Στην κορύφωση του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου (Β’ΠΠ), 80 χρόνια πριν, οι ιμπεριαλιστές με τους ντόπιους συνεργάτες τους, παγίδεψαν το εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα της χώρας, εξαπολύοντας συντριπτική επίθεση κατά του πιο αδύναμου τμήματός του στην πρωτεύουσα. Στις 3 Δεκέμβρη 1944, δύο μήνες μετά την απελευθέρωση από τον φασιστικό ζυγό και καταπατώντας κάθε πρόσχημα δημοκρατίας και αντιφασισμού, οι Βρετανοί επιδιώκουν την εγκαθίδρυση μιας εξουσίας πρακτόρων και οργάνων τους για την εξυπηρέτηση των αποικιοκρατικών και αντικομμουνιστικών σκοπών τους.
Η Επαναστατική Ενοποίηση κρίνει αναγκαία την επιστημονική διερεύνηση και αυτής της κρισιμότατης καμπής της ιστορίας, στη βάση της δημιουργικής εφαρμογής/ανάπτυξης της επαναστατικής θεωρίας και μεθοδολογίας. Εδώ θα αρκεστούμε σε μερικές κρίσιμες επισημάνσεις υπό το πρίσμα των καθηκόντων που θέτει ο εν εξελίξει Γ’ Παγκόσμιος Πόλεμος (Γ’ΠΠ).
Η τότε σύγκρουση επικεντρωνόταν στα εκ διαμέτρου αντίθετα συμφέροντα και τις αντίστοιχες προσεγγίσεις των Βρεττανών ιμπεριαλιστών και των ντόπιων οργάνων τους, από τη μια και αυτών που πραγματικά απελευθέρωσαν τη χώρα, των δυνάμεων του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ, από την άλλη, δηλαδή: των δυνάμεων της αντεπανάστασης και της επανάστασης, σε ό,τι αφορούσε τα επιτακτικότερα ζητήματα της τότε ημερήσιας διάταξης: 1. το πολιτειακό ζήτημα (διατήρηση ή κατάργηση της ξενόφερτης μοναρχίας), 2. την παραπομπή σε δίκη και τιμωρία των δωσίλογων συνεργατών του κατακτητή 3. τη συγκρότηση εθνικού στρατού και αστυνομίας, με την ενσωμάτωση ή/και τον αφοπλισμό των ανταρτών και 4. την κλιμάκωση της επαναστατικής διαδικασίας από εθνικοαπελευθερωτική σε σοσιαλιστική.
Την 1η Δεκέμβρη οι βρετανοί μαζί με την κυβέρνηση, από την οποία μόλις είχαν αποχωρήσει τα στελέχη του ΕΑΜ λόγω του εμπαιγμού τους επί των τριών πρώτων από τα παραπάνω επιτακτικά ζητήματα, αξιώνουν το μονομερή αφοπλισμό του ΕΛΑΣ και του απελευθερωτικού κινήματος.
Αντ’ αυτού, και παρά την κυβερνητική απαγόρευση, το κίνημα προχώρησε στο μαζικό άοπλο συλλαλητήριο που κάλεσε το ΕΑΜ στις 3 Δεκέμβρη και σε γενική απεργία στις 4 Δεκέμβρη. Κατά τη διάρκεια του συλλαλητηρίου οι παρακρατικές και αστυνομικές δυνάμεις -κατ’ εντολή των Ρόναλντ Σκόμπι (Άγγλου στρατηγού, διοικητή του στρατού που μεθόδευε την βρετανική πλέον κατοχή) και του αστού βρετανικού ενεργούμενου Γεωργίου Παπανδρέου, με εκτελεστή τον Άγγελο Έβερτ (αστυνομικό διευθυντή των Αρχών κατοχής, υπό την Ανώτατη Διοίκηση των SS Ελλάδας, που διατήρησε το αξίωμά του και επί της νέας, αγγλικής κατοχής)- άνοιξαν πυρ εναντίον των διαδηλωτών με αποτέλεσμα τουλάχιστον 33 νεκρούς και 148 τραυματίες. Στις 4 Δεκέμβρη η απεργία ήταν καθολική. Καθώς ο λαός της Αθήνας και του Πειραιά απεργούσε και ταυτόχρονα συνόδευε τους νεκρούς του σε μία μεγαλειώδη πομπή, έγινε νέα δολοφονική επίθεση με άλλους 40 νεκρούς και 70 τραυματίες. Ακολούθησαν 33 μέρες ηρωικών μαχών του εφεδρικού και πλημμελώς εξοπλισμένου ΕΛΑΣ της πόλης εναντίον των Βρετανικών δυνάμεων και των ντόπιων συνεργατών τους, οι οποίες κατέληξαν στην ανακωχή στις 11 Γενάρη υπό τη συντριπτική υπεροπλία των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων.
Για να καταφέρουν οι Βρετανοί να οδηγήσουν το ελληνικό απελευθερωτικό κίνημα στο συμβιβασμό, αναγκάστηκαν να μεταφέρουν στρατιωτικές δυνάμεις από το ιταλικό μέτωπο, γεγονός που φανερώνει ότι το ελληνικό ζήτημα είχε για αυτούς αντίστοιχη, αν όχι ακόμα μεγαλύτερη στρατηγική σημασία από το μέτωπο εναντίον του Άξονα. Λόγω της μη εμπλοκής του τακτικού στρατού του ΕΛΑΣ στην εγκλωβισμένη σε Αθήνα-Πειραιά ένοπλη αναμέτρηση, αυτή είχε εξ υπαρχής αμυντικό χαρακτήρα από την πλευρά του ελληνικού απελευθερωτικού κινήματος. Αυτό το γεγονός, παρά τον απαράμιλλο ηρωισμό και την αυταπάρνηση των ανταρτών μας, είχε ως αποτέλεσμα την αιματηρή ήττα της ένοπλης εξέγερσης του -ανεπαρκέστατα οπλισμένου και αποκομμένου από την βασική εμπειροπόλεμη εξοπλισμένη δύναμη του ΕΛΑΣ- λαού Αθήνας-Πειραιά- από τις συντριπτικά υπέρτερες σε ξηρά, αέρα και θάλασσα δυνάμεις του νέου εισβολέα. Μια ήττα που οδήγησε στην απαράδεκτη συμφωνία της Βάρκιζας και τον αφοπλισμό του ένοπλου βραχίονα της εξέγερσης.
Φυσικά, η ιστορία δεν γράφεται με εκ των υστέρων διατυπωμένες υποθέσεις και εικασίες. Ωστόσο, σε μια συγκυρία όπου οι δυνάμεις του εχθρού είναι υπέρτερες, προς αποφυγή βέβαιου συντριπτικού πλήγματος, με ανεπανόρθωτες επιπτώσεις για το επαναστατικό κίνημα, είναι βέβαιο, ότι η βέλτιστη τακτική , έγκειται τόσο στην με κάθε τρόπο αποφυγή της παγίδευσης σε άμεση αναμέτρηση με τους όρους του εχθρού, όσο και στην αναστολή-χρονική μετάθεση αυτής της αναμέτρησης, με διαφύλαξη και ανάπτυξη του αξιόμαχου του επαναστατικού στρατού, προς επιλογή αν όχι των βέλτιστων, τουλάχιστον ευνοϊκότερων για τη νίκη του επαναστατικού κινήματος όρων σε τοπική και παγκόσμια κλίμακα.
Στην περίπτωση της Ελλάδας τότε, δεν είχαμε μόνο την έκθεση του πλέον απροετοίμαστου, αποκομμένου από την κύρια αξιόμαχη δύναμη και πλημμελώς εξοπλισμένου μέρους του κινήματος της πρωτεύουσας σε συντριπτικό πλήγμα από τον ιμπεριαλισμό, αλλά και την αυτοκαταστροφική ματαίωση της δυνατότητας και της αναγκαιότητας νικηφόρου αναμέτρησης, λόγω του αφοπλισμού του ένοπλου βραχίονα της εξέγερσης. Από αυτή την άποψη, το γεγονός ότι η ηγεσία σύρθηκε με ηττοπάθεια στην επαίσχυντη συμφωνία της Βάρκιζας, συνιστά πράξη αυτοκτονίας για το κίνημα και το λαό.
Αυτό είναι θεμελιώδες δίδαγμα της επαναστατικής θεωρίας και πράξεις, πού επιβεβαιώνεται και από την τραγωδία του ηρωικού μας Δεκέμβρη, από την κλιμάκωση της λευκής τρομοκρατίας και την μετέπειτα ήττα στον δεύτερο γύρο της χαμένης μας επανάστασης. Μπορεί κανείς να συζητά ατελείωτα για όλα τα πιθανά και απίθανα λάθη, για όλες τις αβλεψίες είτε ακόμα και προδοσίες εκ μέρους του τότε υποκειμενικού παράγοντα του ένοπλου επαναστατικού κινήματος της χώρας. Ωστόσο, δυστυχώς, εκείνο το οποίο παραμείνει εντελώς εκτός του πεδίου των περισσότερων ιστορικών και ιδεολογικοπολιτικών ερευνών και αντιπαραθέσεων, είναι το εξής: η αναμέτρηση του υπό κομμουνιστική καθοδήγηση νικηφόρου ένοπλου επαναστατικού κινήματος με τις δυνάμεις των Βρετανών ιμπεριαλιστών εισβολέων και των συνεργατών τους, ακριβώς λόγω της ιμπεριαλιστικής μεθόδευσης, έλαβε χώρα σε μία ιστορική συγκυρία κατά την οποία απαιτούνταν ακόμα τουλάχιστον 5 μήνες αιματηρών μαχών του Κόκκινου Στρατού και των άλλων αντιφασιστικών δυνάμεων μέχρι το κόκκινο λάβαρο της νίκης να καρφωθεί στο Ράιχσταγκ.
Οι κομμουνιστές καλούνταν τότε να αντιμετωπίσουν πρωτόγνωρα στην ιστορία και ανεξιχνίαστα στη θεωρία προβλήματα κλιμάκωσης και επαναστατικοποίησης του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα σε σοσιαλιστική κατεύθυνση στην Ελλάδα, ενώ ο αντιφασιστικός απελευθερωτικός πόλεμος ήθελε μακροχρόνιες αδυσώπητες αναμετρήσεις μέχρι την τυπική του λήξη.
Η αδυσώπητη επιθετικότητα των Βρετανών, που επικαλούνταν τις συμβατικές/συμμαχικές υποχρεώσεις του ΕΑΜ & του ΕΛΑΣ, ενώ δημιουργούσαν τετελεσμένα, όπως και η εκχώρηση στο στρατηγείο της Μ. Ανατολής της πρωτοβουλίας των κινήσεων (που θα μπορούσε να «εφαρμοστεί» ως τακτικός ελιγμός, ώστε να κερδίσουμε χρόνο και να διαφυλάξουμε/αναπτύξουμε τον ένοπλο βραχίονα της εξέγερσης), σε συνδυασμό με την εκπληκτικά διστακτική και αναποφάσιστη στάση της ηγεσίας των Ελλήνων ανταρτών, εξηγούνται σε μεγάλο βαθμό ακριβώς από αυτήν την μοναδική ιστορικά συγκυρία.
Δεν είναι συμβατή με την μαρξιστική-λενινιστική προσέγγιση της ένοπλης εξέγερσης οποιαδήποτε διστακτικότητα και υποχωρητικότητα στον αγώνα μέχρι το τέλος.
Ωστόσο, εδώ έχουμε μία αναμέτρηση, στην οποία οι αντιδραστικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις των «συμμάχων», προβαίνουν σε αστραπιαίο προληπτικό πόλεμο εξόντωσης ενός νικηφόρου κομμουνιστογενούς κινήματος της αντιφασιστικής συμμαχίας, που είχε εξαιρετική συμβολή στην ήττα του τότε Αντικομιντέρν άξονα. Όπως ήταν φυσικό, οι Βρετανοί αντιμετώπιζαν κυνικά τον ΕΛΑΣ ως οργανικό παράρτημα του σοβιετικού στρατού και του κομμουνιστικού κινήματος.
Ενώπιον των Ελλήνων κομμουνιστών εγείρονταν καθήκοντα πρωτοφανούς περιπλοκότητας σε μία δυσμενέστατη συγκυρία από την άποψη του παγκόσμιου συσχετισμού δυνάμεων. Δεν είχαν απλώς να αντιμετωπίσουν εντός της χώρας το πρόβλημα της μετεξέλιξης μιας εθνικοαπελευθερωτικής επανάστασης σε σοσιαλιστική, μέσω της επιτακτικής επίλυσης πρακτικών ζητημάτων των δομών και των χαρακτηριστικών της μεταβατικής εξουσίας. Καλούνταν να επιλύσουν αυτά τα εξαιρετικής περιπλοκότητας ζητήματα σε συνθήκες, όπου οποιαδήποτε ολομέτωπη επίθεση στο νέο εισβολέα θα μπορούσε να εκληφθεί ως υπονόμευση από όργανα της ΕΣΣΔ της ούτως ή άλλως εύθραυστης μέχρι τέλους αντιφασιστικής συμμαχίας στην Ευρώπη και στον κόσμο. Είναι γνωστές άλλωστε οι μυστικές διαπραγματεύσεις των αγγλοσαξόνων με τους ναζί και τα σχέδια από κοινού επίθεσης στην ΕΣΣΔ μέχρι τους τελευταίους μήνες του πολέμου. Σε αυτές τις συνθήκες, η εξ υπαρχής καταδικασμένη μάχη του Δεκέμβρη και ο συνακόλουθος αφοπλισμός των επαναστατικών δυνάμεων είχαν μοιραία αποτελέσματα για το κίνημα.
Η δεκεμβριανή σύγκρουση ήταν πρακτικά προανάκρουσμα των μεταπολεμικών εξελίξεων, προάγγελος του επερχόμενου «Ψυχρού πολέμου», μεταξύ ιμπεριαλιστικού στρατοπέδου και εν δυνάμει στρατοπέδου του πρώιμου σοσιαλισμού, πριν από τη λήξη του Β’ΠΠ.
Είναι ανέφικτη η επιστημονική αποτίμηση της εμπειρίας της σύγκρουσης επανάστασης – αντεπανάστασης και ιμπεριαλιστικής επέμβασης της δεκαετίας του 1940 στη χώρα μας υπό το πρίσμα ενός κοντόφθαλμου εθνοκεντρισμού ή το πολύ ευρωκεντρισμού, σαν να ήταν και είναι ιστορία του ελληνικού επαναστατικού κινήματος αποκομμένη από την νομοτελή κλιμάκωση της παγκόσμιας επαναστατικής διαδικασίας. Η στρατηγικής σημασίας για τους μεταπολεμικούς συσχετισμούς Ελλάδα, προφανώς αποτελούσε από τότε έναν από τους ασθενείς κρίκους του παγκόσμιου συστήματος, με επαναστατική κατάσταση σε εξέλιξη και ευρύτατο λαϊκό έρεισμα του κινήματος, γεγονός το οποίο οδήγησε τους Βρετανούς και αργότερα τους Αμερικανούς ιμπεριαλιστές στη γνωστή βάρβαρη προληπτική επέμβαση και κατοχή, που συνεχίζεται και βαθαίνει μέχρι σήμερα, με το καθεστώς των ξένων βάσεων.
Παρά την τραγική μας ήττα το Δεκέμβρη του ‘44 καθώς και στον επόμενο γύρο της αναμέτρησης, με το έπος του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας, ο αγώνας αυτός, ακριβώς υπό το πρίσμα της παγκόσμιας επαναστατικής διαδικασίας δεν ήταν μάταιος από πολλές απόψεις.
Εδώ είναι σκόπιμο να επισημάνουμε το εξής: μπορεί μεν δυνάμεις της ιμπεριαλιστικής αντίδρασης να νίκησαν τους Έλληνες ήρωες κομμουνιστές και τους συμμάχους τους στα πεδία των άνισων μαχών, ωστόσο, οι τότε σύντροφοι τους κατάφεραν περήφανες νίκες σε άλλα στρατηγικής σημασίας μέτωπα του παγκόσμιου επαναστατικού αγώνα!
Από μόνο του το γεγονός ότι μέχρι τον Αύγουστο του 1949 σημαντικές δυνάμεις κρούσης του ιμπεριαλισμού παρέμεναν εγκλωβισμένες στην Ελλάδα, μακριά από τα άλλα θέατρα πολεμικών επιχειρήσεων της παγκόσμιας επαναστατικής διαδικασίας, συνιστά εκ των πραγμάτων απαράμιλλης ιστορικής σημασίας διεθνιστική βοήθεια προς τις τότε νικηφόρες πρώιμες σοσιαλιστικές επαναστάσεις (σε Κορέα, Κίνα και Βιετνάμ).
Εξαιρετικά κοντόφθαλμα, αντιεπιστημονικά και αντεπαναστατικά είναι τα αφηγήματα/ιδεολογήματα που κατασκευάζουν οι καιροσκόποι των ημερών μας, στην εμμονή τους να καταλογίσουν την τότε ήττα στην ίδια την τακτική του αντιφασιστικού μετώπου που αποφάσισε η Γ’ Κομμουνιστική Διεθνής. Τολμούν να αμαυρώνουν το ίδιο το έπος του ΕΑΜ (χωρίς το οποίο δεν θα προέκυπτε ο ΔΣΕ), χαρακτηρίζοντάς το «οπορτουνιστικό», στο πλαίσιο της πρωτοφανούς αναθεώρησης της επαναστατικής θεωρίας και ιστορίας που μεθοδεύουν, ομνύοντας σε μια μεταφυσική «στρατηγική», αποκομμένη από κάθε τακτική, από κάθε ιστορικά συγκεκριμένη σταδιακή κλιμάκωση των μέσων και των τρόπων, της συγκρότησης και ανάπτυξης του υποκειμένου της επανάστασης. Σε πείσμα αυτής της πρωτοφανούς αποστασίας και αναθεώρησης, όλες ανεξαιρέτως οι νικηφόρες πρώιμες σοσιαλιστικές επαναστάσεις που προέκυψαν στη φλόγα του Β’ΠΠ και των κληροδοτημάτων του ήταν αποτέλεσμα μετωπικών επαναστατικών κινημάτων, υπό την ηγεσία των κομμουνιστών, όπου αυτοί συνέδεαν διαλεκτικά την μετωπική τακτική με την προσήλωση στον στρατηγικό σκοπό της σοσιαλιστικής επανάστασης. Σήμερα, οι δυνάμεις του ιμπεριαλισμού, λόγω της ραγδαίας απώλειας θέσεων (έναντι του ενισχυόμενου συνασπισμού των δυνάμεων του πρώιμου σοσιαλισμού, του αντιιμπεριαλισμού και ασθενέστερων κεφαλαιοκρατικών χωρών που προσανατολίζονται σε αυτόν τον συνασπισμό),δεν έχουν την πολυτέλεια να διχαστούν σε δύο στρατόπεδα, όπως κατά τον Β’ΠΠ.
Ο Μεγάλος Δεκέμβρης του 1944 ενέπνευσε, εμπνέει και θα εμπνέει τους αγώνες. Αποκτά σήμερα ιδιαίτερα διδακτική σημασία για την στάση των κομμουνιστικών και των προοδευτικών δυνάμεων, μέσα στην ιστορικά πρωτοφανή λάβα των επικείμενων νικηφόρων αντιιμπεριαλιστικών και σοσιαλιστικών επαναστάσεων που κυοφορεί και φέρνει ορμητικά στην επιφάνεια ο ραγδαία κλιμακούμενος Γ’ΠΠ.
Ο σημερινός άξονας του ιμπεριαλισμού με επικεφαλής της ΗΠΑ πρέπει να συντριβεί από ένα πανίσχυρο παγκόσμιο αντιιμπεριαλιστικό μέτωπο. Αυτός είναι όρος για την επιβίωση της ανθρωπότητας. Είναι εκ των ων ουκ άνευ όρος για την συντονισμένη νικηφόρο κλιμάκωση της παγκόσμιας επαναστατικής διαδικασίας.
Προϋπόθεση για αυτό είναι ο θεωρητικός και πρακτικός-οργανωτικός αγώνας για τον μαχητικό συντονισμό των αντιιμπεριαλιστικών δυνάμεων σε κάθε χώρα και σ’ όλο τον κόσμο, με πρωτοπόρο σε αυτόν τον ρόλο των συνεπών κομμουνιστικών δυνάμεων.
Τιμή και δόξα στους ήρωες του Δεκέμβρη του ‘44!
Ζήτω η Παγκόσμια Αντιιμπεριαλιστική Πλατφόρμα!
Νίκη στο παγκόσμιο αρραγές μέτωπο των δυνάμεων του αντιιμπεριαλισμού και του σοσιαλισμού.
Νίκη στο επερχόμενο ασίγαστο κύμα αντιιμπεριαλιστικών και σοσιαλιστικών επαναστάσεων.
Επαναστατική Ενοποίηση
Μέλος της Παγκόσμιας Αντιιμπεριαλιστικής Πλατφόρμας