Οι διαδηλώσεις στη Βουλγαρία και η πτώση της κυβέρνησης
Στις 11 Δεκεμβρίου 2025, η βουλγαρική κυβέρνηση ανακοίνωσε την παραίτησή της. Αυτό συνέβη μετά από δύο διαδηλώσεις στις 1 και 10 Δεκεμβρίου, οι οποίες ήταν τεράστιες για τα δεδομένα της Βουλγαρίας και επεκτάθηκαν σε όλες τις μεγάλες πόλεις. Η κυβέρνηση αποτελούταν επίσημα από τρία κόμματα: το GERB (το οποίο κυριαρχούσε στην πολιτική ζωή τα τελευταία 15 χρόνια), το ITN (με ηγέτη έναν λαϊκιστή σόουμαν) και το Βουλγαρικό Σοσιαλιστικό Κόμμα (μην σας ξεγελάσει η λέξη «σοσιαλισμός» στο όνομα του κόμματος, καθώς το κόμμα δεν έχει καμία σχέση με τον σοσιαλισμό). Προκειμένου να εξασφαλίσει την πλειοψηφία στο κοινοβούλιο, η κυβέρνηση υποστηρίχθηκε από το DPS-NN, με ηγέτη τον Delian Peevski, ο οποίος θεωρείται ένας από τους ανθρώπους με τη μεγαλύτερη επιρροή στη Βουλγαρία. Η κυβέρνηση ακολούθησε μια συνεπή πολιτική υποταγής στην ΕΕ, το ΝΑΤΟ και τις ΗΠΑ (όπως σχεδόν πάντα έκανε τα τελευταία 35 χρόνια) και έκανε ό,τι ήταν δυνατόν ώστε να ενταχθεί χώρα στην Ευρωζώνη, κάτι που αναμένεται να συμβεί την 1η Ιανουαρίου 2026.
Στο εσωτερικό, διατήρησε τη βασική γραμμή των τελευταίων 35 ετών, ακολουθώντας τα συμφέροντα του μεγάλου κομπραδόρικου και διεθνούς κεφαλαίου σε βάρος των εργαζομένων. Ταυτόχρονα, συνέχισε την τάση των προηγούμενων κυβερνήσεων να διαθέτει μεγάλα κονδύλια στην αστυνομία και τον στρατό, εξασφαλίζοντας έτσι την προστασία της από μελλοντικές διαμαρτυρίες και ταραχές. Η γραμμή της αντιπαράθεσης με τη Ρωσία και της στρατιωτικής υποστήριξης προς την Ουκρανία παρέμεινε, επίσης, αμετάβλητη. Αναμφίβολα, από την άποψη των κομμουνιστικών και αντιιμπεριαλιστικών δυνάμεων, η κυβέρνηση του Ρόζεν Ζελιάζκοφ ήταν ένας άμεσος αντίπαλος.
Ο κύριος λόγος για τις διαμαρτυρίες ήταν ο προτεινόμενος προϋπολογισμός για το 2026, ο οποίος αναμένεται να είναι ο πρώτος προϋπολογισμός σε ευρώ. Παραδόξως, η αρχική κριτική για τον προϋπολογισμό προήλθε από τη δεξιά, η οποία ισχυριζόταν ότι ο προϋπολογισμός ήταν υπερβολικά «αριστερός». Περιλάμβανε μέτρα όπως αύξηση του φόρου επί των μερισμάτων και του ανώτατου ορίου κοινωνικής ασφάλισης. Οι λεγόμενες «οργανώσεις εργοδοτών» (κάτι σαν «συνδικάτα» καπιταλιστών) αντιτάχθηκαν αμέσως στον προϋπολογισμό και μάλιστα μποϊκοτάρισαν και δεν συμμετείχαν στο παραδοσιακό βουλγαρικό «τριμερές συμβούλιο» (το οποίο πραγματοποιείται πριν από την έγκριση του προϋπολογισμού, μεταξύ εκπροσώπων των εργαζομένων, των εργοδοτών και του κράτους). Τα κόμματα της αντιπολίτευσης, ειδικά η πιο φιλοευρωπαϊκή και φιλοαμερικανική συμμαχία («Συνεχίζουμε την Αλλαγή – Δημοκρατική Βουλγαρία»/«We Continue the Change – Democratic Bulgaria»), ξεκίνησαν μια εντατική εκστρατεία κατά του προϋπολογισμού.

Ξεκίνησε μια μαζική εκστρατεία για να ενθαρρυνθεί η συμμετοχή στη διαμαρτυρία κατά του προϋπολογισμού που είχε προγραμματιστεί για την 1η Δεκεμβρίου. Όλοι οι μεγάλοι τηλεοπτικοί σταθμοί διαφήμισαν το γεγονός. Όλοι όσοι συνδέονται με τα ιδρύματα του Τζορτζ Σόρος, την Ευρωπαϊκή Ένωση και τις Ηνωμένες Πολιτείες δραστηριοποιήθηκαν ενεργά για να υποστηρίξουν αυτή τη διαμαρτυρία. Υπάρχουν διάφορα αντικειμενικά κοινωνικά προβλήματα στη χώρα που έκαναν τους ανθρώπους να είναι αρκετά διατεθειμένοι να βγουν μαζικά στους δρόμους για να διαμαρτυρηθούν ενάντια στην κυβέρνηση. Τους μήνες που προηγήθηκαν της αναμενόμενης υιοθέτησης του ευρώ, ο πληθωρισμός έφτασε σε τεράστιες διαστάσεις. Οι τιμές αυξάνονται κατακόρυφα κάθε μέρα.
Το μέγεθος της διαδήλωσης της 1ης Δεκεμβρίου εξέπληξε ακόμη και τους ίδιους τους διοργανωτές της. Συνολικά, πάνω από 100.000 άνθρωποι διαδήλωσαν σε όλες τις πόλεις, κάτι πολύ σπάνιο για τα δεδομένα της Βουλγαρίας. Πολλοί νέοι συμμετείχαν στις διαδηλώσεις, άνθρωποι στους οποίους απευθυνόταν κυρίαρχα το μήνυμα. Δυστυχώς, έγιναν επίσης εμφανείς ορισμένες αδυναμίες της κοινωνικής και πολιτικής ζωής της Βουλγαρίας των τελευταίων ετών, όπως το πρόβλημα του επιπέδου της πολιτικής κουλτούρας και του πολιτικού αλφαβητισμού. Τα κύρια συνθήματα δεν κατάφεραν να ξεπεράσουν τα αιτήματα για παραίτηση της κυβέρνησης και τις προσωπικές επιθέσεις εναντίον κορυφαίων πολιτικών προσώπων. Μόνο εκπρόσωποι της φιλελεύθερης φιλοαμερικανικής αντιπολίτευσης και ακόμη και ορισμένα φασίζοντα πρόσωπα μίλησαν από την επίσημη εξέδρα της διαδήλωσης. Από τη σκηνή ζητήθηκε ανοιχτά η απαγόρευση της κομμουνιστικής ιδεολογίας («εξυγίανση», σύμφωνα με τα λόγια τους), η δίωξη των «πρακτόρων της Ρωσίας» και η «Μαϊντανοποίηση» της Βουλγαρίας. Αν και διάφοροι άνθρωποι συμμετείχαν στη διαδήλωση, συμπεριλαμβανομένων των αντιπάλων του ιμπεριαλισμού, της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και της εισαγωγής του ευρώ, ο κύριος τόνος της διαδήλωσης στη Σόφια παρέμεινε σύμφωνος με τις προτιμήσεις των δεξιών και αντικομμουνιστικών δυνάμεων. Παραδόξως, η δεξιά φιλοαμερικανική και φιλοευρωπαϊκή κυβέρνηση επικρίθηκε από τη δεξιά φιλοαμερικανική και φιλοευρωπαϊκή αντιπολίτευση για το ότι δεν υποστήριζε επαρκώς αυτό που ονομάζεται «ευρωατλαντισμός» στη Βουλγαρία και για το ότι δεν παρείχε επαρκή υποστήριξη στο καθεστώς της Ουκρανίας. Υπήρξαν ακόμη και προκλήσεις και σκηνές βίας.

Έξω από την πρωτεύουσα Σόφια, όπου οι δυνάμεις της αντίδρασης δεν έχουν τόσο έντονη παρουσία, η κατάσταση ήταν ελαφρώς διαφορετική. Σε ορισμένα μέρη, παρατηρήθηκαν λογικά αιτήματα, ακόμη και κάποια κατά της ένταξης της χώρας μας στην Ευρωζώνη. Δυστυχώς, στη Βουλγαρία οι πολιτικές εξελίξεις είναι υπερβολικά συγκεντρωμένες στο κέντρο της πρωτεύουσας και η κύρια απήχηση προέρχεται από τα γεγονότα εκεί, όπου οι φιλοϊμπεριαλιστικές δυνάμεις είναι ισχυρότερες.
Οι κύριοι διοργανωτές της διαδήλωσης από την φιλελεύθερη φιλοδυτική αντιπολίτευση μεθυσμένοι από την επιτυχία της διαμαρτυρίας κλιμάκωσαν το αίτημά τους από την απόσυρση του προϋπολογισμού του 2026 στην παραίτηση της κυβέρνησης. Μια δεύτερη διαμαρτυρία προγραμματίστηκε για τις 10 Δεκεμβρίου 2026.
Οι κομμουνιστικές, επαναστατικές και αντιιμπεριαλιστικές δυνάμεις βρέθηκαν αντιμέτωπες με το ερώτημα πώς να ανταποκριθούν σε αυτά τα γεγονότα. Ήταν σαφές ότι σε αυτές τις διαδηλώσεις συμμετείχε ένας τεράστιος αριθμός απλών ανθρώπων, οι οποίοι δεν έπρεπε να αφεθούν στα χέρια των φιλελεύθερων και ακροδεξιών που ηγούνταν αυτών των διαμαρτυριών. Η υποστήριξη της κυβέρνησης ήταν αδύνατη λόγω του βαθιά αντιλαϊκού χαρακτήρα της. Ορισμένοι, όπως το «Κόμμα Αναγέννησης/Revival Party» (το οποίο συνέβαλε σημαντικά στον αγώνα του βουλγαρικού λαού ενάντια στην ένταξη στην Ευρωζώνη, επικρίνοντας την αποστολή όπλων στην Ουκρανία και την αποικιακή θέση της Βουλγαρίας), κάλεσαν τους οπαδούς τους να συμμετάσχουν στις αντικυβερνητικές διαμαρτυρίες, τονίζοντας τον αντιλαϊκό χαρακτήρα της κυβέρνησης. Άλλοι, όπως το «Κίνημα 23 Σεπτεμβρίου/ Движение 23 септември», προσπάθησαν να αξιοποιήσουν την περίσταση για να διαδώσουν το μήνυμα της ανάγκης του κόσμου να αγωνιστεί μέχρι τέλους ενάντια στην υιοθέτηση του ευρώ στη Βουλγαρία και ενάντια στην ιμπεριαλιστική εξάρτηση της χώρας. Πριν από τη δεύτερη διαδήλωση στις 10 Δεκεμβρίου, υπήρχαν εντάσεις και απειλές (κυρίως στο διαδίκτυο) που καλούσαν τους αντιπάλους του ΝΑΤΟ και της ΕΕ να μείνουν έξω από τη διαδήλωση.

Τελικά, η δεύτερη διαδήλωση στις 10 Δεκεμβρίου προσέλκυσε τουλάχιστον τόσο κόσμο όσο και η πρώτη. Η κατάσταση στη Σόφια ήταν παρόμοια: οι συμμετέχοντες στη διαδήλωση ήταν ανομοιογενείς, αλλά στο προσκήνιο κυριαρχούσαν διάφορες αντιδραστικές δυνάμεις. Νεοφασιστικές ομάδες έφεραν ένα τεράστιο πανό με τη φράση «Εδώ δεν είναι Μόσχα», με τη ρωσική σημαία και το γράμμα Ζ διαγραμμένο. Οι αντιιμπεριαλιστικές δυνάμεις ήταν παρούσες με δικό τους μπλοκ στη διαδήλωση. Και πάλι, σε άλλες πόλεις, υπήρχαν επίσης αιτήματα για τη διατήρηση του εθνικού νομίσματος, που μπορούσαν να διακριθούν ανάμεσα στα άλλα συνθήματα.
Την επομένη των δεύτερων διαδηλώσεων, η κυβέρνηση αποφάσισε να παραιτηθεί. Κάποιοι δήλωσαν ότι αυτό ήταν «νίκη για τον λαό», ενώ άλλοι είδαν διάφορα παρασκηνιακά παιχνίδια μεταξύ των κορυφαίων πολιτικών προσώπων. Υπάρχουν επαρκείς λόγοι για να θεωρηθούν αυτά τα γεγονότα τόσο ως λαϊκή εξέγερση κατά της πολιτικής ελίτ όσο και, ταυτόχρονα, ως απόπειρα «έγχρωμης επανάστασης» και «Μαϊντάν» – στοιχεία και των δύο ήταν παρόντα στις βουλγαρικές πλατείες. Η παραίτηση της κυβέρνησης σε αυτό το σημείο, ωστόσο, σημαίνει ότι κανείς δεν θα αναλάβει την πολιτική ευθύνη για τον τεράστιο πληθωρισμό που αναμένουμε σε σχέση με την υιοθέτηση του ευρώ την 1η Ιανουαρίου 2026. Από την άλλη πλευρά, αυτό αφήνει περιθώρια στις αντιιμπεριαλιστικές δυνάμεις να καταβάλουν κάθε δυνατή προσπάθεια για να αποτρέψουν την είσοδο στην Ευρωζώνη, η οποία υπήρξε ο σημαντικότερος αγώνας του βουλγαρικού λαού τα τελευταία χρόνια.
Σε κάθε περίπτωση, η εμπιστοσύνη στο υπάρχον σύστημα έχει κλονιστεί σοβαρά και αναζητούνται εναλλακτικές λύσεις. Είναι όλα θέμα επαρκούς οργάνωσης για να επιτευχθούν οι απαραίτητοι μετασχηματισμοί που θα απελευθερώσουν τον βουλγαρικό λαό από το καπιταλιστικό σύστημα και την αποικιακή εξάρτηση από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις.
«Κίνημα 23 Σεπτεμβρίου» / «Движение 23 септември»