εξής:

  • Πρώτον, το ζήτημα της δημοκρατίας στο κομμουνιστικό κόμμα, στα όργανα του κράτους και στη διεύθυνση της παραγωγής, αλλά και εντός άλλων θεσμών της κοινωνίας που σχετίζονται με την αναπαραγωγή, την κατανάλωση κ.ο.κ., δεν είναι καθόλου δευτερεύον ως ζήτημα του «εποικοδομήματος», όπως αφήνεται ίσως να εννοηθεί στην πρώτη παράγραφο της σελ. 12 των θέσεων. Στην ουσία, αφορά τον σχεδιασμό ή την οργάνωση των παραγωγικών σχέσεων στην κοινωνία σε αντιστοιχία με την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων μεν, σε ένα περιβάλλον ποικίλων και πολύπλοκων κοινωνικών αντιθέσεων δε, προϊόν των οποίων αποτελεί η εκάστοτε ιστορική πορεία σε τελική ανάλυση. Αποτελεί, επιπλέον, μέσο άμυνας, υπεράσπισης, επαναστατικής εγρήγορσης της σοσιαλιστικής εξουσίας έναντι των αντεπαναστατικών τάσεων, όπως π.χ. φαίνεται στο ιστορικό παράδειγμα της Κούβας.
  • Δεύτερον, η ανάπτυξη του ιστορικού υποκειμένου της σοσιαλιστικής οικοδόμησης είναι λιγότερο ζήτημα της θεωρίας και περισσότερο της πολιτικής πράξης. Το υποκείμενο αυτό δεν είναι ενιαίο, σπαράσσεται από εσωτερικές αντιθέσεις ή και συγκρούσεις, βάλλεται από τις δυνάμεις του ιμπεριαλισμού κ.ο.κ. Η ιστορική δυνατότητά του για θεωρητική ανάλυση, διακρίβωση και πρόγνωση θα είναι πάντοτε ατελής, περιορισμένη από αντικειμενικούς και υποκειμενικούς παράγοντες. Όσο και να αναβαθμίζεται ο υποκειμενικός παράγοντας κατά την εξέλιξη της επανάστασης, την ωρίμανσή της και το προχώρημα σε επόμενα, πιο ώριμα στάδιά της, θα περάσει και από εποχές και συγκυρίες που θα πρέπει το κομμουνιστικό κόμμα να καταφεύγει σε κάποιο βαθμό και στη μέθοδο της «δοκιμής και του λάθους»! Χαρακτηριστικά, και στην ΕΣΣΔ υπήρχαν θεωρητικοί (όπως ο Ιλιένκοφ ή ο Βαζιούλιν), ή και επιστήμονες, όπως αυτοί που επιχείρησαν να προωθήσουν τον μερικώς αυτοματοποιημένο σχεδιασμό και έλεγχο της παραγωγής («κυβερνητική»), αλλά προσέκρουσαν σε ήδη διαμορφωμένα από το – δραματικά δύσκολο – ιστορικό παρελθόν επιμέρους συμφέροντα της «γραφειοκρατίας» / «νομενκλατούρας» της σοβιετικής εξουσίας και του κομμουνιστικού κόμματος (π.χ. βλ. σχετικά το βιβλίο Peters, B., (2017). How Not to Network a Nation. The Uneasy History of the Soviet Internet., MIT Press).

Με άλλα λόγια, η δυνατότητα του υποκειμένου της σοσιαλιστικής οικοδόμησης να αντιλαμβάνεται θεωρητικά τον εαυτό του και την ιστορική του πορεία αλληλοεπιδρά διαλεκτικά με την πραγματική του ιστορική ανάπτυξη, ή με μια φράση η «θεωρία συνδέεται διαλεκτικά με την πράξη», ενώ σημαντική πλευρά της πράξης αυτής είναι το πως οργανώνεται το υποκείμενο αυτό δημοκρατικά, ώστε να υπερβεί τις εσωτερικές του αντιθέσεις, ωθώντας την επανάσταση προς το μέλλον!

2.    Για τον σύγχρονο καπιταλισμό – ιμπεριαλισμό

Η θεωρητική αναπαράσταση του σύγχρονου σταδίου του καπιταλισμού οφείλει να γίνει στη βάση της δημιουργικής ανάπτυξης της μαρξιστικής πολιτικής οικονομίας σε δύο τουλάχιστον πεδία: (α) καταρχήν στην ολοκλήρωση της ιστορικής εξέτασης (δηλ. της περιοδολόγησης στη βάση των ιστορικών νομοτελειών) του ΚΤΠ, η οποία στο Κεφάλαιο του Μαρξ είναι υποανεπτυγμένη και υπόρρητη σε σχέση με τη λογική εξέταση, και (β) στην περαιτέρω ανάπτυξη και της λογικής εξέτασης προκειμένου να μπορέσει να ενσωματώσει θεωρητικά τα κοινωνικά φαινόμενα (π.χ. πρακτικές καπιταλιστικής εκμετάλλευσης και καταπίεσης), τα οποία, ακόμη και αν παρατηρούνταν και σε προηγούμενα στάδια του ΚΤΠ, αποκτούν χαρακτήρα κυρίαρχης τάσης, ή και πραγματικότητας, στο σύγχρονο στάδιο.

Αν και είναι ευρεία, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, η συμφωνία με τις θέσεις ως προς τις περισσότερες πλευρές της περιγραφής του σύγχρονου σταδίου του ιμπεριαλισμού, ωστόσο υπάρχουν και τα παρακάτω σημεία κριτικής:

  • Δεδομένου ότι μιλάμε, πλέον, για ένα στάδιο της ωριμότητας ή και παρακμής/γήρατος του ΚΤΠ, θα πρέπει να έρθουν στο προσκήνιο κυρίως οι πιο εσωτερικές νομοτέλειες της ανάπτυξής του, αυτές που σχετίζονται καταρχήν με την εντατική του ανάπτυξη και το όριό της. Αυτό πρέπει να αντικατοπτρίζεται και στον συντομότερο ορισμό της έννοιας του σταδίου αυτού. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με τη λενινιστική παράδοση σύμφωνα με την οποία δόθηκαν οι ορισμοί «μονοπωλιακός» (που αφορά το εσωτερικό όριο της εκτακτικής ανάπτυξης) ή «ιμπεριαλιστικός» (οπότε και η έμφαση δίνεται στην εξωτερική εκτατική του ανάπτυξη και μάλιστα στο επίπεδο των διεθνών/διακρατικών σχέσεων). Αντιλαμβάνομαι ότι μπορεί οι θέσεις να επιλέγουν έναν ορισμό, στην 2η παράγραφο της σελ. 21[1], που να επιδιώκει να μείνει εντός της λενινιστικής παράδοσης ή που να συνδυάζει διαφορετικές πλευρές. Αυτό είναι θεμιτό, και στο παρελθόν έχω επιλέξει κι εγώ έναν τέτοιον ορισμό για τον σύγχρονο καπιταλισμό («κρατικομονοπωλιακό στάδιο στην ύστερή του φάση, της ιμπεριαλιστικής διεθνοποίησης της παραγωγής»), δίνοντας, όμως, σε αντίθεση με τις θέσεις, μεγαλύτερη έμφαση στη σφαίρα της παραγωγής, από ότι σε αυτήν της διανομής στη διεθνή αγορά. Επιπλέον, προτιμώ την χρήση ορολογίας στη βάση της «διεθνοποίησης» και όχι της «παγκοσμιοποίησης», δίνοντας την έμφαση στην ανάπτυξη των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων παραγωγής με τρόπο που να εσωτερικοποιούν τις διεθνείς κοινωνικές σχέσεις, ως παραγωγικές σχέσεις με τη στενή έννοια, και όχι ως σχέσεις μόνο ή κυρίως διανομής, παρά στην παγκόσμια κλίμακα της διαδικασίας αυτής.
  • Πέραν, όμως, των περιορισμών τέτοιων σύντομων ορισμών, μεγαλύτερη αξία έχει η σκιαγράφηση του σύγχρονου σταδίου στη βάση της διάταξης των κατηγοριών του Κεφαλαίου του Μαρξ και της προσπάθειας ολοκλήρωσης και της ιστορικής εξέτασης του ΚΤΠ. Παρακάτω κάνω μια σύντομη και ενδεικτική προσπάθεια για κάτι τέτοιο:
    • Καταρχήν, εφόσον επικεντρώνουμε σε συγκεκριμένο στάδιο της ιστορίας του ΚΤΠ, πρέπει να ξεκινήσουμε τοποθετώντας το ιστορικά, ως το στάδιο της υπερωρίμανσης του ΚΤΠ, το μεταβατικό προς τη σοσιαλιστική κοινωνία. Με αυτήν την έννοια, πρέπει και να διακρίνουμε μεταξύ της έννοιας του σταδίου που αντιστοιχεί σε μια πιο γενική και αφηρημένη περιοδολόγηση μέσω των σταδίων των (α) ιστορικών προϋποθέσεων, της (β) πρωταρχικής εμφάνισης, της (γ) διαμόρφωσης, της (δ) ωριμότητας, και εν τέλει της (ε) υπερωρίμανσης ή παρακμής, και επιμέρους φάσεων, ή υποσταδίων, που έχουν έναν πιο συγκυριακό χαρακτήρα, π.χ. εξαρτώνται από τις μεγάλες κρίσεις και τους (παγκόσμιους) πολέμους, τις τεχνολογικές ιστορικές τομές, τις σοσιαλιστικές επαναστάσεις και ανεπαναστάσεις κ.ο.κ. Με αυτήν την έννοια, θεωρώ ότι το στάδιο αυτό ξεκίνησε ήδη από την αρχή του 20ού αιώνα, όταν και γράφτηκε το σχετικό έργο του Λένιν, ενώ σήμερα ζούμε τις ύστερες φάσεις του, μετά από την καπιταλιστική κρίση της δεκαετίας του ’70, και πλέον την πιο πρόσφατη του 2007.
    • Στη συνέχεια, οφείλουμε να διακριβώσουμε την κυρίαρχη δυναμική της ιστορικής νομοτέλειας του ΚΤΠ η οποία οδηγεί σε αυτό το στάδιο και δεν είναι άλλη από την αύξουσα άμεση (δηλ. τη μη διαμεσολαβημένη από εμπράγματες σχέσεις, συγκεκριμένα, την εμπορευματική ανταλλαγή) κοινωνικοποίηση της παραγωγής, ως προς και τις τρεις συνιστώσες της: (α) αύξουσα αυτοματοποίηση, σταδιακή αποβολή της εκτελεστικής και επαναλαμβανόμενης εργασίας από την παραγωγή, σχετική αύξηση της δημιουργικής και επιτελικής εργασίας, αύξηση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου και συνεπαγόμενη πτώση του γενικού ποσοστού κέρδους, ως προς την εντατική ανάπτυξη· (β) αύξηση του μεγέθους και της διακλαδικής σύνδεσης των μονοπωλίων, εντός των οποίων, στον έναν ή στον άλλο βαθμό, η παραγωγή οργανώνεται συνειδητά και σχεδιοτελώς, αντί να διαμεσολαβείται από τις εμπορευματικές ανταλλαγές, ως προς την εσωτερική εκτακτική ανάπτυξη· και (γ) φυσικά η επικράτηση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής στο μεγαλύτερο μέρος του κόσμου και η διεθνοποίηση της καπιταλιστικής παραγωγής, όσον αφορά την εξωτερική εκτατική ανάπτυξη.
    • Κατόπιν, διαπιστώνουμε ότι η τέτοια κοινωνικοποίηση της παραγωγής αναγκάζει το κεφάλαιο να προσπαθήσει να υπάγει όχι μόνο τη σφαίρα των κατεξοχήν παραγωγικών σχέσεων, αλλά, πλέον, και το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων, στην ευρύτερη σφαίρα της κοινωνικής αναπαραγωγής, συμπεριλαμβανομένης της κατανάλωσης, των οικογενειακών, αναπαραγωγικών σχέσεων κ.ο.κ. Αυτό εν μέρει το κάνει μέσω του κράτους και άλλων θεσμών (μη κυβερνητικές οργανώσεις, εκκλησία κ.ο.κ.), αλλά, πλέον, κυρίαρχη τάση είναι η υπαγωγή αυτή να επιδιώκεται με τον κατεξοχήν ιδιάζον για το κεφάλαιο τρόπο: μέσω της μορφής του εμπορεύματος, δηλ. της εμπορευματοποίησης. Συνολικά, διαπιστώνεται η μεγάλη σχετική αύξηση του μη παραγωγικού τομέα των ανεπτυγμένων καπιταλιστικών οικονομιών (κρατική διοίκηση, στρατός και άλλα σώματα ασφαλείας, χρηματοπιστωτικός τομέας, εμπόριο, κτηματομεσιτικά, διαφήμιση, μάρκετινγκ, κάθε είδους «συμβουλευτικές υπηρεσίες» κ.ο.κ.), ο οποίος δραστηριοποιείται όχι στην παραγωγή αντικειμένων προς κατανάλωση ή μέσων παραγωγής, αλλά στην (ανα)παραγωγή του σύγχρονου υποκειμένου της εργασίας, και εν τέλει και της παραγωγής, ως υποταγμένου στο κεφάλαιο.
    • Το υποκείμενο αυτό της εργασίας παύει να αναπαράγεται – με σχετικά αυθόρμητο τρόπο – ως ενιαίο με τρόπο που η εργασία του να μπορεί να αναχθεί σε αφηρημένη εργασία μέσω κοινωνικών (ελεύθερος ανταγωνισμός και ελεύθερη κυκλοφορία της εργασιακής δύναμης) και τεχνολογικών (φορντισμός, ταιυλορισμός, ενσωμάτωση στις μηχανές των δεξιοτήτων των εργατών κ.ο.κ.) κοινωνικών πρακτικών. Αντίθετα, ως αποτέλεσμα της αναγκαιότητας της σύγχρονης καπιταλιστικής παραγωγής και της ως άνω δραστηριότητας του κεφαλαίου, πολώνεται μεταξύ από τη μια ενός υποκειμένου της δημιουργικής και επιτελικής εργασίας, το οποίο αναλαμβάνει, αν και μισθωτό, τον ρόλο του υποκειμένου της παραγωγής με όρους υποταγής στην αναπαραγωγή του κεφαλαίου, και, από την άλλη, ενός υποκειμένου της εκτελεστικής, επαναλαμβανόμενης εργασίας, το οποίο και είναι αυτό που παράγει κυρίως (υπερ)αξία. Το πρώτο υποκείμενο αποτελεί εν δυνάμει υποκείμενο της καθολικής, άμεσα κοινωνικής εργασίας, ενώ το δεύτερο είναι υποκείμενο της αφηρημένης εργασίας. Επομένως, και η εργασιακή δύναμη παύει να αποτελεί ένα ενιαίο εμπόρευμα με ενιαία αξία, ενιαία κοινωνική ισχύ και ενιαίο τρόπο αναγωγής της σύνθετης σε απλή εργασία.
    • Αυτό, όμως, συνεπάγεται ριζικές αλλαγές στην έννοια του καπιταλιστικού εμπορεύματος, το οποίο παύει να αποτελεί ενότητα αξίας και αξίας χρήσης. Αποχτούν όλο και μεγαλύτερη σημασία για την αναπαραγωγή του κεφαλαίου (α) «ψευδο- / οιονεί – εμπορεύματα», τα οποία δεν έχουν αξία χρήσης (δεν είναι ούτε μέσα παραγωγής, ούτε μέσα κατανάλωσης, παρά μυστικοποιούν άμεσες κοινωνικές σχέσεις, π.χ. χειραγώγησης, όπως συμβαίνει με τη διαφήμιση), ή (β) «πλασματικά εμπορεύματα», των οποίων η τιμή βρίσκεται σε συστηματική αναντιστοιχία με την πραγματική τους αξία, η οποία μπορεί να είναι και μηδενική (όπως συμβαίνει άλλωστε και με την αξία της γης και των φυσικών πόρων που δεν αποτελούν προϊόντα της ανθρώπινης εργασίας), κάτι που συνεπάγεται κυριαρχία των συστηματικά (πέραν των διακυμάνσεων της προσφοράς και της ζήτησης) άνισων εμπορευματικών ανταλλαγών, όπως συμβαίνει κατά κόρον με τα εμπορεύματα που παράγονται μονοπωλιακά, ή που η τιμή τους διογκώνεται τεχνητά μέσω της διαφήμισης, δηλ. της χειραγώγησης του καταναλωτή και επομένως της ζήτησης κ.ο.κ., (γ) ο συνδυασμός των δύο αυτών τύπων εμπορευμάτων, δηλ. ψευδο- / οιονεί- εμπορεύματα των οποίων η τιμή αποκλίνει συστηματικά από την τιμή παραγωγής τους.

Τα φαινόμενα αυτά αφορούν και το εμπόρευμα «εργασιακή δύναμη», με μέρος της να υπερτιμάται, και ένα άλλο μέρος της να υποτιμάται συστηματικά, ενώ αντικατοπτρίζονται, εν τέλει, στη χρηματική μορφή του εμπορεύματος, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα την πλασματική «αξία» του αμερικάνικου δολαρίου.

Με άλλα λόγια, τα πλασματικά ή/και ψευδο- / οιωνεί- εμπορεύματα υποκρύπτουν άμεσες κοινωνικές σχέσεις, τις οποίες μυστικοποιούν, ενώ αποτελούν προϊόντα της μη παραγωγικής δραστηριότητας του κεφαλαίου που αποσκοπεί στην υπαγωγή του συνόλου των κοινωνικών σχέσεων.

  • Σε αυτό το σημείο περνάμε στη διαδικασία της παραγωγής του κεφαλαίου όπου κυρίαρχη τάση, αν όχι και πραγματικότητα, αποτελεί η αύξηση της υπεραξίας μέσω της υπερεκμετάλλευσης της εργασίας (π.χ. βλ. εδώ, εδώ κι εδώ), ως αντιστάθμιση της κρίσης της παραγωγής σχετικής υπεραξίας λόγω της ανόδου της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου. Στο επίπεδο αφαίρεσης μιας ενιαίας κοινωνίας, αυτό σημαίνει συστηματική αμοιβή της εργασιακής δύναμης κάτω από την αξία της, οπότε και μη πλήρη αναπαραγωγή της ως εμπόρευμα, στη βάση του εκάστοτε «ηθικού και ιστορικού» στοιχείου της, έως και αδυναμία φυσικής αναπαραγωγής της στις πιο ακραίες περιπτώσεις. Στον ιστορικό χρόνο αυτό εκφράζεται ως σταδιακά αυξανόμενη απόκλιση της αύξησης της παραγωγικότητας και της αύξησης των πραγματικών μισθών, δηλ. της αγοραστικής δύναμης, ενώ στον γεωγραφικό χώρο και στη διεθνή αγορά, ως αντικατάσταση ακριβότερης από φτηνότερη εργασιακή δύναμη, χωρίς αντίστοιχη ζημία ως προς την παραγωγικότητα της εργασίας, δηλ. ως μια διαφορά ανά τον κόσμο στη σχέση μεταξύ των μισθών και της παραγωγικότητας της εργασίας.
  • Περνώντας στη διαδικασία της κυκλοφορίας του κεφαλαίου, χρειάζεται να τονιστεί η αύξουσα σημασία των μη παραγωγικών δραστηριοτήτων, οι οποίες δεν παράγουν, αλλά καταναλώνουν (υπερ)αξία. Πρόκειται για έναν επιπλέον τομέα της καπιταλιστικής αναπαραγωγής (πέραν του Τομέα Ι παραγωγής μέσων παραγωγής και του Τομέα ΙΙ παραγωγής μέσων κατανάλωσης), ο οποίος πρέπει να περιγραφεί συγκεκριμένα και ως προς τις διασυνδέσεις του με τους άλλους δύο τομείς.
  • Σε αυτό το σημείο, μπορούμε πλέον να περιγράψουμε και τη διαδικασία διανομής της υπεραξίας, με κεντρική έννοια αυτή του μονοπωλίου, εκείνου του κεφαλαίου, δηλαδή, που λόγω της αυξημένης κοινωνικής του ισχύος, αναπαραγόμενη μέσα από το κύκλωμα των μη παραγωγικών δραστηριοτήτων, καταφέρνει να πωλεί τα εμπορεύματά του μονοπωλιακά, δηλ. σε τιμές πάνω από αυτές που ορίζει ο νόμος της αξίας, με αποτέλεσμα τη συστηματική απόσπαση υπερκερδών, δηλ. κερδών άνω του γενικού ή μέσου ποσοστού κέρδους. Επομένως, ο σύγχρονος καπιταλισμός σαφώς και συνεχίζει να είναι μονοπωλιακός.

Από αυτό το σημείο και μετά μπορεί η θεωρητική αναπαράσταση του σύγχρονου καπιταλισμού να περάσει στους μετασχηματισμούς στο κράτος, και στη συνέχεια στη διεθνή αγορά, κάτι για το οποίο έτσι κι αλλιώς απαιτείται ανάπτυξη του μ-λ, καθώς ούτε οι Μαρξ και Ένγκελς, ούτε ο Λένιν, μας άφησαν μια ολοκληρωμένη θεωρία.

Παρατηρεί ο αναγνώστης ότι παρόλο που η ως άνω περιγραφή έχει πάρα πολλά κοινά σημεία με την περιγραφή των θέσεων, δομείται διαφορετικά, και αυτό έχει τη σημασία του, στον βαθμό που η διάταξη των κατηγοριών πρέπει να ακολουθεί το πραγματικό υπό μελέτη αντικείμενο.

  • Σε αυτό το σημείο πρέπει να παρατηρήσουμε, ως προς τον όρο «διεθνικοί πολυεθνικοί πολυκλαδικοί μονοπωλιακοί όμιλοι» που χρησιμοποιούν οι θέσεις, ότι αφορά ένα επίπεδο αφαίρεσης πιο κοντά στο συγκεκριμένο, και εκτός του περιεχομένου του Κεφαλαίου του Μαρξ. Τα κεφάλαια μπορούν να είναι πολυκλαδικά ή διεθνή μόνο όταν η θεωρητική ανασύσταση ασχοληθεί με την ιδιοκτησία τους, η οποία συσχετίζει την παραγωγή διαφορετικών κλάδων, και αφού εισαχθεί στη θεωρητική μελέτη το κράτος και στη συνέχεια η διεθνής αγορά.

3.    Για τη σύγχρονη κυρίαρχη αντίθεση

Στις παραγράφους στο τέλος της σελ. 35 και στην αρχή της σελ. 36 των θέσεων, καθορίζεται η κυρίαρχη αντίθεση κυρίως στο επίπεδο των διεθνών, διακρατικών σχέσεων, είτε ως «αντίφαση[ς] μεταξύ δυνάμεων του ιμπεριαλισμού και του αντιιμπεριαλισμού», είτε με την πρόταση ότι «Σήμερα, η ταξική πάλη παίρνει τη μορφή του ανταγωνισμού μεταξύ παγκόσμιου κεφαλαιοκρατικού συστήματος συνολικά (ιμπεριαλιστικού κέντρου και περιφέρειας) και παγκόσμιου συστήματος του πρώιμου σοσιαλισμού».

Αναμφίβολα, η βασική αντίθεση κεφάλαιο – εργασία εκφαίνεται αντίστοιχα στο επίπεδο των διεθνών και διακρατικών σχέσεων. Ωστόσο, η κυρίαρχη αντίθεση πρέπει πρώτα απ’ όλα να καθορισθεί ως η κυρίαρχη συνιστώσα των κοινωνικών παραγωγικών σχέσεων, σε αφαίρεση από το κράτος και τη διεθνή αγορά. Από αυτήν την άποψη, η κυρίαρχη αντίθεση ορίζεται ως μονοπώλια/ιμπεριαλισμός – (εργαζόμενος) λαός, στα ακρότατα της οποίας βρίσκονται από τη μια το ιμπεριαλιστικό μονοπωλιακό κεφάλαιο και, από την άλλη, η υπερεκμεταλλευόμενη, παραγωγική εργασία, με όλα τα υπόλοιπα κοινωνικά στρώματα, μη μονοπωλιακή αστική τάξη, παλιά και νέα μικροαστική τάξη, εργατική αριστοκρατία, επιτελική και δημιουργική εργασία κ.ο.κ. να καταλαμβάνουν ενδιάμεση θέση, πολωμένα είτε προς το ένα, είτε προς το άλλο άκρο της αντίθεσης, στη βάση και των επιμέρους δευτερευουσών αντιθέσεων μεταξύ τους.

Στη συνέχεια, κάνοντας επιπλέον βήματα προς το συγκεκριμένο της διεθνούς πραγματικότητας, έρχονται στο προσκήνιο οι διεθνείς κοινωνικές αντιθέσεις, δηλ. οι σχέσεις εκμετάλλευσης και καταπίεσης μεταξύ κοινωνικών τάξεων και επιμέρους στρωμάτων με εθνικό προσδιορισμό. Ο εθνικός αυτός προσδιορισμός σχετίζεται με το γεγονός ότι οι όροι αναπαραγωγής (π.χ. τεχνολογικοί, θεσμικοί, ανάπτυξης του υποκειμένου της εργασίας και της παραγωγής, εκμετάλλευσης της φύσης), τόσο – και κυρίως – της εργασιακής δύναμης, όσο και του κεφαλαίου – εξαιρώντας, ίσως, και εν μέρει μόνο, το ιμπεριαλιστικό μονοπωλιακό κεφάλαιο – καθορίζονται κυρίως σε εθνική βάση, ενώ, σε δεύτερο βαθμό, εξαρτώνται από τη θέση κάθε χώρας στον διεθνή καταμερισμό εργασίας. Δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά καθώς ο ΚΤΠ αδυνατεί να ενοποιήσει πραγματικά την ανθρωπότητα. Έτσι, για παράδειγμα, το μονοπωλιακό κεφάλαιο συγκεντρώνεται κυρίως στις ιμπεριαλιστικές χώρες, όπως και η δημιουργική, επιτελική – και η μη παραγωγική – εργασία, ενώ η υπερεκμεταλλευόμενη – και παραγωγική – εργασία συγκεντρώνεται στις εξαρτημένες χώρες. Με τη διεθνοποίηση της παραγωγής, οι «εθνικές» αυτές τάξεις, έρχονται σε άμεσες ή έμμεσες, ανταγωνιστικές, παραγωγικές σχέσεις, οι οποίες διαμεσολαβούνται εν μέρει από τα κράτη, δηλ. σε τελική ανάλυση, από τις εσωτερικές ταξικές, κοινωνικές σχέσεις.

Η κυρίαρχη αντίθεση, επομένως, δρα όχι μόνο διά των κρατών, στη διεθνή σφαίρα, αλλά και εντός του κάθε κράτους, και αυτό ισχύει τόσο για καπιταλιστικά κράτη, όσο και για τα σοσιαλιστικά, πόσο μάλλον αν αναπτύσσονται στο εσωτερικό τους και οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής. Ο εντοπισμός της κυρίαρχης αντίθεσης στο επίπεδο των διεθνών και διακρατικών σχέσεων οδηγεί σε υποτίμηση των εσωτερικών ταξικών αντιθέσεων, και δημιουργεί την εντύπωση ότι η ταξική πάλη παίρνει κυρίως τη μορφή του πολέμου μεταξύ των κρατών και όχι της πάλης της εργατικής τάξης και των άλλων λαϊκών στρωμάτων εναντίον της αστικής τάξης, καταρχήν εντός της κάθε χώρας, με απώτερο σκοπό την κατάκτηση της εξουσίας.

Σε συνέχεια των παραπάνω, παρατηρώ και μια υποτίμηση των αντιθέσεων εντός του στρατοπέδου των ιμπεριαλιστικών κρατών (βλ. σελ. 56 των θέσεων), δηλ. και στο ίδιο το επίπεδο των διεθνών/διακρατικών σχέσεων. Αν και συμφωνώ με την εκτίμηση ότι η κυρίαρχη αντίθεση στο σύστημα των διακρατικών σχέσεων είναι αυτή μεταξύ των ιμπεριαλιστικών χωρών και των χωρών που τις αντιτίθενται, κυρίως των σοσιαλιστικών και δευτερευόντως αυτών που παλεύουν για την εθνική τους ανεξαρτησία υπό αστική ηγεμονία, πιστεύω ότι απολυτοποιείται η κυριαρχία αυτή και υποτιμάται η μελλοντική δυνατότητα και πιθανότητα να αυξηθεί σχετικά η σημασία των ενδοϊμπεριαλιστικών (δηλ. των εντός του ιμπεριαλιστικού στρατοπέδου) ή διαϊμπεριαλιστικών (αυτών μεταξύ των ιμπεριαλιστικών κρατών) αντιθέσεων. Στον βαθμό που θα προχωρήσει η ήττα, κρίση και παρακμή τους, θα αναδυθούν αντιθέσεις μεταξύ τους, οι οποίες δεν αποκλείεται να οδηγήσουν στη διάσπαση της σημερινής τους ενότητας υπό την ηγεμονία των ΗΠΑ. Ακόμη και φαινόμενα και γεγονότα όπως η ανατίναξη των αγωγών Nord Stream, που αναφέρονται από τις θέσεις ως ένδειξη της ηγεμονίας των ΗΠΑ, μπορούν να ιδωθούν, από την άλλη πλευρά, ως επιθετικές, στρατιωτικές ενέργειες, οι οποίες καθίστανται αναγκαίες ακριβώς διότι αυτή η ηγεμονία έχει όρια. Αναλόγως υποτιμάται μάλλον και ο κίνδυνος επικράτησης του φασισμού και στις ίδιες τις ιμπεριαλιστικές χώρες (προτελευταία παράγραφος στη σελ. 53 των θέσεων). Σε κάθε περίπτωση, η ανάδυση αστικών κομμάτων στη διακυβέρνηση όπως το AfD στη Γερμανία, οι εσωτερικές ταξικές αντιθέσεις, όπως και αυτές μεταξύ επιμέρους στρωμάτων και μερίδων του κεφαλαίου, που αναμένονται να οξυνθούν, αναδεικνύουν ιστορικές δυνατότητες διάσπασης του ιμπεριαλιστικού στρατοπέδου. Θα φανεί αν αυτό μπορεί να φτάσει στο σημείο διάσπασης που παρατηρήθηκε στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν και η ΕΣΣΔ συμμάχησε στρατιωτικά με τις ισχυρότερες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις της εποχής της (ΗΠΑ, Μ. Βρετανία και Γαλλία) ενάντια στον φασιστικό και ναζιστικό ιμπεριαλιστικό άξονα.

Η παγκόσμια οπτική είναι αναγκαία για τον καθορισμό της στρατηγικής των κομμουνιστών. Ωστόσο, οι θέσεις δίνουν την εντύπωση ότι σκιαγραφούν ένα παγκόσμιο υποκείμενο, αυτό του παγκοσμιοποιημένου ιμπεριαλιστικού κεφαλαίου ή/και των ιμπεριαλιστικών κρατών, με σχεδόν απόλυτη ενότητα και αυτοσυνειδητότητα, το οποίο καθοδηγεί συνειδητά και σκόπιμα την ενιαία δράση του εναντίον των λαών και των κρατών του «αντιιμπεριαλισμού» και σοσιαλισμού (π.χ. βλ. την παράγραφο περί παγκοσμιοποίησης του «ασθενούς κρίκου» στη σελ. 91, η οποία στην ουσία καταργεί την έννοια του ασθενούς κρίκου, στον βαθμό που αυτός γενικεύεται παγκόσμια!). Νομίζω ότι η πραγματικότητα είναι πολύ πιο περίπλοκη και αντιφατική.

Σε αντιστοιχία με την κυρίαρχη αντίθεση, οι θέσεις στη σελ. 37 καθορίζουν τις τρεις «κινητήριες δυνάμεις της επαναστατικής διαδικασίας της εποχής», συμπεριλαμβάνοντας σε αυτές τις «δυνάμεις του πρώιμου σοσιαλισμού», δηλ. των σοσιαλιστικών κρατών, τις «δυνάμεις του αντιιμπεριαλισμού», δηλ. των κρατών που παλεύουν για την εθνική τους ανεξαρτησία από τις ιμπεριαλιστικές χώρες, και του «εργατικού κομμουνιστικού κινήματος στο παγκόσμιο κεφαλαιοκρατικό σύστημα». Δηλ. συμπεριλαμβάνονται διαφορετικά επίπεδα κοινωνικής οργάνωσης (τάξεις, κοινωνικά κινήματα, πολιτικά κόμματα, κράτη, και μάλιστα κράτη διαφορετικής ταξικής φύσης), τα οποία, κατά τα άλλα, έχουν τις δικές τους εσωτερικές αντιθέσεις, σε μια σύνθεση που «κρύβει» ή υποτιμά τις αντιθέσεις αυτές. Ιδιαίτερη αναφορά πρέπει να γίνει για την «κινητήρια δύναμη» του αντιιμπεριαλισμού, στον βαθμό που με αυτό εννοείται τόσο η πάλη των λαών ενάντια στην ιμπεριαλιστική εκμετάλλευση και καταπίεση, όσο και η πάλη ορισμένων αστικών τάξεων για εθνική ανεξαρτησία από τον ιμπεριαλισμό. Πρόκειται για διαφορετικού τύπου «αντιιμπεριαλιστικό αγώνα» και η διάκριση πρέπει να γίνεται ρητά. Οι εθνικές αυτές αστικές τάξεις αγωνίζονται προκειμένου να μειώσουν την ιμπεριαλιστική πρόσοδο που αποδίδουν στις ιμπεριαλιστικές χώρες, δηλ. για να εκμεταλλεύονται οι ίδιες τόσο την εγχώρια εργατική τάξη όσο και τον φυσικό πλούτο των χωρών τους (μάλιστα οι περισσότερες τέτοιες αστικές τάξεις εμφανίζονται σε χώρες πλούσιες σε ορυκτό πλούτο και ενεργειακές πηγές). Οι αστικές αυτές τάξεις είναι τόσο «αντιιμπεριαλιστικές» όσο «αντιφασίστες» ήταν οι ηγεσίες των ιμπεριαλιστικών χωρών, π.χ. ο Τσώρτσιλ!, που συμμάχησαν στρατιωτικά με την ΕΣΣΔ ενάντια στον φασιστικό και ναζιστικό άξονα. Αντίθετα, οι λαοί που αγωνίζονται ενάντια στον ιμπεριαλισμό, όπως και τα σοσιαλιστικά κράτη, είναι αντιιμπεριαλιστές με τη στρατηγική έννοια, αυτήν της πάλης για την εξουσία της εργατικής τάξης και των συμμάχων της ενάντια στην εξουσία της αστικής τάξης, πυρήνας της οποίας είναι το ιμπεριαλιστικό, μονοπωλιακό κεφάλαιο.

4. «Γ’ Παγκόσμιος Πόλεμος»;

Όσον αφορά την έκφραση «Γ’ Παγκόσμιος Πόλεμος» ως ήδη συντελεσμένη πραγματικότητα, είναι ίσως υπερβολική και μάλλον ξενίζει τον αναγνώστη που ζει και εργάζεται σε χώρες, οι οποίες δεν έχουν γνωρίσει τον πόλεμο στο έδαφός τους για εδώ και πάνω από δύο γενιές. Το ιμπεριαλιστικό στάδιο του καπιταλισμού (αλλά με άλλους όρους και μορφές και τα προηγούμενα στάδια, π.χ. των αστικοδημοκρατικών επαναστάσεων και εθνικοαπελευθερωτικών αγώνων ενάντια στις φεουδαρχικές αυτοκρατορίες, ή της αποικιοκρατίας) πάντα χαρακτηρίζονταν από εκτεταμένες στον ιστορικό χρόνο και γεωγραφικό χώρο στρατιωτικές συγκρούσεις και τη διαμόρφωση μεγαλύτερων ή μικρότερων διεθνών στρατιωτικών συμμαχιών. Αν δεν επεκταθεί ο πόλεμος και στις ιμπεριαλιστικές χώρες, εάν δεν εμπλακούν αυτές στρατιωτικά πιο συνολικά και με πιο μαζικούς όρους, θα έλεγα ότι η χρήση του όρου αυτού ταιριάζει περισσότερο ως εν δυνάμει πραγματικότητα, π.χ. ως «σπονδυλωτά κλιμακούμενος, εν τη γενέσει του, Γ’ ΠΠ». Αυτό ισχύει και για τη χώρα μας ακόμη περισσότερο βέβαια, καθώς δεν είναι ένδειξη απλά «ψευδούς συνείδησης» όταν εκλείπει η αντίληψη ότι «βρισκόμαστε σε εμπόλεμη κατάσταση». Αυτή η διάκριση έχει τη σημασία της για τον τρόπο που μιλάμε και προσεγγίζουμε τον εργαζόμενο λαό αυτής της χώρας!

5.  Για την Παγκόσμια Αντιιμπεριαλιστική Πλατφόρμα (ΠΑΠ).

Ενώ η ΠΑΠ αναφέρεται ως (το) κύριο πεδίο δράσης της Ε-Ε και ως πρότυπο για τη διεθνού τύπου οργάνωση που μπορεί να αποτελέσει το υποκείμενο του αντιιμπεριαλιστικού αγώνα ή, ίσως, και του αγώνα για τον σοσιαλισμό – κομμουνισμό, οι θέσεις αναφέρονται μόνο συνοπτικά σε αυτήν – εντός μόνο μίας παραγράφου στη σελ. 65. Δεν υπάρχει αναφορά σε σημαντικές λεπτομέρειες για το είδος της οργάνωσης αυτής, τους σκοπούς και προοπτικές της, τις δυνάμεις που συμμετέχουν σε αυτήν, τις σχέσεις της οργάνωσης αυτής με το υπόλοιπο δΚΚ, και ιδιαίτερα τα μεγαλύτερα κομμουνιστικά κόμματα του κόσμου, ειδικά αυτά που έχουν την εξουσία στις χώρες τους, τη δραστηριότητα της Ε-Ε εντός της κ.ο.κ. Αυτό δυσκολεύει και την κατανόηση των σκοπών και της δράσης και της ίδιας της Ε-Ε. Μάλιστα, η μοναδική αυτή αναφορά στην ΠΑΠ γίνεται στα πλαίσια του – ιδιαίτερα μακροσκελούς – κεφαλαίου των θέσεων (κεφ. 8, σελ. 60-83) που επικεντρώνει στην πολεμική στον οπορτουνισμό, και όχι, π.χ. στα τελευταία κεφάλαια που αναφέρονται στον σχεδιασμό της ίδιας της Ε-Ε.

6. Για το ζήτημα των διακρίσεων στη βάση του φύλου και της σεξουαλικότητας

Πέραν της ευρείας συμφωνίας με την κριτική που γίνεται σε αυτήν την παράγραφο, υπάρχουν και ορισμένα σημεία διαφωνίας:

  • Είναι γεγονός ότι το κεφάλαιο προβάλει επιθετικά μια ιδεολογία με χαρακτηριστικά υποκειμενικού ιδεαλισμού, άκρατης βουλησιαρχίας και ατομικισμού, τα οποία βασίζονται σε κοινωνικές πρακτικές καταναλωτισμού και στην επιβολή της εμπορευματικής μορφής σε όλο το εύρος των κοινωνικών σχέσεων. Εκτιμώ ότι αυτή η ιδεολογία κυριαρχεί στις πιο ανεπτυγμένες και ιμπεριαλιστικές χώρες και αποσκοπεί στη χειραγώγηση του υποκειμένου της δημιουργικής και επιτελικής εργασίας, το οποίο αναδεικνύεται στο (μισθωτό) υποκείμενο της σύγχρονης παραγωγής, υποταγμένο στην αναπαραγωγή του κεφαλαίου, όπως και στρωμάτων της νέας μικροαστικής τάξης. Οι θέσεις ορθώς αναδεικνύουν την κρισιμότητα του μετώπου απέναντι στην ιδεολογία αυτή.

Ωστόσο, μοιάζουν να υποτιμάνε ότι παράλληλα με την ιδεολογία αυτή, αναπτύσσεται και η πιο «παραδοσιακή» ιδεολογία του τύπου «πατρίδα – θρησκεία – οικογένεια», της έμφυλης καταπίεσης, των διακρίσεων στη βάση της σεξουαλικότητας κ.ο.κ. Π.χ. στην πολιτική του Δημοκρατικού Κόμματος των ΗΠΑ αντιπαρατίθεται η πολιτική του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, ή έστω μερίδας του, όπως των ακραίων Ευαγγελιστών. Οι τελευταίοι επεκτείνονται δραματικά σε φτωχογειτονιές όλης της Αμερικής, τόσο της Βόρειας, όσο και της Νότιας, Λατινικής Αμερικής, όπως π.χ. στη Βραζιλία, ενώ έφτασαν να χρηματοδοτούν την καμπάνια του ΟΧΙ στο δημοψήφισμα για το οικογενειακό δίκαιο της Κούβας! Τα αποτελέσματα αντικατοπτρίζονται στην πληθώρα πολιτειών των ΗΠΑ ή και χωρών της Ευρώπης που υιοθετούν νομοθεσία για τον περιορισμό των αμβλώσεων. Ακόμη και στη χώρα μας, τα δύο ρεύματα της αστικής ιδεολογίας συνυπάρχουν και δεν είμαι καθόλου σίγουρος για το ποιο είναι πιο πλειοψηφικό. Εκτιμώ ότι το «παραδοσιακό» αυτό ρεύμα σχετίζεται με τη χειραγώγηση του υποκειμένου της εκτελεστικής, επαναλαμβανόμενης, κυρίως χειρωνακτικής, και συχνά υπερεκμεταλλευόμενης εργασίας, όπως και στρωμάτων της παλιάς μικροαστικής τάξης.

Επομένως, ο αγώνας των κομμουνιστών ενάντια στην αστική ιδεολογία είναι διμέτωπος και πρέπει να διεξάγεται από τη σκοπιά της ενότητας της εργατικής τάξης και του λαού με βάση τα κοινά ταξικά τους συμφέροντα, στην προοπτική της συμμετοχής τους στο αντιιμπεριαλιστικό και κομμουνιστικό κίνημα, πέραν και ενάντια στις δευτερεύουσες αντιθέσεις που συμβάλουν στη διάσπασή του. Αυτό επιτυγχάνεται προβάλλοντας ακριβώς το ιδανικό της ελεύθερης και πολύπλευρης ανάπτυξης κάθε προσωπικότητας, όπως σωστά αναφέρουν οι θέσεις, αλλά και με συγκεκριμένα μέτρα, αιτήματα, π.χ. πάλη ενάντια στην εμπορευματοποίηση κ.α. στο σήμερα.

Εκτιμώ, επομένως, ότι οι θέσεις υπερβάλλουν ως προς τη δυνατότητα της αστικής αυτής ιδεολογίας να καταστρέψει την προσωπικότητα, την οικογένεια και κάθε μορφής συλλογικότητα (όπως αναφέρουν στο μέσο της σελ. 60), καθώς καμία ιδεολογία δεν έχει τέτοια ισχύ. Ο όποιος κίνδυνος προέρχεται κυρίως από την πραγματική εμπορευματοποίηση που αγκαλιάζει κάθε πτυχή της κοινωνικής ζωής και λιγότερο από την ιδεολογική της έκφραση. Την ίδια ώρα οι θέσεις αδιαφορούν για την κοινωνική περιθωριοποίηση και καταπίεση εκατομμυρίων ανθρώπων ανά τον κόσμο και στη σημερινή εποχή λόγω του φύλου τους ή της σεξουαλικότητάς τους, με αποτέλεσμα και τη δυσκολία τους να συμμετέχουν στο κομμουνιστικό κίνημα (που θα έπρεπε να είναι η κύρια προτεραιότητα των κομμουνιστών).

  • Θεωρώ ότι πρέπει να αφεθεί μια δυνατότητα χρήσης πρακτικών «παρένθετης μητρότητας», αν και με πολύ αυστηρούς περιορισμούς για να αποφευχθεί οποιαδήποτε δυνατότητα ιδιοτελούς και εμπορευματικής πρακτικής «παρένθετης μήτρας». Οι πρακτικές αυτές οφείλουν να αντιμετωπίζουν την παρένθετη μητέρα ως προσωπικότητα, η οποία θα συμμετέχει με κάποιον τρόπο και σε ορισμένο βαθμό και στην ανατροφή του παιδιού, στα πλαίσια μια γενικότερης διεύρυνσης του θεσμού της οικογένειας πέραν της παραδοσιακής, πυρηνικής, δυαδικής οικογένειας, στην κατεύθυνση ενός πιο κομμουνιστικού νοικοκυριού. Στα ζητήματα αυτά μπορούμε να μελετήσουμε και την εμπειρία της Κούβας με το νέο οικογενειακό της κώδικα.
  • Με αυτήν την έννοια, οι θέσεις εμφανίζουν μια μονόπλευρη αναφορά στους κινδύνους από την αστική ιδεολογία και την εμπορευματοποίηση, χωρίς να αναφέρουν καθόλου τυχόν απελευθερωτικές δυνατότητες που ενυπάρχουν σήμερα στις συντροφικές, οικογενειακές, γενικότερα αναπαραγωγικές σχέσεις. Ο προβληματισμός για τα ζητήματα αυτά, για την αλληλεπίδραση των σχέσεων αυτών με τον «βιολογικό τους πυρήνα», και με δεδομένες τεχνολογικές δυνατότητες όπως η τεχνητή γονιμοποίηση, ή, και άλλες πιο ριζικές που μπορεί να αναπτυχθούν στο μέλλον, οφείλει να γίνει πιο συγκεκριμένος και να τροφοδοτηθεί από τις πραγματικές εμπειρίες ζωής των ανθρώπων της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων (κι εδώ η δημοκρατική συζήτηση σε όλα τα μήκη και πλάτη της κοινωνίας της Κούβας για τον νέο οικογενειακό της κώδικα αποτελεί παράδειγμα, είτε συμφωνεί κανείς, είτε όχι με τη μία ή άλλη διάταξη του κώδικα αυτού).

ΙV. Το κύριο σημείο διαφωνίας: «τι να κάνουμε»;

1. Σε ποιον απευθύνονται οι θέσεις και με τι σκοπό;

Καταρχήν, διαβάζοντας τις θέσεις, αναρωτήθηκα σε ποιον απευθύνονται. Πρόκειται για ένα μεγάλο και δυσκολοδιάβαστο κείμενο, ακόμη και για κάποιον εξοικειωμένο τόσο με τον θεωρητικό λόγο γενικά, όσο και συγκεκριμένα με αυτόν της σχολής της ΛτΙ. Σε ορισμένα σημεία περιλαμβάνει μέχρι και ορισμούς εννοιών όπως το τι είναι η «γεωπολιτική» (σελ. 40, ενώ ακολουθεί επιχειρηματολογία για το αν συνιστά ή όχι επιστήμη), ή το «δόγμα» (σελ. 70), ως αν να πρόκειται για λεξικό φιλοσοφικών όρων. Δυσκολεύομαι να φανταστώ το μεγαλύτερο μέρος της εργατικής τάξης και της νεολαίας, ακόμη και του νέου υποκειμένου της δημιουργικής και επιτελικής εργασίας, να εντρυφεί σε βάθος στο κείμενο αυτό.

Ταυτόχρονα, σε πολλά σημεία παίρνει τον χαρακτήρα προσωπικής αρθρογραφίας, με υπερβολικά αναλυτικό λόγο, πολλά παραδείγματα κ.ο.κ., ενώ συχνό είναι και το ύφος οξυμένης πολεμικής με χαρακτηρισμούς όπως «γλοιώδεις», «αποκρουστικοί», «θρασείς» (σελ. 65).

Δυσκολεύομαι να φανταστώ πως μπορεί ένα τέτοιο κείμενο να τύχει συλλογικής επεξεργασίας, είτε κατά τη συγγραφή του, είτε κατά τη(ν) (προ)συνεδριακή συζήτηση, ή αν έχει νόημα να τεθεί σε ψηφοφορία.

Πόσο, μάλλον, όταν το κύριο σύνηθες περιεχόμενο για θέσεις πολιτικής (ή και άλλου τύπου) οργάνωσης ή συλλογικότητας, δηλ. το κομμάτι του απολογισμού της προηγούμενης δράσης και αυτό του σχεδιασμού της μελλοντικής, καταλαμβάνει ελάχιστο χώρο ή και απουσιάζει παντελώς (ειδικά όσον αφορά αυτό του απολογισμού).

Προβαίνω σε αυτές τις παρατηρήσεις, διότι οι θέσεις είναι ενδεικτικές του τι είδους συλλογικότητα ή οργάνωση φιλοδοξεί να είναι ή να γίνει η Ε-Ε, κάτι που ομολογώ ότι δεν μου είναι σαφές, εάν δηλ. πρόκειται για μια πολιτική οργάνωση ή για μια οργάνωση θεωρητικού – ιδεολογικού τύπου, όπως π.χ. ο Σύλλογος Διάδοσης της Μαρξ. Σκέψης «Γ. Κορδάτος» στον οποίο συμμετέχω (και ο οποίος για πολλά χρόνια υπέφερε εξίσου από μια ασάφεια αυτού του τύπου, μέχρι να δοθεί διέξοδος με την εκκίνηση του εγχειρήματος της Πρωτοβουλίας για την Ανασυγκρότηση του ΚΚ).

2. Από τη θεωρία, στην (πολιτική) πράξη.

Οι θέσεις ξεκινάνε από προτάσεις που συνιστούν σημαντικές θεωρητικές συμβολές σε ζητήματα όπως η βασική αντίθεση στον σοσιαλισμό, η κυρίαρχη αντίθεση στο σημερινό διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα κ.ο.κ., όταν δηλ. επιχειρείται μια συνολική θεωρητική σύλληψη του ενός ή του άλλου αντικειμένου, σε ένα υψηλό επίπεδο αφαίρεσης. Ωστόσο, όπως θα έγινε ήδη φανερό από τη μέχρι τώρα κριτική μου σε αυτές, εκτιμώ ότι είτε υπάρχουν ελλείψεις όταν οι θέσεις πρέπει να γίνουν πιο συγκεκριμένες, είτε οδηγούνται και σε λανθασμένες – πάντα κατά την προσωπική μου άποψη – προτάσεις. Μάλιστα, θα έλεγα, ότι σε πολλές περιπτώσεις οι θέσεις τείνουν προς την απολυτοποίηση της μιας ή της άλλης πλευράς, ή την υποτίμηση άλλων ή επιμέρους πλευρών.

Η απολυτοποίηση στην οποία αναφέρομαι γενικά οδηγεί τις θέσεις να υπερβάλουν τις πλευρές (α) της θεωρίας και της συνειδητότητας του εκάστοτε πολιτικού υποκειμένου, εις βάρος της πολιτικής πρακτικής του υποκειμένου εν μέσω αντικειμενικών ιστορικών περιορισμών, και (β) της διεθνούς διάστασης έναντι της εθνικής στη δράση του υποκειμένου. Η κριτική μου είχε τέτοια χροιά τόσο όσον αφορά τις θέσεις για τον σοσιαλισμό, όσο και σε αυτές για την κυρίαρχη αντίθεση στον σύγχρονο καπιταλισμό – ιμπεριαλισμό.

Ωστόσο, το σημείο στο οποίο γίνεται περισσότερο φανερό το πρόβλημα στο οποίο αναφέρομαι είναι στο κεφάλαιο 11 των θέσεων για το υποκείμενο της εποχής, και πιο συγκεκριμένα, στη σελίδα 91, για τους ιστορικούς όρους και όρια της συγκρότησής του.

Ήδη είδαμε ότι οι θέσεις σκιαγραφούν ένα ιμπεριαλιστικό υποκείμενο το οποίο συγκροτείται, με όρους θα λέγαμε «υπεριμπεριαλισμού», δηλ. με εξαιρετικά αδύναμες εσωτερικές αντιφάσεις, είτε ταξικές, είτε διακρατικές, υπό την ηγεμονία των ΗΠΑ. Στην εν λόγω σελ. 91 αναφέρεται, επιπλέον, ότι ο ιμπεριαλιστικός άξονας είναι σε θέση να «επιχειρεί συντονισμένα προληπτικά πλήγματα» στους κατά τόπους και ιστορικές συγκυρίες «ασθενείς κρίκους», προκαλώντας, προφανώς σκόπιμα, «αλλαγές καθεστώτων, πραξικοπήματα, συρράξεις, ενεργοποιώντας ‘τόξα αποσταθεροποίησης’ και καταστάσεις ‘ελεγχόμενου χάους΄ σε παγκόσμια κλίμακα», αποσκοπώντας στην επιβολή μιας «παγκόσμιας νεοαποικιοκρατικής δικτατορίας της χρηματιστικής ολιγαρχίας».

Στη βάση αυτή, οι θέσεις προχωρούν στο συμπέρασμα ότι «Σε αυτόν τον συντονισμένο, στην υπαρξιακή αγωνία του, άξονα, δεν μπορεί να αντιπαρατεθεί ένα αυθόρμητο, ανομοιογενές και ανοργάνωτο κίνημα που σπαράσσεται από αντιθέσεις και έριδες, που δεν έχει στοιχειώδη ιδεολογική συγκρότηση και βρίσκεται σε σύγχυση.» Παρακάτω αναφέρεται ότι «Η συσπείρωση των δυνάμεων του σοσιαλισμού και του αντιιμπεριαλισμού, εκ των πραγμάτων συναντά τη θεμελιώδη ανάγκη της εποχής για παγκόσμιας κλίμακας ‘εγκέφαλο’, για επαναστατική ενοποίηση του συνόλου των προοδευτικών δυνάμεων στην κατεύθυνση της επιστημονικά σχεδιοποιημένης ανάπτυξης.»

Έτσι, διαπιστώνουμε ότι οι θέσεις μοιάζουν να αντιλαμβάνονται την …παγκόσμια ταξική πάλη, μια εξαιρετικά πολύπλοκη και αντιφατική ιστορική διαδικασία, ως το πεδίο ανταγωνισμού δύο υποκειμένων που παρομοιάζονται μάλλον με «εγκεφάλους». Από τη μια υπάρχει ήδη ένας τέτοιος «ιμπεριαλιστικός εγκέφαλος», και από την άλλη χρειάζεται να δημιουργηθεί ένας αντίστοιχων δυνατοτήτων «αντιιμπεριαλιστικός» ή «κομμουνιστικός εγκέφαλος», προκειμένου να τον αντιμετωπίσει νικηφόρα.

Ίσως να αδικώ τις θέσεις παρερμηνεύοντας τις ή συλλαμβάνοντας αυτό που θέλουν πραγματικά να πουν με απλουστευτικό τρόπο. Νομίζω, όμως, ότι όντως υπάρχει ένα κοινό νήμα από την αρχή μέχρι το τέλος των θέσεων αυτών, καθώς συστηματικά υποτιμώνται οι εσωτερικές αντιφάσεις της κάθε πλευράς, και υπερτιμώνται οι αντικειμενικές ιστορικές δυνατότητες και των δύο πλευρών στο να δρουν συνειδητά, σκόπιμα και σχεδιασμένα. Η’ για να το πούμε διαφορετικά, υποτιμάται η «ενσώματη» πραγματικότητα των δύο αυτών «εγκεφάλων»!

Με τις εσωτερικές αντιφάσεις του ιμπεριαλιστικού στρατοπέδου ασχολήθηκα ήδη παραπάνω. Ας επικεντρώσω τώρα, επομένως, στο «δικό μας» στρατόπεδο, αυτό της εργατικής τάξης, των καταπιεζόμενων και εκμεταλλευόμενων λαών, των κρατών που παλεύουν για εθνική ανεξαρτησία από τον ιμπεριαλισμό, έστω και υπό αστική ηγεμονία, και των σοσιαλιστικών κρατών, τα οποία ενίοτε εκθρέφουν και μια αστική τάξη στο εσωτερικό τους, ή φτάνουν και να δέχονται τους εκπροσώπους της ως μέλη του κομμουνιστικού κόμματος, όπως γίνεται στη ΛΔ και το ΚΚ Κίνας. Πρόκειται για ένα στρατόπεδο το οποίο συγκροτείται από διαφορετικά κοινωνικά στρώματα, η ίδια η εργατική τάξη είναι ιδιαίτερα πολωμένη μεταξύ του νέου και του παλιού υποκειμένου της εργασίας, από διαφορετικής ταξικής φύσης κράτη, ενώ αναπτύσσονται και μια σειρά σημαντικών αντιθέσεων μεταξύ τους, κάποιες από τις οποίες δεν είναι καθόλου δευτερεύουσες, με σημαντικότερη την αντίθεση κεφαλαίου – εργασίας, δηλ. εργατικής – αστικής τάξης, εντός τόσο των καπιταλιστικών χωρών που αντιστέκονται στην ιμπεριαλιστική ηγεμονία (π.χ. Ιράν, Βενεζουέλα, Συρία), όσο και των σοσιαλιστικών χωρών, στις οποίες αναπτύσσεται η αστική τάξη. Η τελευταία αυτή αντίθεση, μάλιστα, εξηγεί εν μέρει και τις «έγχρωμες» επαναστάσεις στο εσωτερικό των χωρών αυτών, πέραν, φυσικά, της παρέμβασης του ιμπεριαλισμού. Είναι δυνατόν σε όλο το εύρος και το βάθος αυτού του «αντιιμπεριαλιστικού» στρατοπέδου να αναπτυχθεί ένας «εγκέφαλος» ενιαίος, ο οποίος να χαράξει στρατηγική με συνειδητό τρόπο;

Προφανώς, οι θέσεις θεωρούν ότι μπορεί το κομμουνιστικό κίνημα να αναδείξει έναν τέτοιο «εγκέφαλο», ως μέρος μιας νέας κομμουνιστικής ή αντιιμπεριαλιστικής διεθνούς, και ίσως γι’ αυτόν τον ρόλο προορίζεται η ΠΑΠ, αλλά και η ίδια η Ε-Ε. Π.χ. γράφουν οι θέσεις στις σελ. 91 και 92:

«Η επιστημονική θεωρητική θεμελίωση και η οργανωτική πρακτική αναβάθμιση του καθ’ ενός από αυτά τα συστατικά μέρη της επαναστατικής διαδικασίας της εποχής και η βέλτιστη οργανική διασύνδεσή τους σε νικηφόρο μέτωπο αγώνα, σε εθνικό, περιφερειακό και παγκόσμιο επίπεδο, είναι πρώτιστο καθήκον του κινήματος, βασικός σκοπός της της Ε-Ε και της ΠΑΠ.

Είναι λοιπόν ζωτική ανάγκη της ανθρωπότητας σε συνθήκες Γ΄ΠΠ η ανασυγκρότηση και ο σχεδιοποιημένος συντονισμός αυτών των τριών συστατικών μερών της ενιαίας επαναστατικής διαδικασίας, η μετατροπή τους σε οργανικές συνιστώσες ενός συνειδητού ενιαίου μετωπικού κοινωνικοπολιτικού και ιδεολογικού υποκειμένου. Όχι μόνο για διάσπαρτες και αποσπασματικές πράξεις αντίστασης στον επιτιθέμενο ιμπεριαλιστικό άξονα υπό τις ΗΠΑ, αλλά ικανού να αναλάβει τη στρατηγική πρωτοβουλία των κινήσεων σε όλα τα πεδία, σε όλα τα επίπεδα, σε όλα τα μέτωπα αυτής της αναμέτρησης ζωής ή θανάτου με τον άξονα.

[…] Ο πρωτοπόρος και καθοδηγητικός ρόλος των αντίστοιχων της εποχής κομμουνιστών στον μετωπικό αντιιμπεριαλιστικό αγώνα είναι απαραίτητος για τη θεμελίωση και επίτευξη στρατηγικής πρωτοβουλίας των κινήσεων, μέσω της προτρέχουσας σύλληψης του εκάστοτε επικείμενου φάσματος δυνατοτήτων για ενεργό συνειδητή εμπλοκή στον αγώνα και της ετοιμότητάς τους για ασύμμετρα πλήγματα στους «ασθενείς κρίκους» του παγκόσμιου κεφαλαιοκρατικού συστήματος.»

Ωστόσο, και τα κομμουνιστικά κόμματα ή άλλοι πολιτικοί φορείς των αντιιμπεριαλιστικών κινημάτων αποτελούν ιστορικά προϊόντα της αντιφατικής αυτής πραγματικότητας και υπόκεινται σε αντικειμενικούς ιστορικούς περιορισμούς που δυσκολεύουν το επίπεδο ενότητας και συνειδητότητας που απαιτούν οι θέσεις από αυτούς.

Φυσικά, ούτε αρνούμαι, ούτε υποτιμώ την αναγκαιότητα τόσο για την ανάπτυξη της επαναστατικής θεωρίας, ούτε αυτήν για μια νέα κομμουνιστική ή/και αντιιμπεριαλιστική διεθνή που προοπτικά να φτάσουν όσο πιο κοντά γίνεται σε ένα τέτοιο επίπεδο ενότητας – συντονισμού και συνειδητότητας. Ωστόσο, κάτι τέτοιο θα αποτελέσει τόσο όρο / προϋπόθεση της γενικότερης ανάπτυξης του υποκειμένου αυτού, δηλ. της ανάπτυξης των αντιιμπεριαλιστικών αγώνων, της ανασυγκρότησης του δΚΚ κ.ο.κ., όσο και προϊόν της ανάπτυξης αυτής, ή με άλλα λόγια, «εγκέφαλος» και «σώμα» αναπτύσσονται ταυτόχρονα και κατ’ αντιστοιχία! Το σημείο εκκίνησης αυτής της ιστορικής, αναπτυξιακής διαδικασίας δεν είναι άλλο από την κατάσταση του σημερινού δΚΚ, του σημερινού αντιιμπεριαλιστικού κινήματος, των σημερινών κομμουνιστικών κομμάτων κ.ο.κ.

Ωστόσο, οι θέσεις στέκονται με έναν απόλυτα κριτικό, έως και απορριπτικό, τρόπο απέναντι στη δραστηριότητα, τις μεθόδους δράσεις κ.ο.κ., των σημερινών αυτών υποκειμένων, τα οποία αντιμετωπίζουν σχεδόν ως ιστορικά «απολιθώματα» της «παλιάς» επαναστατικής θεωρίας και πρακτικής, ακόμη και όταν αναφέρονται με θετικό τρόπο στους ηρωικούς τους αγώνες του παρελθόντος, ή και στα σύγχρονα επιτεύγματά τους (π.χ. του ΚΚ Κίνας, τα οποία θα λέγαμε ότι έγιναν, εν τέλει, δυνατά με μεγάλες δόσεις της μεθόδου «δοκιμής και λάθους», μέσα σε δύσκολες, αντικειμενικά υπαρκτές, συνθήκες)! Π.χ. αναφέρουν οι θέσεις στη σελ. 91: «Αυτή η ριζικά διαφορετική (από την άποψη της ποιότητας, της ουσίας και της επιτακτικότητάς της) ανάγκη δεν μπορεί πλέον να εγκλωβίζεται σε εθιμοτυπικές γραφειοκρατικές τελετουργικές διευθετήσεις των «τμημάτων διεθνών σχέσεων» παραδοσιακών κομμάτων. Οφείλουμε να την καταστήσουμε δεσπόζουσα συνειδητά. Το ίδιο αντιιμπεριαλιστικό Μέτωπο και το κόμμα ή θα είναι πρωτίστως αντίστοιχα των διεθνιστικών καθηκόντων ή θα γίνονται εμπόδια στον επαναστατικό αγώνα.» (ο τονισμός δικός μου).

Η απορριπτική αυτή στάση, δε, αγγίζει το απόλυτο όσον αφορά τις κομμουνιστικές και αριστερές πολιτικές οργανώσεις στην Ελλάδα. Η Ε-Ε δεν αναφέρει ούτε μια τέτοια συλλογικότητα με την οποία θα μπορούσε να συνυπάρξει, είτε στην προσπάθεια ανασυγκρότησης του ΚΚ, είτε στην προσπάθεια συγκρότησης του αντιιμπεριαλιστικού μετώπου στο οποίο αποσκοπεί.

Προκύπτει το ερώτημα: γιατί εξαιρεί η Ε-Ε τον εαυτό της από αυτήν την ιστορική θεωρητική, ιδεολογική και στρατηγική κρίση του δΚΚ;

Το κάνει διότι θεωρεί ότι (μόνο;) η ίδια αναπτύσσει τη «νέα επαναστατική θεωρία» (σελ. 37 και 93); Αν ως τέτοια αναφέρεται στη σχολή της ΛτΙ, θα μπορούσαμε να παρατηρήσουμε ότι το κύριο έργο του Βαζιούλιν χρονολογείται από τα μέσα περίπου του προηγούμενου αιώνα, ενώ, από τότε, έχει αναπτυχθεί μεν, χάρις στις προσπάθειες άλλων ερευνητών, κυρίως φοιτητών του, ανάμεσα στους οποίους ξεχωρίζουν και κάποια από τα μέλη της Ε-Ε, η ανάπτυξη αυτή, δε, είναι σχετικά περιορισμένη για μια ιστορική περίοδο που μετρά ήδη αρκετές δεκαετίες. Επιπλέον, στην Ε-Ε συσπειρώνεται μέρος μόνο των θεωρητικών και ερευνητών που αναφέρονται στο έργο του Βαζιούλιν, ούτε αποτελεί η τέτοια θεωρητική δραστηριότητα αποκλειστικά ενασχόληση της Ε-Ε.

Αν πάλι η Ε-Ε θεωρεί ότι (μόνο;) αυτή αναπτύσσει πρωτοπόρες πολιτικές, προγραμματικές θέσεις και αντίστοιχη πολιτική δραστηριότητα, εάν δηλ., εν τέλει, αναφέρεται στην πολιτική πράξη, ως κριτήριο της «αλήθειας», οι θέσεις σίγουρα δεν επιχειρηματολογούν επί αυτού συγκεκριμένα. Αντίθετα, όπως προαναφέρθηκε παραπάνω, παρόλο που πρόκειται για μια συλλογικότητα που μετρά ήδη περίπου 11 χρόνια ύπαρξης, όπως μας πληροφορούν οι θέσεις στη σελ. 2, απουσιάζει οποιοσδήποτε συγκεκριμένος, θετικός ή (αυτό)κριτικός, απολογισμός για τη μέχρι τώρα δράση της. Πρόκειται για μια περίοδο, μάλιστα, πλούσια σε ιστορικής σημασίας πολιτικές εξελίξεις, κατά την οποία – είναι γνωστό σε όλους μας – ότι η Ε-Ε έκανε σημαντικές προσπάθειες να συμβάλει στην προώθηση ή υλοποίηση της πολιτικής της πρότασης, ιδιαίτερα ως προς τη δημιουργία αντιιμπεριαλιστικού μετώπου, σε κάποιες από τις οποίες συμμετείχαν και οι δυνάμεις του Συλλόγου μας. Σε άλλες περιπτώσεις έκανε επιλογές συμπόρευσης με το ΕΠΑΜ ή, μέχρι και πριν περίπου 2 – 3 χρόνια, με το ΚΚΕ, ένα κόμμα με την ίδια ηγεσία, και περίπου την ίδια πολιτική με τη σημερινή (αν και ίσως όχι τόσο αποκαλυμμένη μέχρι να ξεκινήσει η νέα φάση του ρωσονατοϊκού πολέμου στην Ουκρανία). Δυστυχώς καμία από τις προσπάθειες αυτές δεν είχε τελικά το επιθυμητό για την Ε-Ε αποτέλεσμα, κάτι που βέβαια χαρακτηρίζει τις προσπάθειες όλων μας τα τελευταία χρόνια!

Εν τέλει, βγαίνουν δύο συμπεράσματα:

  • Από τη θεωρία μέχρι τη χάραξη στρατηγικής και τακτικής και την εφαρμογή τους στην καθημερινή πολιτική πρακτική μιας συλλογικότητας, οργάνωσης ή κόμματος, μεσολαβούν πολλά στάδια, στα οποία η ανάπτυξη της όποιας οργάνωσης ως συνειδητό, συλλογικό, πολιτικό υποκείμενο, περιορίζεται αντικειμενικά από την πραγματική της ανάπτυξη ως «ενσώματο» υποκείμενο, π.χ. καταρχήν από το μέγεθός της, τους δεσμούς της με την εργατική τάξη και τον λαό κ.ο.κ., ενώ αυτό ισχύει και για τις δυνατότητές της να αναπτύσσει και την ίδια τη θεωρία με συλλογικό τρόπο, στη βάση της πραγματικότητας αυτής. Ας σκεφτούμε ποια είναι τα όρια των δυνατοτήτων γενικά του ελληνικού ΚΚ, το οποίο δεν είχε ποτέ την ιστορική εμπειρία της εξουσίας, ενώ δραστηριοποιείται σε μια χώρα που δεν είναι στην πρωτοπορία της ανάπτυξης ούτε των σύγχρονων παραγωγικών δυνάμεων, ούτε των αντιιμπεριαλιστικών αγώνων… Π.χ. ποια είναι τα όρια της ικανότητάς μας να κρίνουμε, ή ακόμη και να αντιληφθούμε την πολιτική του ΚΚ Κίνας στο σύνολό της;
  • Η αναπτυξιακή αυτή διαδικασία κατά κανόνα λαμβάνει χώρα σε συγκεκριμένο, περιορισμένο «χωροχρόνο» για κάθε τέτοια συλλογικότητα, αρχικά – και κυρίως – στο εθνικό πεδίο, πριν καταστεί δυνατός ο διεθνής της χαρακτήρας, ενώ φυσικά οι τέτοιες εθνικές διαδικασίες αναπτύσσονται διεθνώς με εξαιρετικά άνισο, σχετικά διαφορετικό και μη συγχρονισμένο τρόπο, ακριβώς λόγω της αντικειμενικής διάσπασης της ανθρωπότητας ακόμη και στη σύγχρονη φάση του ιμπεριαλιστικού σταδίου του ΚΤΠ.

Από εδώ προκύπτουν συμπεράσματα και για το τι μπορούμε και πρέπει να κάνουμε στις σημερινές συνθήκες, αντικειμενικές και υποκειμενικές, του κομμουνιστικού, αντιιμπεριαλιστικού, και γενικότερα εργατικού και λαϊκού κινήματος στη χώρα μας και στη σημερινή ιστορική συγκυρία.

3. Τελικά «τι να (μην) κάνουμε»;

Η Πρωτοβουλία για την Ανασυγκρότηση του ΚΚ ξεκινά από την παραδοχή περί ιστορικής θεωρητικής, ιδεολογικής και στρατηγικής κρίσης του δΚΚ, η οποία οδήγησε και στην ανατροπή του «υπαρκτού» σοσιαλισμού στην Ευρώπη, αλλά είναι φανερή και σήμερα με τη δυσκολία του δΚΚ να ηγηθεί των αντιιμπεριαλιστικών αγώνων ανά την υφήλιο, ή να χαράξει μια όσο το δυνατόν πιο ενιαία στρατηγική, να συγκροτήσει μια νέα κομμουνιστική διεθνή κ.ο.κ. Εμείς δεν εξαιρούμε τους εαυτούς μας από την κρίση αυτή, ούτε ισχυριζόμαστε ότι έχουμε έτοιμη κάποια διέξοδο από αυτήν, ούτε καν ότι η διέξοδος αυτή θα ξεκινήσει από εμάς, ή ακόμη και από το ελληνικό ΚΚ.

Ακριβώς λόγω των παραδοχών αυτών, θεωρούμε ότι η απαραίτητη ανασυγκρότηση του ΚΚ στη χώρα μας δεν θα γίνει, ή, έστω, δεν θα εκκινήσει, στη βάση της ιδεολογικής ενότητας ή της ιδεολογικής ηγεμονίας της μιας ή της άλλης μικρής οργάνωσης, συλλογικότητας ή ομάδας. Αντίθετα, πιστεύουμε ότι πρέπει να βασιστεί στη συμφωνία – πάντα σε σχετικό βαθμό – επί των βασικών πολιτικών καθηκόντων που βρίσκονται μπροστά στους κομμουνιστές της εποχής και της χώρας μας, όπως και σε μια σειρά πλευρών για το με ποιον τρόπο μπορούμε και πρέπει να δράσουμε για να κάνουμε βήματα προς την εκπλήρωσή τους.

Η συμφωνία μας με την Ε-Ε είναι, όπως προαναφέρθηκε, ιδιαίτερα ευρεία και βαθιά. Π.χ εντοπίζουμε το βασικό πολιτικό καθήκον ως τη συγκρότηση ενός κοινωνικοπολιτικού μετώπου:

  • της εργατικής τάξης και του εργαζόμενου λαού γενικότερα,
  • εναντίον της ολιγαρχίας του μεγάλου ((φιλο)μονοπωλιακού και φιλοϊμπεριαλιστικού) κεφαλαίου,
  • και των ξένων, ευρωατλαντικών ιμπεριαλιστών πατρώνων της, από τους οποίους εξαρτάται η διατήρηση της εξουσίας της ολιγαρχίας αυτής (από κοινού αποτελούν τον πυρήνα της αστικής εξουσίας της χώρας μας, ο οποίος αν νικηθεί, θα καταρρεύσει συνολικά η αστική εξουσία σαν χάρτινος πύργος…),
  • για την έξοδο από την ΕΕ και το ΝΑΤΟ και την επιδίωξη ειρηνικών και αλληλέγγυων σχέσεων συνεργασίας, καταρχήν με όλους τους λαούς και τις χώρες, αλλά ιδιαίτερα με αυτούς που αγωνίζονται ενάντια στην ιμπεριαλιστική ηγεμονία, και μάλιστα με τις χώρες που έχουν στην ηγεσία τους κομμουνιστικά κόμματα, τα οποία προσπαθούν να διατηρήσουν την εξουσία τους και να οικοδομήσουν τον σοσιαλισμό,
  • και με ένα πρόγραμμα ριζοσπαστικών οικονομικών και δημοκρατικών διεκδικήσεων/στόχων παρόμοιο στους βασικούς του άξονες με αυτό που προτείνουν οι θέσεις της Ε-Ε, όπως και παρόμοιο – σε γενικές γραμμές – με τα «μεταβατικά προγράμματα» που κυκλοφορούσαν κατά την περίοδο των αγώνων «ενάντια στα μνημόνια» μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων από το ένα άκρο της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς μέχρι και τις δυνάμεις της ΛΑΕ ή του Αριστερού Ρεύματος, ή και το ίδιο το ΚΚΕ,
  • θεωρώντας ότι αυτός είναι και ο δρόμος προσέγγισης της σοσιαλιστικής επανάστασης – που είναι και ο στρατηγικός μας στόχος – στη χώρα μας.

Η «μέθοδος» που προτείνουμε να ακολουθήσουμε για τη σταδιακή σύγκλιση επιμέρους συλλογικοτήτων και ανένταχτων κομμουνιστών προς μια μεταβατική – προς ένα πραγματικό κομμουνιστικό κόμμα – κομμουνιστική οργάνωση προϋποθέτει τη συμφωνία, έστω εν μέρει ως προϊόν και προσωρινών συμβιβασμών:

  • στα παραπάνω σημεία και στο μεταβατικό πρόγραμμα,
  • στη δέσμευση για ενιαία, κοινή δράση στο κίνημα και στον συνδικαλισμό, μέσα από ενιαίες παρατάξεις και σχήματα,
  • σε πολιτικές πρακτικές, μετωπικές και συνεργατικές με ευρύτερες δυνάμεις που έστω εν μέρει κινούνται προς την ως άνω κατεύθυνση, που να βασίζονται σε μια διαλεκτική σύνδεση κοινωνικών και πολιτικών συμμαχιών, στρατηγικής και τακτικής και κοινοβουλευτικών και εξωκοινοβουλευτικών μεθόδων πάλης,
  • στη – σταδιακή έστω – διαμόρφωση ενιαίας οργάνωσης, με ενιαία πειθαρχία, στη βάση ενός πραγματικά δημοκρατικού συγκεντρωτισμού, που να συνδυάζει την πιο πλατιά εσωκομματική δημοκρατία (π.χ. με μέτρα όπως για τη δημοσίευση της μειοψηφούσας άποψης), με την ενιαία δράση, προτείνοντας και τις αυξημένες πλειοψηφίες (π.χ. άνω του 60%) ως μεταβατικό μέτρο για την επίτευξη συμβιβασμών για όσο παραμένει σχετικά «στενή» ή/και «ρηχή» η ιδεολογική και στρατηγική μας συμφωνία,
  • και στην από κοινού θεωρητική και επιστημονική μελέτη για τη διαμόρφωση όσο το δυνατόν πιο ενιαίας αντίληψης για την πραγματικότητα και τη μέθοδο έρευνάς της, ακόμη και αν αργεί η σύγκλιση ως προς τα συμπεράσματα.

Η πρότασή μας παραμένει ανοιχτή σε οργανώσεις και συλλογικότητες όπως η Ε-Ε (αλλά και άλλες όπως η ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ, ο Εργατικός Αγώνας, η Λαϊκή Δράση, ή και ακόμη και ευρύτερα, όπως η Κ.Ο. Ανασύνταξη).

Δεν βλέπουμε τι θα εμπόδιζε τους/τις συντρόφους/ισσες της Ε-Ε να συμμετέχουν στο εγχείρημά μας. Δε θα ενίσχυε αυτό την προσπάθειά τους για τη συγκρότηση του αντιιμπεριαλιστικού μετώπου στο οποίο αναφέρονται οι θέσεις; Θα τους εμπόδιζε κάτι να αναπτύξουν και να διαδώσουν τη «νέα επαναστατική θεωρία» και μάλιστα να πείσουν γι’ αυτήν τους/τις πιο κοντινούς τους συντρόφους/ισσες;

Είναι άραγε τόσο μεγάλες οι διαφωνίες μας ως προς τις πρακτικές προγραμματικές προτάσεις και επιλογές; Ισχύει ότι εντός της Πρωτοβουλίας είναι – και θα παραμείνει για μεγάλο χρονικό διάστημα – ανοιχτή η συζήτηση για θέματα όπως οι αιτίες ανατροπής του σοσιαλισμού στην Ευρώπη, το τι συμβαίνει πραγματικά σήμερα στην Κίνα, διάφορες πλευρές του σύγχρονου καπιταλισμού – ιμπεριαλισμού, ενώ ελάχιστα έχει ανοίξει η συζήτηση για ζητήματα που αφορούν την ιδεολογική επίθεση του κεφαλαίου ως προς τις κοινωνικές σχέσεις στη σφαίρα της αναπαραγωγής κ.ο.κ. Γιατί δεν μπορούμε, όμως, να συζητήσουμε αυτά τα θέματα μαζί, όντας μέλη της ίδιας κομμουνιστικής οργάνωσης; Μας εμποδίζουν να κινηθούμε πολιτικά προς την ίδια – σωστή – στρατηγική κατεύθυνση οι τυχόν προσωρινοί συμβιβασμοί που μπορεί να χρειαστούν να γίνουν; Εμείς πιστεύουμε όχι.

Σε κάθε περίπτωση, δεν αγγίζει και δεν αφορά εμάς η παρακάτω κριτική που κάνουν οι θέσεις στη σελ. 93 (ο τονισμός δικός μου):

«Η επιστημονική διακρίβωση των αντικειμενικών και υποκειμενικών όρων των ημερών μας, αποδεικνύει ότι δεν μπορεί σήμερα να προτάσσεται εσπευσμένα η εδώ και τώρα (ανα-)συγκρότηση είτε η (επαν-)ίδρυση ενός κομμουνιστικού κόμματος (πόλου), ως προαπαιτούμενο της συγκρότησης του μετώπου, είτε -χειρότερα- ως «η μόνη συνεπής επαναστατική γραμμή» έναντι του μετώπου.»

Από την εποχή πριν ακόμη από την εκκίνηση του εγχειρήματος της Πρωτοβουλίας, ο Σύλλογός μας δρούσε ταυτόχρονα προς την κατεύθυνση συγκρότησης αντιιμπεριαλιστικού, αντιμονοπωλιακού, δημοκρατικού μετώπου και προς αυτήν της ανασυγκρότησης του ΚΚ με άμεσο στόχο τη δημιουργία μεταβατικής κομμουνιστικής οργάνωσης, ως δύο καθήκοντα των οποίων η υλοποίηση αλληλοτροφοδοτείται (στα πρότυπα της αλληλοτροφοδότησης στη συγκρότηση του ΕΑΜ ως ηγετικής πολιτικής δύναμης στη χώρα και του ΚΚΕ ως μαζικού επαναστατικού κόμματος κατά την περίοδο της Εθνικής Αντίστασης). Άλλοτε η έμφαση μπορεί να δίνεται στο ένα καθήκον, και άλλοτε στο άλλο, ανάλογα με τη συγκυρία της ταξικής πάλης στη χώρα μας, αλλά πάντα τα παλεύουμε ταυτόχρονα και ενιαία. Μάλιστα, προτείνουμε σήμερα ακριβώς αυτό: ότι η ανασυγκρότηση του ΚΚ θα γίνει μέσα από την προσπάθεια για τη συγκρότηση του αντιιμπεριαλιστικού μετώπου, ενώ η ανάπτυξη του τελευταίου, θα τροφοδοτεί συνεχώς και την ανάπτυξη και ενίσχυση της μεταβατικής κομμουνιστικής οργάνωσης και την ανάδειξή της σε επαναστατικό κομμουνιστικό κόμμα.

Στη συνέχεια (σελ. 93-96), οι θέσεις επιχειρηματολογούν στην πραγματικότητα υπέρ της αντίστροφης σειράς. Έχοντας θέσει τον πήχη των αντικειμενικών και υποκειμενικών προϋποθέσεων για τη συγκρότηση κομμουνιστικής οργάνωσης πολύ ψηλά, καταλήγουν στο ότι αυτό που πρέπει να προχωρήσει άμεσα είναι – μόνο – η προσπάθεια συγκρότησης του αντιιμπεριαλιστικού μετώπου:

«Όπως δείχνει η ιστορική εμπειρία της χώρας αλλά και του διεθνούς κινήματος, η κλιμάκωση του μετωπικού αγώνα, μπορεί να συμβάλλει οργανικά στην ωρίμανση των όρων για την συγκρότηση και ανάπτυξη αντίστοιχου της εποχής κομμουνιστικού φορέα στη χώρα και διεθνώς. Κάθε πρωθύστερο σχήμα μπορεί να πάει πίσω την νομοτελή πορεία προς αυτό το φορέα.»

Φυσικά, η διαφωνία μας είναι ακριβώς στο ποιες είναι αυτές οι αντικειμενικές και υποκειμενικές προϋποθέσεις για την ίδρυση, όχι ενός ήδη διαμορφωμένου επαναστατικού κομμουνιστικού κόμματος, αλλά μιας μεταβατικής κομμουνιστικής οργάνωσης. Η δική μας άποψη λέει ότι και τρεις μόνο κομμουνιστές να υπάρχουν και να δρουν σε έναν κοινωνικό χώρο, πρέπει να επιδιώξουν να συνεννοηθούν με δημοκρατικό τρόπο, ακόμη και αν ο ένας από αυτούς είναι πολύ πιο – θεωρητικά – συνειδητοποιημένος από τους άλλους δυο, και να δράσουν ενιαία. Μόνο τότε θα μεγιστοποιήσουν την υλική τους δύναμη και θα αυξήσουν τις υποκειμενικές δυνατότητες, και επομένως και πιθανότητες, επίτευξης των στόχων τους, και μόνο τότε θα μπορέσουν και τα τυχόν λάθη τους, στα πλαίσια της «δοκιμής και λάθους» και με δεδομένο ότι απόλυτα συνειδητοποιημένο υποκείμενο δεν υπάρχει ούτε μπορεί να υπάρξει…, να τα αξιοποιήσουν για να βελτιώσουν στη συνέχεια τη στρατηγική και τακτική τους. Επιπλέον, θεωρούμε ότι το μέγεθος μιας τέτοιας οργάνωσης, οι δεσμοί της με την εργατική τάξη και τον λαό κ.ο.κ., εν τέλει το «σώμα» της, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, βρίσκονται σε σχετική αντιστοιχία και με το τι καθήκοντα μπορούν να θέσει για τον εαυτό της και να επιτύχει, και με τη δυνατότητά της συνολικά να συλλαμβάνει θεωρητικά την πραγματικότητα, τον εαυτό της σε αυτή, και να σχεδιάζει στρατηγική και τακτική, δηλ. με τον «εγκέφαλό» της. Επομένως, δεν τίθεται θέμα του πότε και αν είναι «ώριμες» οι συνθήκες για την ίδρυση τέτοιας οργάνωσης, αλλά το θέμα τίθεται ως εξής: πόσες, ποιες πολιτικές δυνάμεις και με ποιους όρους και προϋποθέσεις μπορούν αρχικά να συμμετέχουν στην εκκίνηση της διαδικασίας αυτής, και αυτό παρουσιάστηκε παραπάνω σε σχέση με την Πρωτοβουλία μας.

Το εγχείρημά μας καθυστερεί στην ανάπτυξή του, όμως, αν και έχουν γίνει σημαντικά βήματα, ακριβώς διότι διστάζουν οι διάφορες συλλογικότητες που θα μπορούσαν να συμμετάσχουν να εγκαταλείψουν την ιδιαίτερη ιδεολογική τους ταυτότητα και την πολιτική τους αυτονομία και να μπουν σε μια ενιαία πειθαρχία. Θεωρώ ότι αυτό συμβαίνει και με την Ε-Ε, και εξηγούμαι παρακάτω.

Σε αντίθεση με την ως άνω θέση περί αναπτυξιακής διαδικασίας από μια μεταβατική κομμουνιστική οργάνωση προς ένα επαναστατικό κομμουνιστικό κόμμα, οι θέσεις στη σελ. 101 σκιαγραφούν μια σταδιακή διαδικασία διαμόρφωσης των αντικειμενικών και υποκειμενικών όρων για τη δημιουργία επαναστατικού Κομμουνιστικού Κόμματος. Τα στάδια αυτά καταλαβαίνω ότι εννοούνται ως ότι το ένα πρέπει να ακολουθήσει το άλλο, ενώ μόνο στο τελευταίο από τα στάδια αυτά αναφέρεται η «οργανωμένη συλλογικότητα κομμουνιστών που αποσκοπεί στη δημιουργία αναγκαίων και ικανών όρων για τη συγκρότηση του αναγκαίου για την επίτευξη των κομμουνιστικών σκοπών νικηφόρου επαναστατικού κόμματος σε εθνικό και διεθνές-παγκόσμιο επίπεδο». Μάλιστα, όλα τα προηγούμενα στάδια αφορούν κυρίως την ανάπτυξη της «νέας επαναστατικής θεωρίας» και τη διάδοσή της τόσο στα στρώματα της «νέας» όσο και της «παλιάς» εργατικής τάξης («ανάπτυξη σε νέο επίπεδο της επαναστατικής θεωρίας και μεθοδολογίας, του μαρξισμού-λενινισμού της εποχής μας, συνέχεια αυτής της ανάπτυξης και διάδοση της νέας θεωρίας σε ομίλους (με απεύθυνση κυρίως στην ριζοσπαστικών διαθέσεων νεολαία), σύναψη δεσμών με όλες τις στρατιές (παλαιές και νέες) της σύγχρονης εργατικής τάξης») και τη δράση των κομμουνιστών εντός του αντιιμπεριαλιστικού μετώπου («ενδιάμεση μορφή οργάνωσης κομμουνιστών στην κρίση και στον πόλεμο για την ανάπτυξη του μετωπικού αγώνα σε αντιιμπεριαλιστική και σοσιαλιστική κατεύθυνση, θεωρητική τεκμηρίωση, συντονισμό και πρακτική-οργανωτική ανάπτυξη του μετωπικού αντιιμπεριαλιστικού επαναστατικού διεθνιστικού αγώνα σε εθνικό, περιφερειακό και παγκόσμιο επίπεδο»).

Παρατηρούμε, δηλ., για άλλη μια φορά ότι προηγείται η συγκρότηση του «εγκέφαλου» από αυτήν του «σώματος», ενώ προκύπτουν τα εξής δύο ερωτήματα:

  • Πρώτον, πως θα καταφέρουν οι κομμουνιστές να δράσουν οργανωμένα και συντονισμένα για τη συγκρότηση του αντιιμπεριαλιστικού μετώπου; Η «ενδιάμεση μορφή» που αναφέρουν οι θέσεις αναγκαστικά δεν μπορεί να είναι κάτι άλλο από ένα «μέτωπο» ή συντονισμός κομμουνιστών εντός του ευρύτερου αντιιμπεριαλιστικού μετώπου. Αυτή είναι η πρόταση των περισσότερων κομμουνιστικών συλλογικοτήτων και οργανώσεων για την ανασυγκρότηση του ΚΚ, καθώς ιεραρχούν την ιδεολογική τους συγκρότηση και πολιτική αυτονομία ως μεγαλύτερη προτεραιότητα από τη βέλτιστη δράση των κομμουνιστών για την επίτευξη του καθήκοντος της συγκρότησης του αντιιμπεριαλιστικού μετώπου. Η πείρα έχει δείξει, και η θεωρία, έστω η «παλιά» θεωρία του κλασσικού μ-λ!, μπορεί να εξηγήσει, ότι έτσι δημιουργείται μια γραφειοκρατική δομή «μπάμπουσκας» με μέτωπο μέσα στο μέτωπο, που σπαταλά τους ανθρώπινους πόρους των κομμουνιστών σε ατέλειωτες συζητήσεις επί συζητήσεων για τον μεταξύ τους συντονισμό, ενώ ελλοχεύει κινδύνους η οποιαδήποτε διαφωνία, ειδικά σε κρίσιμες στιγμές και στροφές του αγώνα, να οδηγήσει σε αποκλίσεις, καυγάδες κ.ο.κ., αντί για τις απαραίτητες συγκλίσεις.

Αυτό κατέστη φανερό ήδη για παράδειγμα στην περίπτωση του Αντιιμπεριαλιστικού Συντονισμού για την Ήττα του ΝΑΤΟ, όπου συγκρούστηκαν διαφορετικές αντιλήψεις για το πως μπορεί και πρέπει να συγκροτηθεί το μέτωπο αυτό, οι οποίες, εάν λειτουργούσαμε όλοι εντός μιας ενιαίας κομμουνιστικής οργάνωσης, θα λύνονταν με δημοκρατική συζήτηση στο σύνολο της οργάνωσης (και όχι μεταξύ των ηγετικών στελεχών της κάθε συλλογικότητας), με αμοιβαίους συμβιβασμούς, αποφάσεις με μεγάλες πλειοψηφίες, και, εν τέλει, η μέθοδος της «δοκιμής και του λάθους» θα μας επέτρεπε να διορθώσουμε και την όποια λάθος απόφαση παίρναμε.

Μάλιστα, το γεγονός ότι κάποιες από τις εμπλεκόμενες συλλογικότητες, έχοντας παραιτηθεί από τη συγκρότηση και ανάπτυξη μεταβατικής κομμουνιστικής οργάνωσης για το μεσο- ή και μακρο- πρόθεσμο μέλλον, βιάζονται να προσδώσουν οργανωτικά χαρακτηριστικά στο αντιιμπεριαλιστικό μέτωπο, με μέλη, τοπικές οργανώσεις κ.ο.κ., ενώ στην περίπτωση της ΕΕ, υπάρχει αντίστοιχη ή επιπλέον βιασύνη για τη σύνδεσή του μετώπου με την ΠΑΠ, οξύνει τις συγκρούσεις αυτές, και εμποδίζει το άνοιγμα της μετωπικής συμπόρευσης εκεί που πραγματικά αξίζει να γίνει, δηλ. στις κοινωνικές οργανώσεις του εργατικού και λαϊκού κινήματος, στα εργατικά σωματεία, στους φοιτητικούς και επιστημονικούς συλλόγους, στα στέκια και άλλες οργανώσεις σε επίπεδο γειτονιάς κ.ο.κ. Αυτό, με τη σειρά του μπορεί να γίνει μόνο με ενδιάμεσο σταθμό το άνοιγμα σε επιπλέον πολιτικές δυνάμεις, πέραν των όσων υιοθετούν το σύνθημα για την «Ήττα του ΝΑΤΟ», φτάνει να συμφωνούν με τους κύριους πολιτικούς άξονες (ρήξη και έξοδος/αποδέσμευση από την ΕΕ, έξοδος από το ΝΑΤΟ, κλείσιμο των νατοϊκών βάσεων, ακύρωση των ιμπεριαλιστικών κυρώσεων, καμία συμμετοχή σε ιμπεριαλιστικούς πολέμους και επεμβάσεις), δηλ. το συγκεκριμένο πολιτικό περιεχόμενο του συνθήματος για «ήττα του ΝΑΤΟ» σε ότι αφορά τα καθήκοντα του ελληνικού αντιιμπεριαλιστικού κινήματος! Μόνο έτσι θα πιεστούν και οι δυνάμεις που υιοθετούν ή ταλαντεύονται ως προς τις «ίσες αποστάσεις» για τις ευθύνες τους στην αδυναμία να αναπτυχθεί το αντιιμπεριαλιστικό κίνημα!

Αυτό το άνοιγμα εν τέλει κατέστη δυνατό για πρώτη φορά με το κάλεσμα για αντιιμπεριαλιστική διαδήλωση ενάντια στην κοινοβουλευτική σύνοδο του ΝΑΤΟ στην Αθήνα στις 14/10, με δυνάμεις από αυτές του Συντονισμού, μέχρι και τη ΜΕΤΑΒΑΣΗ και το Αριστερό Ρεύμα ή και τη ΛΑΕ, και με δεσμεύσεις για προώθηση του καλέσματος σε κοινωνικές οργανώσεις του κινήματος (θα δούμε στην πράξη τι θα καταφέρουμε, αλλά κάθε αρχή και δύσκολη). Δεν γνωρίζω αν συμμετέχει η Ε-Ε στις διαδικασίες αυτές και ποια άποψη έχει γι’ αυτές.

  • Δεύτερον, ποιος θα αποφασίζει για το πότε «ωριμάζουν οι συνθήκες» για να περάσουμε από το ένα στάδιο της διαδικασίας στο επόμενο; Κι εδώ ερχόμαστε, εν τέλει στο «ζουμί» της υπόθεσης. Ο προσεχτικός αναγνώστης θα έχει ήδη προσέξει ότι το «νήμα» που διατρέχει τις θέσεις και «γέρνει» υπερβολικά προς την πλευρά του «εγκεφάλου», δηλ. της θεωρίας στο πιο αφηρημένο επίπεδο και της συνειδητότητας του πολιτικού υποκειμένου, παρά προς την πλευρά του «σώματος», δηλ. της πραγματικής υπόστασης του πολιτικού υποκειμένου μέσα σε ιστορικά αντικειμενικές και υποκειμενικές συνθήκες και περιορισμούς και των αντίστοιχων συγκεκριμένων πολιτικών καθηκόντων και μέσων για την επίτευξή τους, (αυτό)κριτικού απολογισμού της μέχρι τώρα δράσης κ.ο.κ, αλλά και προς την πλευρά της διεθνούς διάστασης, έναντι αυτής της εθνικής συγκρότησης και δράσης των υπαρκτών πολιτικών και κοινωνικών οργανώσεων, είναι στην ουσία ένα νήμα που παραχωρεί έδαφος προς τον ιδεαλισμό.

Ο ιδεαλισμός αυτός αποτελεί τη βάση για την ιδιαίτερη «ιδεολογία» της Ε-Ε, όπως τη σκιαγραφούν οι θέσεις της, η οποία σχετίζεται λιγότερο με τη «νέα επαναστατική θεωρία» και περισσότερο με τη δικαιολόγηση της επιλογής της να εξαιρέσει τον εαυτό της από την κρίση του ΚΚ και να τον θέσει στο επίκεντρο της ανασυγκρότησης του ΚΚ, ή ίσως και του δΚΚ μέσω της σύνδεσής της με την ΠΑΠ. Εν τέλει, η Ε-Ε αποφασίζει για τον εαυτό της, προφανώς, και η αντίστοιχη Ε-Ε σε κάθε στάδιο από αυτά που περιγράφουν οι θέσεις θα αποφασίζει για το εάν θα προχωρήσει η διαδικασία στο επόμενο ή όχι! Όσο και να ψάξουμε στις θέσεις δεν θα βρούμε πουθενά κάτι πιο συγκεκριμένο, ως επιμέρους στόχο ή καθήκον, χρονοδιάγραμμα ή οτιδήποτε άλλο που θα λειτουργούσε ως δέσμευση ή κριτήριο της προόδου της διαδικασίας αυτής. (Για να εξηγηθώ καλύτερα μέσω ενός αντιπαραδείγματος, η Πρωτοβουλία μας έχει θέσει ως στόχο τη συγκέντρωση ενός ελάχιστου αριθμού συμμετεχόντων, π.χ. λίγες εκατοντάδες, για το ιδρυτικό συνέδριο της μεταβατικής κομμουνιστικής οργάνωσης. Ο στόχος δικαιολογείται ως προς την αναγκαιότητα ενός ελάχιστου μεγέθους – ή «σώματος»! – για να μπορεί να θέσει αντίστοιχα καθήκοντα και να τα φέρει εις πέρας. Με βάση αυτόν τον στόχο κρίνεται προς το παρόν και το εγχείρημα. Η καθυστέρηση που παρατηρείται, παρόλο που δεν ευθυνόμαστε αποκλειστικά ή κυρίως εμείς, μας αναγκάζει να αναπροσαρμόσουμε τους στόχους μας – ναι! με τη μέθοδο της «δοκιμής και του λάθους»! – και να οργανωθούμε καλύτερα για να δράσουμε στο κίνημα, όσο μπορούμε και με το υπάρχον μέγεθός μας επιδιώκοντας την κοινή δράση με τις υπόλοιπες συλλογικότητες.)

Όλα αυτά καλά, και κάθε συλλογικότητα έχει δικαίωμα να καθορίζει την πορεία της. Οι υπόλοιποι μόνο συντροφική κριτική μπορούμε να κάνουμε. Εδώ, όμως, συμβαίνει και κάτι παραπάνω. Οι θέσεις στην ουσία ασκούν πολύ έντονη κριτική, ή και πολεμική, σε όσους προσπαθούν σήμερα να συγκροτήσουν κομμουνιστικό φορέα, με όλες τις ατέλειες και τους περιορισμούς που αυτός προφανώς θα έχει. Πέρα από τα σημεία που αναφέρονται στις σελ. 93 και 94 περί «διαχρονικά υφιστάμενων μορφωμάτων», «αυτόκλητων πρωτοποριών χωρίς νέα επαναστατική θεωρία, χωρίς οργανική σύνδεση της θεωρίας αυτής με την εργατική τάξη και τον λαό, χωρίς προγραμματικό λόγο (στρατηγικής και τακτικής) και οργάνωση αντίστοιχα των επιταγών της ιστορικής εποχής και της συγκυρίας», «αναδιάταξης και επανασυγκόλλησης χρεοκοπημένων καταλοίπων και σπαραγμάτων ηττοπαθών οπισθοφυλακών ένδοξων και άδοξων φάσεων του παρελθόντος κινήματος», «χρεοκοπημένων σχημάτων που «καλύπτουν» τις ανάγκες τους για θεωρία με αναπόληση κάποιου παρελθόντος, με στερεοτυπικό μηρυκασμό εκλεκτικίστικα συραμμένων «θέσεων» και ιδεολογικών σχημάτων του παρελθόντος, με χρήση των ίδιων ακριβώς «υλικών», ιδεολογημάτων, νοοτροπιών και πρακτικών που οδήγησαν στις χρεοκοπίες αυτών των σχημάτων», «Εκδοχή μετώπου ετερόκλητων δυνάμεων και τάσεων με ποικίλες ιδεολογικοπολιτικές και κοσμοθεωρητικές απόψεις επί κομβικών ζητημάτων της εποχής και της συγκυρίας», «Εγχείρημα με μπούσουλα την υπαρξιακή αγωνία κάποιων και τον εθισμό τους στο αγελαίο ανήκειν και στον ακτιβισμό μιας οποιασδήποτε οργάνωσης, που παραπέμπει συνειρμικά σε κάτι τόσο θολά «επαναστατικό» και «κομμουνιστικό», που τείνει να εξαντλείται σε χαρακτηριστικά μεταμοντέρνας ταυτότητας», «Η συγκρότηση ενός κομμουνιστικού κόμματος -όχι κακέκτυπου αυτών της Β’ είτε της Γ’ Διεθνούς, αλλά αντίστοιχου των επιταγών της νέας εποχής- δεν είναι θέμα γούστου ή πολιτικής βούλησης κάποιων.», τα οποία ελπίζουμε ότι δεν αναφέρονται σε εμάς, στην Πρωτοβουλία ή/και στον Σύλλογό μας, διαβάζουμε στη σελ. 95 και το εξής:

«Στο βαθμό που δεν πληρούνται αυτοί οι όροι, τα όποια εγχειρήματα βεβιασμένης επίσπευσης της συγκρότησης του νέου κομμουνιστικού φορέα της εποχής, είναι καταδικασμένα να αναπαράγουν γελοιογραφικά κακέκτυπα παρωχημένων μορφών με χαρακτηριστικά ρουτίνας και τελετουργικού, σπέρνοντας νέες ματαιώσεις και απογοητεύσεις (που οδηγούν σε ιδιώτευση), εκφυλίζοντας την ίδια την προοπτική της ωρίμανσης του επαναστατικού κομμουνιστικού φορέα της εποχής.»

Εδώ βλέπουμε ότι αν δεν είναι η πολιτική πράξη το κριτήριο της «αλήθειας» της όποιας θεωρίας, παλιάς ή νέας, και του όποιου «(διεθνούς) εγκεφάλου», απομένει μόνο ένα τέτοιο κριτήριο: η αποτυχία των προσπαθειών των άλλων! Η πολεμική αυτή, και η κατάληξή της, αποτελούν τα πιο προβληματικά σημεία των θέσεων. Δεν είναι μόνο ότι μια τέτοια πολεμική που εξαπολύεται με αυτό το ύφος εναντίον δικαίων και αδίκων δυσκολεύει τη σύγκλιση, την κοινή δράση ή ακόμη και τη συνύπαρξη (ακόμη και εντός ενός μετώπου). Το χειρότερο όλων είναι η θεωρητικοποίηση της ήττας/αποτυχίας, της απογοήτευσης και της συνεπαγόμενης παραίτησης και ιδιώτευσης και η δικαιολόγησή τους ως δήθεν νομοτελειακά φαινόμενα, την ίδια στιγμή που οι θέσεις αποφεύγουν να προτείνουν οποιοδήποτε συγκεκριμένο σχέδιο με συγκεκριμένα καθήκοντα και στόχους, μετρήσιμα αποτελέσματα κ.ο.κ. Τι άλλο από παραίτηση από την πολιτική δράση στις σημερινές συνθήκες αποτελεί ο συνδυασμός αυτός; Και δεν αναφέρομαι, προφανώς, στην πολιτική δράση που μπορεί να διεξάγει μια μικρή ομάδα λίγων δεκάδων ατόμων, δηλ. έναν συμβολικό ακτιβισμό και τη δημόσια πολιτική παρέμβαση με εκδηλώσεις ή στο διαδίκτυο, αλλά στην πολιτική δράση που μπορεί να διεξάγει ένας οργανωμένος κομμουνιστικός φορέας, σε αντιστοιχία με το εκάστοτε επίπεδο ανάπτυξής του, ως συνδυασμός θεωρητικής, ιδεολογικής, πολιτικής, οικονομικής και οργανωτικής πάλης, όπως ακριβώς μας προτρέπει το παράθεμα του Ένγκελς στη σελ. 6 των θέσεων:

«Ο επαναστατικός αγώνας οφείλει να διεξάγεται «και προς τις τρεις κατευθύνσεις του –τη θεωρητική, την πολιτική και την πρακτική-οικονομικήο σοσιαλισμός, από τότε που έγινε επιστήμη, απαιτεί να τον χειρίζονται σαν επιστήμη, δηλαδή να τον μελετούν» (Φ. Ένγκελς: Κ. Μαρξ, Φ. Ένγκελς, Διαλεχτά Έργα, τ.1, σ.786-787).»

Οι θέσεις ολοκληρώνονται με ένα παράθεμα του Λένιν από – την «παλιά»! επαναστατική θεωρία – για τη σημασία της θεωρίας για τη δράση των κομμουνιστών (Β. Ι. Λένιν, «Το πρόγραμμά μας», Άπαντα, τ. 4 σ. 187-188.). Εγώ θα τελειώσω την παρέμβασή μου αυτή με ένα άλλο, το οποίο συνάντησα στην εισαγωγή του νέου βιβλίου του Ιταλού κομμουνιστή, ιστορικού και φιλοσόφου Ντομένικο Λοσούρντο (Domenico Losurdo and Gabriel Rockhill. (2024). Western Marxism: How it was Born, How it Died, How it can be Reborn. Monthly Review Press.). Το παραθέτουν οι Jennifer Ponce de León και Gabriel Rockhill, που γράφουν την εισαγωγή, από το V.I. Lenin Collected Works, vol 16 (Moscow: Progress Publishers, 1977), 332 και το μεταφράζω από τα αγγλικά:

«Η απελπισία είναι τυπική αυτών που δεν καταλαβαίνουν τις αιτίες του κακού, δεν βλέπουν καμία διέξοδο και είναι ανίκανοι για αγώνα»

Από την πλευρά μας, θα συνεχίσουμε να προσπαθούμε, δεν θα απογοητευτούμε, αλλά θα χρησιμοποιήσουμε τις όποιες αποτυχίες μας για να προσπαθήσουμε καλύτερα την επόμενη φορά, όπως έκαναν πάντοτε οι επαναστάτες. Στα πλαίσια αυτά, δεν θα σταματήσουμε να απευθυνόμαστε και στους/στις συντρόφους/ισσες της Ε-Ε με συντροφικό τρόπο και με σκοπό την όσο το δυνατόν πιο στενή συνεργασία και κοινή δράση, και, γιατί όχι, και την πολιτική σύγκλιση κάποια στιγμή στο μέλλον.

Επομένως, δεν μπορώ παρά να ευχηθώ καλή επιτυχία στο συνέδριο της Ε-Ε, ελπίζοντας να έχει συμβάλει η κριτική μου, έστω και λίγο, και ευχόμενος να αναθεωρήσουν οι σύνεδροι κάποια, έστω, από τα πιο προβληματικά σημεία των θέσεων.

 

[1] «Το σημερινό στάδιο ανάπτυξης της κεφαλαιοκρατίας, του παγκοσμιοποιημένου ιμπεριαλισμού είναι το διακρατικό-μονοπωλιακό στάδιο της κεφαλαιοκρατικής υπαγωγής της ανθρωπότητας στους διεθνικούς-πολυεθνικούς μονοπωλιακούς ομίλους

Από epanen

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *