Του Γιώργου Σαράντη
Με αφορμή τη χριστουγεννιάτικη εορταστική περίοδο, επανεμφανίζεται κατά τόπους ο «θεσμός» της «Λευκής Νύχτας», δηλαδή της παράτασης του ωραρίου λειτουργίας των εμπορικών καταστημάτων ως αργά το βράδυ με ταυτόχρονη διεξαγωγή εκδηλώσεων που σκοπό έχουν (όπως διατείνονται δήμοι και διοργανωτές) την τόνωση των μικρομεσαίων κυρίως επιχειρήσεων μιας περιοχής και την ενίσχυση της τοπικής αγοράς που μοιραία υστερεί σε προβολή και τζίρους έναντι των Malls ή των πολυσύχναστων καταστημάτων του κέντρου. Μια τέτοια πρωτοβουλία έλαβε χώρα πρόσφατα και στη γειτονιά μου, δίνοντας έτσι το έναυσμα να διατυπώσω ορισμένες προσωπικές σκέψεις.
Η διοργάνωση της Λευκής Νύχτας στην Ηλιούπολη, καταρχάς είχε μία ιδιαιτερότητα. Δεν ήταν «Λευκή» αλλά «Χρυσή». Η επιλογή διαφορετικού «χρώματος» θα μπορούσε να υποθέσει κανείς πως ταιριάζει πιο καλά με Χριστούγεννα αλλά προσωπικά θεωρώ πως μάλλον παραπέμπει σε προσπάθεια διαφοροποίησης από τα στοιχεία εκείνα που στο αρχικό μαζικό λανσάρισμα του «θεσμού» είχαν επισημανθεί και δεχτεί (δίκαιη) κριτική ως αφετηρίες κατάργησης εργασιακών κεκτημένων δεκαετιών, όπως το σταθερό ωράριο εργασίας των υπαλλήλων, ο περιορισμός τη απλήρωτης υπερεργασίας, το δικαίωμα στον προσωπικό ελεύθερο χρόνο κλπ.
Στη «Χρυσή Νύχτα», το ωράριο των εμπορικών καταστημάτων αποφασίστηκε να παραταθεί ως και τη μία μετά τα μεσάνυχτα, ενώ από τα μέσα επικοινωνίας του δήμου διαφημίστηκε έντονα και η «πολιτιστική» πλευρά, με τη διοργάνωση συναυλίας γνωστού διασκεδαστή στην κεντρική πλατεία. Διάφορα καταστήματα ανακοίνωσαν ειδικές εκπτώσεις αποκλειστικά για τη μέρα αυτή καθώς και δρώμενα με κεράσματα. Δεν πήγα είναι η αλήθεια αλλά τις επόμενες μέρες, τοπικά δημοσιεύματα έκαναν λόγο για μεγάλη επιτυχία, μαζική κοσμοσυρροή και ικανοποίηση από την πλευρά των καταστηματαρχών, με υπόσχεση για βέβαιη επαναδιοργάνωση. Και σε αντίθεση με άλλες φορές, πέρα και ανεξάρτητα από τα πολλά φωτογραφικά στιγμιότυπα που διακινούνται, εδώ επί του συγκεκριμένου δεν έχω λόγο να μην το πιστέψω. Μάλιστα θεωρώ απολύτως αναμενόμενη τη μαζικότητα αυτή.
Θεωρώ πως ο βασικός λόγος είναι, ο βαθύς και δομικός μετασχηματισμός που έχει επέλθει στη συλλογική ψυχοσύνθεση (με την έννοια της πλειοψηφικής, ταυτόσημης αντίληψης-στάσης-δράσης) έπειτα από την υπερδεκαετή, εντατική επίδραση των εξαιρετικά βίαιων αναθεωρήσεων και ανατροπών κάθε «κοινωνικής-εργασιακής σταθεράς» που θεωρούνταν απολύτως εδραιωμένη και αδιαπραγμάτευτη, μέσα από τα λεγόμενα Μνημόνια, τα οποία έκαναν την εμφάνισή τους το 2010 και έκτοτε διαδέχτηκαν το ένα το άλλο μέχρι την οριστική και αέναη ενσωμάτωσή τους στο εθνικό νομοθετικό πλαίσιο το 2015, η οποία βαπτίστηκε «έξοδος».
Δεν θα σταθώ στις επιμέρους, αμέτρητες εξειδικεύσεις των σαρωτικών διαλυτικών επιδράσεων που επέφερε η μνημονιακή (βλ. ακραία νεοφιλελεύθερη) «εργαλειοθήκη» στο λαϊκό εισόδημα, στην κατακρήμνιση του βιοτικού επιπέδου της κοινωνικής πλειοψηφίας και στην αποχαλίνωση της εργασιακής και ευρύτερης κοινωνικής εκμετάλλευσης, τα αριθμητικά στοιχεία είναι γνωστά και καταγεγραμμένα. Θα εστιάσω κυρίως στις (μαζικές) ψυχολογικές συνέπειες της διαδικασίας αυτής, οι οποίες είναι πλέον όχι μόνο ορατές αλλά πανταχού παρούσες, τόσο στον στενό μας προσωπικό «μικρόκοσμο» όσο και στο σύνολο σχεδόν των καθημερινών μας αλληλεπιδράσεων, ακόμη κι αν οι τελευταίες αφορούν σε φαινομενικά «άσχετα» με την οικονομία ή τα εργασιακά, πεδία.
Στη Λευκή/Χρυσή Νύχτα λοιπόν, πολλοί άνθρωποι «επέλεξαν» να εργαστούν παραπάνω μέχρι αργά τη νύχτα και ακόμη περισσότεροι «επέλεξαν» να συμμετάσχουν ως περαστικοί ή καταναλωτές. Κοινό ζητούμενο εδώ είναι η διαλεύκανση του πραγματικού πυρήνα της «επιλογής».
Από την πλευρά των συμμετεχόντων-καταναλωτών κλπ., είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι στη συντριπτική τους πλειοψηφία είναι νέοι άνθρωποι, χρονολογικά γεννημένοι και μεγαλωμένοι αποκλειστικά εντός της «νέας κανονικότητας» που επέφερε η μνημονιακή επέλαση, γαλουχημένοι στο να εκλαμβάνουν ως κάτι το «φυσιολογικό» και «αυτονόητο» τη «ρευστή» και «ελαστική» μορφή τόσο των εργασιακών όσο και των ευρύτερων σχέσεων μεταξύ πολίτη και κράτους. Για τις γενιές αυτές, η επισφάλεια όχι μόνο δεν γίνεται σε βάθος αντιληπτή αλλά αντιθέτως εκλαμβάνεται ως αυτονόητη ποιότητα, ακόμη και ως «αρετή» που «ωθεί» τον άνθρωπο να κινείται διαρκώς, να μη μένει «στάσιμος» αλλά να ζει σε όλο και εντατικότερους ρυθμούς ώστε να κατακτήσει κάποτε τον πολυπόθητο στόχο μιας αφηρημένης «καταξίωσης», η οποία δεν ορίζεται με δείκτες και δεδομένα μετρήσιμα αλλά κινείται σε μια φαντασιακή μιντιακή ψευδοκατασκευή. Το υποκείμενο το οποίο δεν διαθέτει καμία βιωματική αντίληψη και εμπειρία ουσιαστικών και χειροπιαστών κεκτημένων του παρελθόντος, είναι πρακτικά αδύνατο να ορίσει σταθερές, να κάνει συγκρίσεις με το παρόν και να θέσει διεκδικήσεις και στόχους. Αντιθέτως, κάθε πιθανή εξωτερική παραίνεση προς την κατεύθυνση αυτή, προσκρούει σε μια αντανακλαστική άρνηση προς το «παρωχημένο» και «αποτυχημένο» του (κάποιου αόριστου) παρελθόντος. Η άρνηση συμμετοχής σε μια δράση που εντάσσεται στο πλαίσιο που θεωρεί «ορθό» είναι «αντικοινωνική πράξη», επομένως το άτομο θα «επιλέξει» να συμμετάσχει άρα να παρουσιαστεί και ως κοινωνικά αποδεκτό και ισότιμο.
Από τη μεριά του υπαλλήλου ή/και του εμπόρου, τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα μιας και ενυπάρχουν τόσο ο πιθανός (ευθύς ή πλάγιος) εξαναγκασμός του δεύτερου προς τον πρώτο, όσο και (μιας και μιλάμε για μικρομεσαίες επιχειρήσεις που συνήθως ο έμπορος είναι και ο υπάλληλος) η «οικειοθελής» προσχώρηση στο διαχρονικό, κυρίαρχο ψευδο-αφήγημα των «ευκαιριών για όλους». Δεκαετίες δεκαετιών, σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του κόσμου που βρίσκονται κάτω από τον ολοκληρωτική εξουσία του κεφαλαίου, εκείνος που δεν τα βγάζει πέρα, εκείνος που παλεύει ολημερίς στο μικρό μαγαζί του για να πληρώσει λογαριασμούς είναι αυτός «που δεν προσπαθεί αρκετά», είναι ο «τεμπέλης», ο «ανίκανος» να διακρίνει, να εκμεταλλευθεί και να κάνει κτήμα του την «ποικιλία» δυνατοτήτων που «ανοίγονται» εμπρός του. Το ευρύτερο κυρίαρχο πλαίσιο που συντρίβει κυριολεκτικά και μεταφορικά τις ζωές των πολλών, περνά απαρατήρητο κάτω από την αγωνιώδη προσπάθεια να βγει το μικρό κεφάλι για να πάρει ανάσα μέσα στον ωκεανό των μονοπωλιακών μεγαθηρίων που εδραιώνονται και γιγαντώνονται με την αμέριστη συνδρομή ακριβώς των θεσμικών παραγόντων εκείνων που δήθεν κόπτονται για το λαϊκό εισόδημα και τη σταδιακή εξαφάνιση του συνοικιακού εμπορίου. Ας μη γελιόμαστε, κανείς δεν απολαμβάνει να εργάζεται μέχρι τη μία το βράδυ αλλά το «επιλέγει» κάνοντας την ανάγκη φιλοτιμία.
Και όλο αυτό καταλήγει σε μία ακόμα καθοδική περιστροφή στο σπιράλ της συλλογικής παραίτησης ενός κόσμου που έχει πειστεί ότι μέχρι πρότινος απολάμβανε κάποιου είδους «κατάχρηση δικαιωμάτων» και «του αξίζει» πια να πληρώνει.
Και τι κάνουμε, θα μου πεις. Ματαιότης ματαιοτήτων; Είναι πράγματι ένα ερώτημα δύσκολο, δεδομένης μιας συνολικά επικρατούσας κατάστασης που δεν δείχνει να προμηνύει (τουλάχιστον στο ορατό μέλλον) ριζικές ανακατατάξεις και ανατροπές. Το βέβαιο είναι ότι είναι αναγκαία η νηφάλια ανάγνωση και πρόσληψη της πραγματικότητας, μακριά από παραμορφωτικούς φακούς και διαθλάσεις. Η επένδυση στα θεωρητικά εργαλεία ανάλυσης και η επιδίωξη της ιστορικής γνώσης πάνω στα κοινωνικά κεκτημένα, συνιστούν προϋποθέσεις απαραίτητες για την όποια διαμόρφωση μιας αφετηρίας προς την αλλαγή. Όπως η Λευκή Νύχτα άλλαξε όνομα σε Χρυσή, έτσι και η «πρώτη σκέψη» πρέπει να είναι η δεύτερη, η κριτική αμφισβήτηση δηλαδή κάθε πολυδιαφημισμένης «βεβαιότητας», κάθε «μονόδρομου», κάθε «νομοτέλειας» που λανσάρεται από πάνω προς τα κάτω, έτσι ώστε ποτέ και για κανέναν να μην αλλάζει τίποτα προς το καλύτερο αλλά απλώς να «απολαμβάνουμε» να ψωνίζουμε όλο και πιο αργά, να εργαζόμαστε όλο και πιο πολύ για όλο και πιο λίγα για να λέμε ορίστε τι «προοδευμένοι» που είμαστε.