Τι είναι και τι επιδιώκει
η Συλλογικότητα αγώνα για την
ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΕΝΟΠΟΙΗΣΗ
ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΑΣ
Περιεχόμενα:
1. Ιστορικό αδιέξοδο και προοπτική.
2. Ιστορική εποχή, κρίση, συγκυρία και καθήκοντα.
3. Κρίση και αναντιστοιχία του κινήματος.
4. Διεκδικήσεις μετωπικού αγώνα.
5. Ταξικός διεθνιστικός αγώνας και πάλη για λαϊκή κυριαρχία στον «ασθενή κρίκο» με προοπτική.
6. Θεωρητικά και πρακτικά καθήκοντα στη μεταβατική εποχή.
7. Ιστορικοί όροι και όρια συγκρότησης του υποκειμένου: μέσω του μετώπου στο νέο κόμμα. Για το χαρακτήρα του μετώπου.
8. Η αναγκαιότητα, τα καθήκοντα και τα χαρακτηριστικά της συλλογικότητας αγώνα για την Επαναστατική Ενοποίηση της ανθρωπότητας.

1.         Ιστορικό αδιέξοδο και προοπτική.
Υπάρχει διέξοδος μέσα στη δίνη της καταστροφής που δρομολογήθηκε με την κρίση; Υπάρχει άλλη προοπτική από αυτήν της διαιώνισης του φαύλου κύκλου του κοινωνικού πολέμου; Για τον άνθρωπο που είναι εγκλωβισμένος στο βίωμα της ακλόνητης κυριαρχίας του κεφαλαίου, η κατάσταση προβάλλει σαν ανυπέρβλητη. Σαν να μην έχει η κοινωνία άλλο δρόμο από το μονόδρομο της απώλειας ουσιαστικών όρων διαβίωσης, της ταπείνωσης και κατάπτωσης του ανθρώπου της εργασίας, της απώλειας της αξιοπρέπειάς του και του μαρασμού του συνόλου των κεκτημένων του υλικού και πνευματικού πολιτισμού, που κλιμακώνεται όλο και πιο δραματικά για τις επόμενες γενιές.
Οι σειρήνες του καθεστώτος σπεύδουν να ξεριζώσουν ακόμα και την ίδια την ιδέα αναζήτησης εναλλακτικής πορείας και ελπίδας έναντι αυτής της ζοφερής οπισθοδρόμησης της ανθρωπότητας. Όσες προσπάθειες κι αν καταβάλλουν οι απολογητές των αγορών, αδυνατούν να προτάξουν κάποιο λίγο – πολύ ελκυστικό μέλλον, μιαν υπόσχεση βελτίωσης της ζωής τουλάχιστον των επόμενων γενεών. Ιδιαίτερα σε χώρες σαν την Ελλάδα, πασχίζουν να πείσουν το λαό ότι οι επόμενες γενεές θα ζήσουν χειρότερα από τις προηγούμενες, και ότι η αποδοχή αυτής της φρίκης είναι η μόνη «υπεύθυνη» στάση… Οι ίδιοι οι κορυφαίοι σύμβουλοι του κυρίαρχου συστήματος, ομολογούν κυνικά αυτό το στρατηγικό αδιέξοδο του κόσμου του κεφαλαίου. Αδιέξοδο που καθιστά την άρχουσα τάξη ακόμα πιο αδίστακτη, καταδικασμένη να αγωνίζεται για την όποια παράταση της κυριαρχίας της με αδυσώπητους πολέμους σε όλα τα επίπεδα. Έτσι, δεν της απομένει άλλη «στρατηγική» επιβίωσης από την αναζήτηση της εκάστοτε έγκαιρης και αποτελεσματικής χειραγωγικής διασάλευσης των πραγμάτων (ιδεολογικά, κοινωνικά, ψυχολογικά, πολιτικά, στρατιωτικά κ.ο.κ.), κατά τρόπον ώστε η όποια άλλη πλευρά (ανταγωνιστικά κεφάλαια, δυνάμεις, συνασπισμοί και κυρίως: το επαναστατικό κίνημα) να μη μπορεί να συγκροτηθεί με αρκετή δύναμη ώστε να αμφισβητήσει ή να απειλήσει την κυριαρχία της.
Ωστόσο, ο άνθρωπος, η ανθρωπότητα, δεν μπορεί να ζήσει χωρίς προοπτική. Η απουσία θετικής προοπτικής σηματοδοτεί μόνο μια κτηνώδη βαρβαρότητα και το θάνατο.
Και όμως, υπάρχει διέξοδος για τον πολιτισμό, υπάρχει ζωή, εναλλακτική πορεία ελπίδας και προοπτικής για την ανθρωπότητα. Η εποχή έχει αλλάξει. Η κεφαλαιοκρατία έχει περάσει ανεπιστρεπτί την ορμή της παντοκρατορίας της κυριαρχίας της. Ορμή που είχε τροφοδοτηθεί από την συντριβή των περισσότερων κατακτήσεων και του κινήματος του πρώιμου σοσιαλισμού. Μέσα στη γενικευμένη κρίση, η συνειδητοποίηση των καταστροφικών αδιεξόδων του κεφαλαιοκρατικού συστήματος από εκατομμύρια ανθρώπων, σε συνδυασμό με την ομολογία πλέον της αδυναμίας άρθρωσης θετικής προοπτικής για την ανθρωπότητα από τις δυνάμεις του καθεστώτος, σηματοδοτεί νέες δυνατότητες επαναστατικής διεξόδου με εναλλακτική προοπτική. Μόνο που αυτή την προοπτική δεν θα τη βρει κανείς έτοιμη, ουρανοκατέβατη στην πεπατημένη οδό, ούτε και διαθέσιμη ανάμεσα σε συνταγές από τις κουζίνες του παρελθόντος. Δεν θα έλθει από μόνη της, ούτε και θα τη φέρουν ποικιλώνυμοι σωτήρες με νωθρή ανάθεση των απελπισμένων ή με τυραννική επιβολή πυγμής. Η διέξοδος αυτή της ελπίδας και της προοπτικής, δεν χάνεται σ’ ένα απροσδιόριστο «σοσιαλιστικό» μέλλον, δεν θα έλθει από «φωτισμένες» μειοψηφίες-«πρωτοπορίες», από αυτόκλητους σωτήρες, ούτε από «υπεύθυνους διαχειριστές και διαπραγματευτές», με το λαό στη γωνία, απλό θεατή και ψηφοφόρο… Δεν συνιστά διέξοδο η μοιρολατρία και η υποταγή. Η μόνη βιώσιμη διέξοδος από τα αδιέξοδα της εποχής είναι ο επαναστατικός δρόμος που ανοίγει ο ίδιος ο λαός, που αναβαθμίζει και συντονίζει τον αγώνα, για τη ζωή του, για τις ανάγκες του, για το μέλλον των επόμενων γενεών.
Η διέξοδος αυτή απαιτεί συστηματικές και άοκνες προσπάθειες. Απαιτεί άλλου τύπου επαναστατική θεωρία, συνείδηση, στάση ζωής, συλλογικότητα και δράση. Απαιτεί έρευνα και κατανόηση του ιστορικού σταδίου, της εποχής, της συγκυρίας και του φάσματος δυνατοτήτων δράσης του υποκειμένου, με δημιουργική ανάπτυξη – διαλεκτική άρση των κεκτημένων της επαναστατικής θεωρίας (του μαρξισμού) και αντίστοιχο αναστοχασμό του συνόλου της ιστορικής εμπειρίας του επαναστατικού κινήματος. Απαιτεί υπέρβαση των παραλυτικών συνδρόμων της ήττας του επαναστατικού κινήματος και της ματαίωσης της μαχητικής, αγωνιστικής στάσης ζωής που επικράτησαν από τις τελευταίες δεκαετίες του 20ου αι. Μιας ήττας που εκφράστηκε με παθητικοποίηση και ιδιώτευση των εργαζομένων μαζών, με χρόνια συκοφάντηση, χλευασμό και υπονόμευση της δυναμικής του συλλογικού αγώνα, με την επικράτηση στα εναπομείναντα θραύσματα πολιτικών μορφωμάτων του εργατικού επαναστατικού κινήματος παραλλαγών δύο αλληλοτροφοδοτούμενων αδιέξοδων τάσεων: 1. της παραίτησης από κάθε επαναστατική προοπτική ριζικού μετασχηματισμού της κοινωνίας και του περιορισμού σε στρατηγικές προσαρμογής στο κυρίαρχο καθεστώς, με δόσεις ήπιων «λελογισμένων» μεταρρυθμίσεων διαχειριστικού χαρακτήρα εντός του, συνοδευόμενες από ανερμάτιστη αναθεώρηση της επαναστατικής θεωρίας και υιοθέτηση ποικίλων αστικών ιδεολογημάτων και 2. της αμυντικής περιχαράκωσης σε όλο και πιο αυτοαναφορικά μορφώματα, αδύναμα για μαζικό επαναστατικό αγώνα με πρωτοβουλία κινήσεων, εχθρικά-φοβικά απέναντι στην παραμικρή διαφοροποίηση από τις δομές τους, επενδεδυμένες με κωδικοποιημένες σε ιδιολέκτους δογματικές προσκολλήσεις σε ποικίλες εκδοχές ιδεολογικών σχημάτων του παρελθόντος. Μάλιστα, η τάση περιχαράκωσης και απόσπασης από την πραγματικότητα, επενδύεται με φραστική πλειοδοσία σε επαναστατική ρητορεία, ενώ και οι δύο τάσεις έχουν δημιουργήσει «σχολές» υποκατάστασης-υπεραναπλήρωσης της παραίτησης και της πρακτικής ανημποριάς τους με λόγια περί της αριστεράς και του κινήματος…
Μόνο με συνειδητή υπέρβαση των παραπάνω εμποδίων και διαλυτικών τάσεων, με αναπροσανατολισμό του κινήματος σε δημιουργική-επαναστατική κατεύθυνση μπορεί να γίνει αντιληπτή η Λογική της Ιστορίας ως αναγκαία βάση για την επικαιροποίηση-επαναστατικοποίηση της επαναστατικής θεωρίας και μεθοδολογίας της εποχής μας, με δύο έννοιες: 1) με την ευρεία έννοια, της βαθύτατης διάγνωσης της αναγκαιότητας για την επαναστατική μετάβαση στην ενοποίηση της ανθρωπότητας, και 2) με τη στενή έννοια, της διακρίβωσης και συγκεκριμενοποίησης των αντικειμενικών και υποκειμενικών όρων εκδήλωσης, συστηματικής κλιμάκωσης και νικηφόρου επικράτησης της σοσιαλιστικής επανάστασης στη σύγχρονη εποχή και συγκυρία.
Μόνον έτσι μπορεί να γίνει αντιληπτό και το γεγονός, ότι ο άνθρωπος δεν σκύβει μόνο για να γονατίσει, να παραδοθεί στην κυριαρχία των αδηφάγων δυνάμεων του ζόφου και του θανάτου μιας εκμετάλλευσης και καταπίεσης δίχως τέλος, αλλά και για να σηκωθεί πιο δυνατός. Μέσα στην τωρινή καμπή, μέσα στην παραζάλη από τους νοσηρούς σπασμούς της κρίσης, μέσα στην κάμψη των γνωστών μέσων και τρόπων του κινήματος, είναι που κυοφορείται μια πρωτόγνωρη συσπείρωση δημιουργικών δυνάμεων του κοινωνικού σώματος και πνεύματος. Συσπείρωση που θα τη διαδεχθεί η εκτίναξη ενός πρωτόγνωρου τιτάνιου απελευθερωτικού άλματος της ανθρωπότητας προς την ωριμότητά της, προς την επαναστατική ενοποίησή της, μέσα από θυελλώδεις αλλαγές.
Μόνον έτσι μπορούν να κατανοηθούν ορθολογικά και νηφάλια τα δομικά χαρακτηριστικά, οι αντιφάσεις, τα αδιέξοδα, οι καταστροφικές δυνάμεις, αλλά και οι δημιουργικές δυνατότητες επαναστατικών αλλαγών που κυοφορεί η ιστορία στο σύγχρονο στάδιο της κεφαλαιοκρατίας.
2. Ιστορική εποχή, κρίση, συγκυρία και καθήκοντα.
Η ιμπεριαλιστική παγκοσμιοποίηση, είναι η βαθμίδα εκείνη της ανάπτυξης της κεφαλαιοκρατίας, στην οποία έχει διαμορφωθεί η κυριαρχία των διεθνικών πολυκλαδικών μονοπωλιακών ομίλων και του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, δημιουργείται η τεχνολογική και οργανωτική βάση ενοποίησης της παραγωγής σε παγκόσμια κλίμακα από αυτούς τους ομίλους, έχουν αποκτήσει εξαιρετική σημασία οι κολοσσιαίες και ακαριαίες χρηματοπιστωτικές ροές στις παραγωγικές διαδικασίες και στις σχέσεις παραγωγής, κλιμακώνεται η ανακατανομή του κόσμου μεταξύ των διεθνικών μονοπωλιακών ομίλων και η πάλη για την ανακατανομή εδαφών, υπεδάφους, θαλασσών, αέρος, διαστήματος και ισχύος μεταξύ των μεγαλύτερων κεφαλαιοκρατικών χωρών και των πόλων-συνασπισμών τους, ενώ -ιδιαίτερα μέσα στην κρίση- επιχειρείται η βίαιη (με όρους κοινωνικοοικονομικού ή/και θερμού πολέμου, με προσφυγή σε εκδοχές εκφασισμού) διακρατικομονοπωλιακή επιβολή νέων πολυεπίπεδων μορφών κυριαρχίας και εκμετάλλευσης χωρών, ομάδων χωρών και πληθυσμών. Τα παραπάνω φέρουν το στίγμα των αλλαγών στην εκτατική και εντατική ανάπτυξη, που επήλθαν με την άνοδο και την πτώση των πρώιμων σοσιαλιστικών επαναστάσεων του 20ου αι. και με την αλληλεπίδρασή τους με τον κόσμο του κεφαλαίου.
Τα χαρακτηριστικά της σύγχρονης βαθμίδας, παρουσιάζουν ομοιότητες και διαφορές, στοιχεία συνέχειας και ασυνέχειας έναντι αυτών του σταδίου του ελεύθερου ανταγωνισμού και του ιμπεριαλισμού των αρχών του 20ού αι. Οι αλλαγές που επήλθαν έκτοτε, δεν είναι απλώς ποσοτικές, δεν είναι απλώς αλλαγές τάξης μεγέθους ή κλίμακας στα πλαίσια του ίδιου σταδίου. Αφορούν ποιοτικές και ουσιώδεις μεταβολές σε όλα τα επίπεδα της παραγωγικής επενέργειας στη φύση, των σχέσεων παραγωγής, της όλης δομής και των λειτουργιών του ιεραρχημένου και διατεταγμένου σε τοπική, περιφερειακή και παγκόσμια κλίμακα κεφαλαιοκρατικού συστήματος, σε συνάρτηση με την άνοδο και την πτώση των πρώτων πρώιμων εγχειρημάτων άρσης της κεφαλαιοκρατίας. Οι συνδεόμενες με το δεύτερο στάδιο της επιστημονικοτεχνικής επανάστασης αλλαγές στην κλίμακα και στον χαρακτήρα της εργασίας και οι συνακόλουθες αλλαγές του υποκειμένου της εργασίας, η φύση των διεθνικών-πολυεθνικών ομίλων με τον κυρίαρχο ρόλο του χρηματοπιστωτικού επιπέδου των σχέσεων παραγωγής στην κεφαλαιακή συσσώρευση, η διεύρυνση και εμβάθυνση των ιμπεριαλιστικών σχέσεων παραγωγής από τη σφαίρα της παγκόσμιας κυκλοφορίας (εμπορευμάτων και κεφαλαίων) στη σφαίρα της ίδιας της παραγωγικής (επιστημονικής, τεχνολογικής, ενεργειακής, πληροφοριακής κ.ο.κ.) βάσης, η ανταγωνιστική αλληλεπίδραση της κεφαλαιοκρατίας με τον πρώιμο σοσιαλισμό, στοιχειοθετούν εν πολλοίς αυτές τις παντελώς απούσες στις αρχές του 20ού αι. ποιοτικές και ουσιώδεις μεταβολές που σηματοδοτούν το νέο στάδιο.
Η οικονομική κρίση, που εκδηλώθηκε με ιδιαίτερη σφοδρότητα από το 2008, αποτελεί δομική κρίση του κεφαλαιοκρατικού συστήματος, κρίση, δηλαδή, στην οποία εκδηλώνονται οι θεμελιώδεις αντιφάσεις του σύγχρονου σταδίου αυτού του παγκόσμιου συστήματος. Εκκινεί από τη σφαίρα της παραγωγής, από τη σύγχρονη βαθμίδα ανάπτυξης της βασικής αντίθεσης του συστήματος, της αντίθεσης εργασίας – κεφαλαίου, ζωντανής – νεκρής εργασίας, ωστόσο, εκδηλώνεται με πολυεπίπεδο τρόπο και στη σφαίρα της κυκλοφορίας, και από εκεί ανατροφοδοτεί με κρισιακά χαρακτηριστικά όλο το πλέγμα παραγωγής και κυκλοφορίας του κεφαλαίου. Σχετίζεται με την πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους, που οδηγεί στη μετάβαση από το κεϋνσιανό στο νεοφιλελεύθερο μοντέλο από τη δεκαετία του 1970, με τη συνακόλουθη γιγάντωση του χρηματοπιστωτικού συστήματος που λαμβάνει χώρα στις επόμενες δεκαετίες μέχρι και τις μέρες μας. Το ξέσπασμά της μετατέθηκε χρονικά και με την επικράτηση αντεπαναστατικών διαδικασιών παλινόρθωσης της κεφαλαιοκρατίας στις περισσότερες χώρες του πρώιμου σοσιαλισμού του 20ου αι. Από αυτή την άποψη, συνιστά συνέχεια και αναβάθμιση της ίδιας αντεπαναστατικής διαδικασίας. Ωστόσο, σήμερα η καταστροφική μανία αυτής της διαδικασίας, έχοντας εν πολλοίς ολοκληρώσει την παλινόρθωση της κεφαλαιοκρατίας και την καταστροφή των περισσότερων κεκτημένων των πρώιμων σοσιαλιστικών επαναστάσεων, στρέφεται σε ολομέτωπη επίθεση εναντίον της εργασίας σε παγκόσμια κλίμακα, στην περιφέρεια και στον πυρήνα των κεφαλαιοκρατικών χωρών (ιδιαίτερα των «ασθενών κρίκων»), και προσλαμβάνει χαρακτηριστικά αποτροπής κάθε εναλλακτικής πορείας, προληπτικής αντεπανάστασης έναντι των επικείμενων επαναστάσεων. Στον πυρήνα της βρίσκεται η αντιφατική και ανισομερής παγκόσμια διαδικασία σταδιακής αντικατάστασης της ζωντανής από νεκρή εργασία (στα πλαίσια της αύξουσας αυτοματοποίησης της παραγωγής), που σηματοδοτεί την εξάντληση των ιστορικών ορίων της κεφαλαιοκρατίας.
Η εμφάνιση της οικονομικής κρίσης σηματοδοτεί το πέρασμα σε μια νέα εποχή η οποία συνδέεται με: 1) την αναδιανομή ισχύος μεταξύ των βασικών ιμπεριαλιστικών κέντρων, με την αποδυνάμωση των παραδοσιακών ισχυρών καπιταλιστικών κρατών και την εμφάνιση νέων ανερχόμενων δυνάμεων, με αύξουσα την πιθανότητα εμφάνισης τοπικών, περιφερειακών ή και παγκόσμιων πολεμικών συρράξεων· 2) την όξυνση, σε παγκόσμιο επίπεδο, της ταξικής επίθεσης του κεφαλαίου στις δυνάμεις της εργασίας, που, αν και ανισομερώς, ανάλογα με τη θέση της εκάστοτε χώρας ή περιφέρειας στο παγκόσμιο σύστημα, σηματοδοτεί την απότομη και σημαντική επιδείνωση του βιοτικού επιπέδου δισεκατομμυρίων ανθρώπων· 3) την αυξημένη πιθανότητα εμφάνισης εξεγερσιακών ή επαναστατικών διαδικασιών σε διαφορετικές περιοχές του πλανήτη.
Η εποχή που ανοίγεται, είναι μια εποχή μακροχρόνιων δομικών κρίσεων και ιμπεριαλιστικών πολέμων, κλιμάκωσης της παγκόσμιας επαναστατικής διαδικασίας σε διαπάλη με την παγκόσμια αντεπανάσταση (με τις πλέον επιθετικές δυνάμεις του κεφαλαίου, με φασίζουσες ή/και απροκάλυπτα φασιστικές μορφές), ολοκλήρωσης του κύκλου των πρώιμων σοσιαλιστικών επαναστάσεων, και προετοιμασίας των προϋποθέσεων για τις ώριμες και ύστερες σοσιαλιστικές επαναστάσεις. Είναι πολύ πιθανόν, ώριμες σοσιαλιστικές επαναστάσεις, είτε επαναστάσεις με ενδιάμεσα χαρακτηριστικά (πρώιμων και ώριμων) να προκύψουν σε χώρες με μέσο επίπεδο ανάπτυξης, σε νέους «ασθενείς κρίκους». Κατά τα φαινόμενα, επίκειται νέος γύρος πρώιμων σοσιαλιστικών επαναστάσεων, ενώ προετοιμάζονται οι προϋποθέσεις για τις ώριμες και ύστερες σοσιαλιστικές επαναστάσεις. Στρατηγικής σημασίας ζητούμενο της εποχής μας είναι η θεωρητική και οργανωτική-πρακτική προετοιμασία για τη νέα φάση της ιστορικής ανάπτυξης της κοινωνίας, για τις ώριμες σοσιαλιστικές επαναστάσεις, για τον ώριμο σοσιαλισμό.
Η ανισομέρεια που χαρακτηρίζει το παγκόσμιο κεφαλαιοκρατικό σύστημα οδηγεί στην εμφάνιση χωρών ή περιοχών «ασθενών κρίκων», όπου εκδηλώνεται με μεγαλύτερη οξύτητα το πλέγμα των εσωτερικών και διεθνικών οικονομικών και κοινωνικών αντιφάσεων. Ο εντοπισμός του εκάστοτε επόμενου «ασθενούς κρίκου» του συστήματος, η επικέντρωση στην επαναστατική απόσπαση του οποίου από το ιμπεριαλιστικό χωροδικτύωμα στη συγκεκριμένη συγκυρία, μπορεί να οδηγήσει στη θεμελιώδη ανάπτυξη, διεύρυνση και εμβάθυνση της παγκόσμιας επαναστατικής διαδικασίας εν συνόλω, είναι ζωτικής σημασίας θεωρητικό και πρακτικό καθήκον του επαναστατικού κινήματος της εποχής.
Η Ελλάδα, ακριβώς λόγω της θέσης και του ρόλου της στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας (ευρισκόμενη στην περιφέρεια της ευρωζώνης), αποτελεί «ασθενή κρίκο» του παγκόσμιου συστήματος. Εδώ εκφράζεται με ιδιαίτερη ένταση, αλλά και με ιδιόμορφο τρόπο, η παγκόσμια κρίση μέσα από ένα σύνθετο πλέγμα εθνικών, γεωπολιτικών, κοινωνικών, οικονομικών, πολιτικών κ.α. αντιφάσεων. Η κατάσταση αυτή οδηγεί, αφενός σε δραματική όξυνση της ταξικής επίθεσης με επιδείνωση του βιοτικού επιπέδου της μεγάλης πλειοψηφίας του ελληνικού λαού, αφετέρου σε επίταση των συνθηκών εθνικής υποτέλειας και ταπείνωσης, με την εμφάνιση νεοαποικιακών μορφών εκμετάλλευσης, ιδιαίτερα μέσω του εργαλείου του δημοσίου χρέους.
Θεωρούμε ότι έχει εξαιρετική σημασία η ιστορική ιδιοτυπία της ειδικής θέσης και του αντίστοιχου ρόλου της Ελλάδας ως «ασθενούς κρίκου», καθώς και η -δυσανάλογη του μεγέθους της χώρας- διεθνής σημασία του νεολαιίστικου και ευρύτερου επαναστατικού κινήματος και των παραδόσεών του, η διεθνιστική διάσταση αυτού του κινήματος. Δεν είναι τυχαία η διατήρηση επαναστατικών κομμουνιστικών παραδόσεων σε αυτήν ακριβώς τη χώρα παρά σε οποιαδήποτε άλλη της ιμπεριαλιστικής ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Δεν είναι τυχαίο και το ενδιαφέρον της επαναστατικών διαθέσεων νεολαίας της χώρας για τη μελέτη, τη διάδοση, την ανάπτυξη και την εφαρμογή της νέας επαναστατικής θεωρίας.
3. Κρίση και αναντιστοιχία του κινήματος.
Η κρισιακή αυτή συγκυρία εγείρει ενώπιον του εργατικού και λαϊκού κινήματος, αλλά και ενώπιον των δυνάμεων ριζοσπαστικής, επαναστατικής και κομμουνιστικής κατεύθυνσης, νέα εξαιρετικά σύνθετα καθήκοντα, που σχετίζονται με την ανάγκη επιστημονικής διερεύνησης της κατάστασης, αλλά και με τη χάραξη εναλλακτικών προοπτικών με σοσιαλιστικό προσανατολισμό. Από την αρχή της κρίσης έγινε σαφές ότι το κίνημα, τόσο σε κοινωνικό, συνδικαλιστικό όσο και σε πολιτικό επίπεδο βρέθηκε πολύ πίσω από τις απαιτήσεις που έθεσε η επίθεση του αντιπάλου. Αυτή η αναντιστοιχία του έναντι των νέων περιστάσεων, η αδυναμία του να ορθώσει ανάστημα και πρωτοβουλία κινήσεων, οφείλεται σε πλήθος αιτίων, σημαντικότερα από τα οποία θα μπορούσαν να θεωρηθούν: 1) το βάρος της ιστορικής ήττας του 1989-91 (με τις διαδικασίες απροκάλυπτης κεφαλαιοκρατικής παλινόρθωσης στις χώρες του πρώιμου σοσιαλισμού), που οδήγησε σε ραγδαία ενίσχυση του αστικού στρατοπέδου και σε κατάσταση ηθικής, θεωρητικής, ιδεολογικής και οργανωτικής κατάπτωσης και διάλυσης το ριζοσπαστικό και επαναστατικό κίνημα, σε διεθνές και εθνικό επίπεδο, 2) η μακροχρόνια ειρηνική περίοδος που κυριάρχησε στο δυτικό κόσμο μεταπολεμικά και στη χώρα μας μετά την πτώση της δικτατορίας και το πέρασμα στην περίοδο της μεταπολίτευσης. Η άμβλυνση των ταξικών αντιπαραθέσεων, η κυριαρχία της κοινωνικής συναίνεσης και η συνεπακόλουθη κοινωνική και πολιτική σταθερότητα, οδήγησαν σε εκφυλιστικά φαινόμενα και σε τάσεις ενσωμάτωσης και γραφειοκρατικοποίησης ακόμα και των πιο ριζοσπαστικών πολιτικών μορφωμάτων, με αποτέλεσμα την αδυναμία ανταπόκρισής τους στα καθήκοντα της νέας περιόδου οξυμένων κοινωνικών και ταξικών συγκρούσεων, που σηματοδότησε το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης, 3) οι αλλαγές στη δομή της μισθωτής εργασίας, σε συνάρτηση με την αναδιάρθρωση της οικονομίας που επέβαλλε η πρόσδεση στην ΕΟΚ και μετέπειτα ΕΕ (υπαγωγή στο χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο, αποβιομηχάνιση, επιβολή στρεβλώσεων και μονομερειών στον αγροτικό τομέα κ.ο.κ.). Ο κατακερματισμός της εργατικής τάξης, σε συνδυασμό με τα αποτελέσματα της τερατώδους διαχείρισης από το καθεστώς των μεταναστευτικών ροών εργασιακής δύναμης (προσέλκυση έτοιμης υψηλού επιπέδου εργασιακής δύναμης από τις πλέον ανεπτυγμένες κεφαλαιοκρατικές χώρες-έδρες των επιτελείων των πολυεθνικών-πολυκλαδικών ομίλων, ποικίλες διαφοροποιήσεις εργασιακής δύναμης σε κατ’ εξοχήν χειρωνακτικές εργασίες, με βάση την εθνικότητα, το θρήσκευμα, το μορφωτικό επίπεδο, το βαθμό γκετοποίησης ή/και ενσωμάτωσης, τις διαβαθμίσεις εργασιακών και λοιπών δικαιωμάτων μεταξύ μεταναστών διαφόρων μορφών και επιπέδων νομιμότητας, ημιπαρανομίας ή ζοφερής ανυπαρξίας των «χωρίς χαρτιά», την κρατική και παρακρατική ρατσιστική βία, τη χειραγώγηση μέσω συμμοριών ανά κοινότητα προέλευσης κ.ο.κ.). Η εμφάνιση ενός νέου στρώματος στις τάξεις της μισθωτής εργασίας, με νέα χαρακτηριστικά, που σχετίζονται με το ανώτερο μορφωτικό επίπεδο από το παραδοσιακό προλεταριάτο, αλλά και την ενασχόληση με διαφορετικό τύπο εργασίας από την εκτελεστικού τύπου χειρωναξία. Αυτός ο νέος τύπος εργαζομένου, συνεχώς αυξανόμενος αριθμητικά, ιδιαίτερα μεταξύ των νεότερων γενεών, αφενός δεν έχει ακόμη ωριμάσει ώστε να αποκτήσει συνείδηση του κοινωνικού του ρόλου και της ιστορικής του αποστολής (γεγονός που τον καθιστά κατακερματισμένο και χειραγωγήσιμο), αφετέρου απωθείται από τα αναντίστοιχα με τις δικές του ιδιαιτερότητες, δυνατότητες και ανάγκες, εναπομείναντα ιδεολογικά και οργανωτικά μορφώματα του επαναστατικού κινήματος, που εμφανίστηκαν και συγκροτήθηκαν στη βάση των χαρακτηριστικών του παραδοσιακού προλεταριάτου, με το στίγμα των όρων διεξαγωγής του αγώνα άλλων ιστορικών εποχών και περιόδων.
Οι προηγούμενοι παράγοντες, στο έδαφος της εν εξελίξει κρίσης, οδηγούν σε νομοτελή αναντιστοιχία μεταξύ, των αυξανόμενων κοινωνικών αναγκών ριζοσπαστικοποίησης σημαντικών τμημάτων του πληθυσμού, από τη μία, και των δυνατοτήτων πολιτικής έκφρασης αυτών των αναγκών, στο επίπεδο των, κληροδοτημένων από το παρελθόν, οργανωτικών και πολιτικών μορφωμάτων, από την άλλη. Η υπέρβαση αυτής της αναντιστοιχίας προϋποθέτει, αφενός, την αναδιάταξη και τη μετεξέλιξη, τη διαλεκτική αναβάθμιση-άρση των πολιτικών οργανώσεων και κομμάτων στη βάση της νέας εποχής, της κρίσης και των καθηκόντων που αυτή εγείρει, αφετέρου, τη σταδιακή συνειδησιακή ωρίμανση των κοινωνικών στρωμάτων που ριζοσπαστικοποιούνται.
4. Διεκδικήσεις μετωπικού αγώνα.
Στη διαδικασία αυτή, κομβικής σημασίας είναι η συγκρότηση ενός κοινωνικού και πολιτικού μετώπου, με δική του αυτοτελή οργάνωση και δημοκρατική λειτουργία, στη βάση ενός μεταβατικού προγράμματος αλληλένδετων ριζοσπαστικών διεκδικήσεων και μετασχηματισμών σοσιαλιστικού προσανατολισμού, που θα περιλαμβάνει:
·      την κατάργηση του μνημονίου και των δανειακών συμβάσεων, καθώς και όλων των μνημονιακών νόμων, ρυθμίσεων και διατάξεων, την παύση πληρωμών και τη διαγραφή του δημοσίου χρέους
·      την έξοδο από το ευρώ για την αποκατάσταση του εθνικού ελέγχου στη νομισματική και οικονομική πολιτική, σε ρήξη με τις στρατηγικές επιλογές του καθεστώτος, και έξοδο από την ΕΕ-χρηματοπιστωτική φυλακή λαών, καθώς και από όλους τους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς
·      την εθνικοποίηση των τραπεζών και των επιχειρήσεων στρατηγικής σημασίας, στα πλαίσια ενός σχεδιασμού για την παραγωγική ανασυγκρότηση της οικονομίας με γνώμονα τις λαϊκές ανάγκες, με εργατικό και λαϊκό έλεγχο, σε συνδυασμό με εδραίωση οικονομικών σχέσεων και ανταλλαγών σε ισότιμη βάση με αντιστοίχου επιπέδου οικονομίες και με αξιοποίηση των ενδο-ιμπεριαλιστικών αντιθέσεων
·      την εδραίωση αυθεντικής λαϊκής κυριαρχίας, το ριζικό εκδημοκρατισμό όλων των τομέων της κοινωνικής και πολιτικής ζωής, με τη δημιουργία ζωντανών θεσμών άμεσης και έμμεσης δημοκρατίας με την ευρύτερη δυνατή λαϊκή συμμετοχή, αιρετότητα, ανακλητότητα αντιπροσώπων, εκ περιτροπής εναλλαγή σε θέσεις ευθύνης, λογοδοσία, διαφάνεια και έλεγχο όλων των βαθμίδων οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής οργάνωσης.
5. Ταξικός διεθνιστικός αγώνας και πάλη για λαϊκή κυριαρχία στον «ασθενή κρίκο» με προοπτική.
Το μέτωπο αυτό οφείλει να λαμβάνει σοβαρά υπόψη την εθνική ταπείνωση που βιώνουν οι λαοί-πειραματόζωα των ασθενών κρίκων με την κλιμακούμενη ιδιότυπη νεοαποικιοποίηση. Υπό αυτούς τους όρους, εκ των πραγμάτων, ο παγκόσμιος ταξικός αγώνας περιπλέκεται με το εθνικό ζήτημα. Η διεκδίκηση λαϊκής κυριαρχίας, εισάγει στο κίνημα και εθνικοαπελευθερωτικά χαρακτηριστικά, σε βαθμό ανάλογο της αδίστακτης υποτέλειας της ντόπιας αστικής τάξης στον άξονα του καθεστώτος διακρατικομονοπωλιακής επιβολής. Έτσι, η άρχουσα τάξη, στην ιδεολογία και στην πολιτική που ασκεί, ωθείται να επιλέγει μεταξύ μορφών επιθετικού κοσμοπολιτισμού (ευρωκεντρισμού κ.ο.κ.), αστικού και μικροαστικού εθνικισμού (ιδιαίτερα στο βαθμό που καταστρέφεται μαζικά και περιθωριοποιείται η μικροαστική τάξη), μεγαλοκρατικού σοβινισμού των πλέον ισχυρών κεφαλαιοκρατικών χωρών, φυλετισμού-ρατσισμού (όπως στο ιδεολόγημα των PIIGS) και φασισμού-νεοφασισμού. Κατά τα φαινόμενα, στο βαθμό που θα ενισχύονται τα αντεπαναστατικά χαρακτηριστικά της διεθνούς και ντόπιας αστικής τάξης με την κλιμάκωση της ωμής βίας και των εμπόλεμων μορφών σε εθνικό και διεθνές επίπεδο, επίκειται επέκταση και εδραίωση ζοφερών εκδοχών ιδεολογίας και πράξης φασιστικού χαρακτήρα από τα επάνω και από τα κάτω. Δεν αποκλείονται εκδοχές τερατωδών μορφών επιθετικού κοσμοπολιτισμού και σοβινισμού, τύπου «ευρωπαϊκού (Ε.Ε.) φασισμού» ή/και φασισμού του πυρήνα της Ευρωζώνης ή/και της Ε.Ε. έναντι της περιφέρειας είτε/και άλλων ολοκληρώσεων και πόλων-συνασπισμών. Εδώ γίνεται καταφανής η εγκληματική ευθύνη ορισμένου τύπου εκφυλιστικής αριστεράς, που συνέβαλλε μακροχρόνια στην υποκατάσταση του επαναστατικού προλεταριακού διεθνισμού με τον ευρωκεντρικό κοσμοπολιτισμό, δηλαδή, με την ιδεολογία του πλέον επιθετικού κεφαλαίου της Ε.Ε. Εξ’ ίσου εγκληματική και συμπληρωματική προς την ευρωλάγνο κοσμοπολίτικη διολίσθηση, είναι και εκείνη η «υπεραριστερή» δήθεν διεθνιστική εκδοχή ιδεολογημάτων και νοοτροπιών, που σπεύδει ανιστορικά, αντιδιαλεκτικά και αντιεπιστημονικά να ταυτίζει κάθε αναφορά στο εθνικό ζήτημα και στην πατρίδα με τον αστικό εθνικισμό και με το φασισμό, παρέχοντας πολύτιμη υπηρεσία στον τελευταίο.
Σε αυτές τις συνθήκες παγκόσμιας ταξικής πάλης στη βάση της εντεινόμενης ανισομέρειας, δεν μπορεί το επαναστατικό κίνημα να αφήνει το εθνικό ζήτημα και τα πατριωτικά αισθήματα του λαού βορά στη φασιστική κτηνωδία. Τουναντίον, οφείλει σε όλα τα μέτωπα και επίπεδα, να συμβάλλει στην επαναστατική διαπαιδαγώγηση των εργαζομένων, προσδίδοντας στις υγιείς πατριωτικές διαθέσεις σαφή αντιιμπεριαλιστικό προσανατολισμό, και στον κλιμακούμενο εθνικοαπελευθερωτικό και αντιαποικιοκρατικό αγώνα, όλο και πιο συνεπή ταξικά και διεθνιστικά χαρακτηριστικά, πείθοντάς τους πως «Θέλουμε ελεύθερη εμείς πατρίδα και πανανθρώπινη τη λευτεριά!».
6. Θεωρητικά και πρακτικά καθήκοντα στη μεταβατική εποχή.
Μέσω της οικοδόμησης ενός τέτοιου κοινωνικού και πολιτικού μετώπου επιτυγχάνεται ταυτόχρονα: 1) ο στόχος της έναρξης του δημιουργικού μετασχηματισμού, της ανάπτυξη-διαλεκτικής άρσης των υφιστάμενων κοινωνικών και πολιτικών μορφωμάτων επαναστατικού προσανατολισμού, στη βάση των αναγκών της νέας εποχής, προς την κατεύθυνση της δημιουργίας ενός νέου επαναστατικού πολιτικού υποκειμένου, 2) ο στόχος της θεωρητικής, ιδεολογικής, συνειδησιακής και οργανωτικής ωρίμανσης των κοινωνικών στρωμάτων που ριζοσπαστικοποιούνται (με την επίτευξη της ενότητας της τάξης και την ανάδειξη της πρωτοπορίας των νέων στρατιών της), καθώς το μεταβατικό πρόγραμμα αποτελεί ακριβώς το πλαίσιο προταγμάτων που, εκκινώντας από τον «ασθενή κρίκο» των κομβικών αντιφάσεων της συγκυρίας, εκφρασμένων σε ζωτικής σημασίας επιτακτικές διεκδικήσεις, αφενός μπορεί να συσπειρώσει τα πιο ριζοσπαστικά κομμάτια της κοινωνίας, αφετέρου μπορεί να οδηγήσει σε περαιτέρω συνειδητοποίηση και ριζοσπαστικοποίηση του υποκειμένου, στην κατεύθυνση της σοσιαλιστικής προοπτικής. Ακριβώς η επικέντρωση του αγώνα σε εκείνη τη δέσμη επιτακτικών διεκδικήσεων του λαού που πλήττει τα θεμέλια του συστήματος είναι αυτή που μπορεί να προκαλέσει τεράστιους κραδασμούς, να δρομολογήσει ανατρεπτικές διαδικασίες, σε εξεγερτική και επαναστατική κατεύθυνση.
Ωστόσο τα καθήκοντα του επαναστατικού κινήματος στην εποχή μας δεν εξαντλούνται στην προσπάθεια οικοδόμησης ενός τέτοιου μετώπου. Για εμάς, το πρόβλημα της άμεσης υπέρβασης της κρίσης απ’ τη σκοπιά των αναγκών του εργαζόμενου λαού της Ελλάδας και παρόμοιων χωρών, αποτελεί μέρος του μεγαλύτερου προβλήματος της εποχής: της προοπτικής της επαναστατικής μετάβασης της κοινωνίας στην ενοποιημένη ανθρωπότητα.
Απαραίτητη προϋπόθεση για την επιτυχία του μετώπου, καθώς και για την αποτελεσματικότητα και τη νικηφόρα έκβαση των εργατικών και λαϊκών κινητοποιήσεων, είναι η διεύρυνση και η ανάπτυξη του έργου που έχουν δρομολογήσει οι Όμιλοι Επαναστατικής Θεωρίας στην Ελλάδα, αλλά και διεθνώς. Η δημιουργική ανάπτυξη της επαναστατικής θεωρίας μέσω συγκροτημένων διεθνών, συλλογικών, διεπιστημονικών και συνθετικών ερευνητικών προγραμμάτων είναι αναγκαίος όρος για την περιγραφή, την εξήγηση και την πρόβλεψη της πορείας της κοινωνίας, στη βάση της οποίας και μόνον είναι εφικτός ο θετικός προσδιορισμός της νομοτελούς προοπτικής ενοποίησης της ανθρωπότητας. Μόνον έτσι, στη βάση της επιστημονικής γνώσης, μπορούν να βρεθούν λύσεις στα φλέγοντα προβλήματα της εποχής, που θα ανοίξουν δρόμους και προοπτικές στους κοινωνικούς και πολιτικούς αγώνες. Στον πυρήνα των αναγκαίων ερευνών βρίσκονται αλληλένδετα προβλήματα που σχετίζονται με το χαρακτήρα και τα κομβικά γνωρίσματα του σύγχρονου σταδίου της κεφαλαιοκρατίας, με την ανάλυση της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, με την αναμέτρηση με την εμπειρία, τις κατακτήσεις αλλά και τις ανεπάρκειες, του επαναστατικού κινήματος του 20ού αι., με την αντιφατική πορεία των πρώιμων σοσιαλιστικών επαναστάσεων του 20ου αι., καθώς και με την επεξεργασία μιας σύγχρονης κομμουνιστικής προοπτικής, σε συνδυασμό με τη σκιαγράφηση των νομοτελειών που διέπουν τη διαδικασία μετάβασης σε αυτήν.
Ιδιαίτερα για την Ελλάδα, είναι εξαιρετικά δύσκολη η ανατροπή της μνημονιακής επίθεσης και η νικηφόρα προοπτική, χωρίς την επεξεργασία μιας σειράς ζητημάτων, όπως οι σύγχρονες παραγωγικές δυνατότητες της χώρας μας, η ανάπτυξη μιας σύγχρονης θεωρίας του σοσιαλισμού, η αναζήτηση δυνατοτήτων εναλλακτικών, ως προς το κυρίαρχο νεοφιλελεύθερο πλαίσιο, μορφών οικονομικής και πολιτικής συνεργασίας-ολοκλήρωσης μεταξύ διαφορετικών χωρών προς την κατεύθυνση του σοσιαλισμού κ.α.
Η αναβάθμιση του ρόλου της ανάπτυξης και διάδοσης της επαναστατικής θεωρίας είναι αναγκαίος όρος συγκρότησης του κινήματος της εποχής, αλλά όχι και ικανός. Στις κρίσιμες καμπές της ιστορίας, στις κρισιακές-μεταβατικές συγκυρίες, όταν διακυβεύεται η ίδια η επιβίωση εκατομμυρίων ανθρώπων, οι επαναστάτες δεν μπορούν να σιωπούν, να αδρανούν και να αποστασιοποιούνται σε στάση θεωρησιακής ή/και ενατενιστικής αναμονής. Σε αυτές τις καμπές, παρά τις πρωτοφανείς δυσκολίες, προκύπτει επιτακτικά η δυνατότητα και η αναγκαιότητα ριζικής επαναστατικής μεταστροφής του ρου της ιστορίας, ανάληψης πρωτοβουλίας κινήσεων από τους κάτω, αναβάθμισής τους από τη θέση των υποτακτικών ενεργούμενων σε συγκροτημένο υποκείμενο, με όρους αρχικά ηθικοπολιτικής ηγεμονίας και στη συνέχεια με την αξίωση κατίσχυσης και κυριαρχίας, με όρους συσχετισμών δυνάμεων. Για να γίνει αυτή η δυνατότητα πραγματικότητα, απαιτείται κατ’ αρχάς συγκρότηση και ανάπτυξη του επαναστατικού υποκειμένου με όρους μετώπου, κοινωνικοπολιτικής συμμαχίας, μαζικής ενότητας δράσης.
Άλλωστε, στην κρισιακή συγκυρία, όπως αυτή εκδηλώνεται στον «ασθενή κρίκο», το κάθε πρόταγμα από τη μετωπική δέσμη βραχυ-μεσοπρόθεσμων διεκδικήσεων του κινήματος, εξακοντίζεται στον πυρήνα των διακυβευμάτων της εποχής, αναμετράται με τις κυρίαρχες στρατηγικές επιλογές της άρχουσας τάξης, συναρτάται με τη δυναμική του ριζικού επαναστατικού μετασχηματισμού, με το έναυσμα της επανεκκίνησης της παγκόσμιας επαναστατικής διαδικασίας. Είναι λοιπόν σκόπιμο, αυτή η συνάρτηση να γίνεται μετά λόγου γνώσεως, συνειδητά, με όρους διαλεκτικής υπαγωγής των τακτικών κινήσεων στη στρατηγική, με όρους εμπλοκής του επαναστατικού κινήματος στη «ζώνη εγγύτερης ανάπτυξης» της συγκυρίας, αλλά και των εργαζομένων σε μαζική κλίμακα.
Η βέλτιστη επίτευξη αυτών των όρων, απαιτεί επιτακτικότερα από ποτέ το θετικό προσδιορισμό της κομμουνιστικής προοπτικής, όχι ως προαπαιτούμενο της σύμπηξης της ως άνω κοινωνικοπολιτικής συμμαχίας (που θα συνιστούσε καταστροφικό σεκταρισμό), αλλά ως σαφή διακηρυγμένο σκοπό και προσανατολιστική αρχή που διέπει την απαραίτητη γόνιμη και πρωτοπόρο εμπλοκή των κομμουνιστών σε αυτό το εγχείρημα.
7. Ιστορικοί όροι και όρια συγκρότησης του υποκειμένου: μέσω του μετώπου στο νέο κόμμα. Για το χαρακτήρα του μετώπου.
Η επιστημονική διακρίβωση των αντικειμενικών και υποκειμενικών όρων των ημερών μας αποδεικνύει, ότι δεν μπορεί σήμερα να προτάσσεται εσπευσμένα η εδώ και τώρα (ανα-)συγκρότηση είτε η (επαν-)ίδρυση ενός κομμουνιστικού κόμματος (πόλου), ως προαπαιτούμενο της συγκρότησης του μετώπου, είτε -χειρότερα- ως «η μόνη συνεπής επαναστατική γραμμή» έναντι του μετώπου…
Η συγκρότηση ενός κομμουνιστικού κόμματος -όχι κακέκτυπου αυτών της Γ’ Διεθνούς, αλλά αντίστοιχου των επιταγών της νέας εποχής- δεν είναι θέμα γούστου ή πολιτικής βούλησης κάποιων. Είναι μια περίπλοκη νομοτελής ιστορική διαδικασία που απαιτεί άλλου, ανώτερου επιπέδου όρους από αυτούς του μετώπου: 1. την ωρίμανση των νέων στρατιών της εργατικής τάξης, τη μετάβασή τους από τη θέση της τάξης «εν εαυτή» στην τάξη «δι’ εαυτήν», δηλ. την οργάνωσή της κατ’ αρχήν σε συνδικαλιστικό και στη συνέχεια σε πολιτικό επίπεδο, όταν πλέον αυτή θα είναι σε θέση να επιτελεί καθοδηγητικό ρόλο στο σύνολο της μισθωτής εργασίας σε διεθνή κλίμακα (πράγμα ανέφικτο σήμερα, με τους ανέργους να είναι περισσότεροι από τους εργαζόμενους στη χώρα, με την επισφάλεια της απασχόλησης, την αδήλωτη εργασία και την εξαιρετικά χαμηλή συνδικαλιστική πυκνότητα κ.ο.κ.). 2. ουσιώδη αναγκαία και επαρκή ανάπτυξη της επαναστατικής θεωρίας, έτσι που μέσω της επιτέλεσης και των τριών θεμελιωδών λειτουργιών της (περιγραφής, εξήγησης και πρόβλεψης) να μπορεί να οδηγεί σε διακρίβωση σκοπών, με τη μορφή του συγκεκριμένου θετικού (όχι αφηρημένου αρνητικού, «αντικαπιταλιστικού» κ.ο.κ.) κομμουνιστικού πολιτικού προγράμματος της εποχής (όχι μηρυκασμού εκδοχών του 19ου & 20ού αι., είτε αμοιβαίων ετεροπροσδιορισμών αυτών), έτσι ώστε να προσδιοριστεί θετικά και προγραμματικά το τι ακριβώς πρεσβεύει η κομμουνιστική ενοποίηση της ανθρωπότητας, όχι ως αφηρημένο «όραμα»-ουτοπικό σχεδίασμα, αλλά ως νομοτελής πορεία, ως προοπτική ικανή να έλκει και να συστρατεύει ως η μόνη ζωτική προοπτική το κίνημα. 3. μετάβαση από τη διάδοση αυτής της θεωρίας σε ομίλους της επαναστατικής νεολαίας σε συγκροτημένη πολιτική οργάνωση μάχης και 4. στην εποχή της επιβολής διακρατικομονοπωλιακών ρυθμίσεων με αξιώσεις «Παγκόσμιας Διακυβέρνησης», απαιτεί υπέρτερη αυτής του κεφαλαίου διεθνή οργάνωση και συντονισμό δράσης, κ.ο.κ. Η επίτευξη αυτών των αντικειμενικών και υποκειμενικών όρων, με τη δημιουργία και ανάπτυξη μορφών, τρόπων και μέσων συγκρότησης, διαμόρφωσης και ανάπτυξης της συλλογικής σκέψης και δράσης του εν τω γεννάσθαι υποκειμένου της επαναστατικής ενοποίησης της ανθρωπότητας (συμπεριλαμβανομένων των μετωπικών μορφών), είναι επιτακτικό θεωρητικό και πρακτικό καθήκον των κομμουνιστών.
Στο βαθμό που δεν πληρούνται αυτοί οι όροι, τα όποια εγχειρήματα βεβιασμένης επίσπευσης της συγκρότησης του νέου κομμουνιστικού φορέα της εποχής, είναι καταδικασμένα να αναπαράγουν γελοιογραφικά κακέκτυπα παρωχημένων μορφών, εκφυλίζοντας την ίδια την προοπτική της ωρίμανσης του επαναστατικού κομμουνιστικού φορέα της εποχής.
Όπως δείχνει η ιστορική εμπειρία της χώρας αλλά και του διεθνούς κινήματος, η κλιμάκωση του μετωπικού αγώνα, θα συμβάλλει οργανικά στην ωρίμανση των όρων για τον αντίστοιχο της εποχής κομμουνιστικό φορέα. Κάθε πρωθύστερο σχήμα μπορεί να φέρει πίσω την νομοτελή πορεία προς αυτό το φορέα. Εκ των πραγμάτων, ο βασικός πόλος έλξης, ο νους και η ραχοκοκκαλιά του μετώπου οφείλουν να είναι οι πιο συνεπείς κομμουνιστικές δυνάμεις. Κριτήριο κομμουνιστικής συνέπειας σήμερα, δεν είναι οι όρκοι πίστης σε αρχές και οι φραστικοί λεονταρισμοί, αλλά το επίπεδο πρωτοπόρου ρόλου στη μετωπική συγκρότηση, στη θεωρία και πράξη του αγώνα. Οι κομμουνιστές δεν φωνασκούν αυτάρεσκα για αυτό το ρόλο τους, αλλά το κάνουν όπως αρμόζει στους πραγματικούς επαναστάτες: με σεμνότητα, αφοσίωση, συνέπεια, ανιδιοτέλεια και αυτοθυσία. Δεν επιβάλλουν εκ των προτέρων την πρωτοκαθεδρία τους, δεν αυτοανακηρύσσονται καθοδηγητές, επιδιώκοντας να σύρουν «αφ’ υψηλού» το λαό στα προαπαιτούμενά τους, αλλά κατακτούν με την ανιδιοτελή δράση, την αυταπάρνηση και την όλη στάση τους καθοδηγητικό ρόλο, πείθοντας και έλκοντας στην προοπτική που πρεσβεύουν, συνδέοντάς την οργανικά με τα άμεσα ζωτικά προτάγματα της εποχής-συγκυρίας.
Επομένως, δεν αντιλαμβανόμαστε το μέτωπο μέσω «εκπτώσεων» σε αρχές. Τουναντίον. Για αυτό, όσο θα οξύνεται η πάλη, απαιτείται η συγκροτημένη θεωρητικά συνειδητή και συλλογική παρέμβαση κομμουνιστών, ικανών να συνδέουν, να μπολιάζουν με συνέπεια και συνέχεια κάθε βήμα με την ανάγκη κλιμάκωσης του αγώνα, με τη σοσιαλιστική προοπτική. Ικανών να διαπαιδαγωγούν και να διαπαιδαγωγούνται σ’ αυτή την προοπτική, ως η πιο συνεπής δύναμη, ακριβώς λόγω της στρατηγικής που οφείλουν να πρεσβεύουν. Μέτωπο με κρυψίνοιες, κρυφές ατζέντες και καπελώματα, δεν γίνεται. Όπως δεν μπορεί να τίθεται ως προαπαιτούμενο συστράτευσης με το μέτωπο η υιοθέτηση της κομμουνιστικής προοπτικής, έτσι δεν μπορεί να τίθεται ως προαπαιτούμενο για τη «μαζικότητα» του μετώπου η άρνηση είτε η συγκάλυψη της κομμουνιστικής προοπτικής από τους κομμουνιστές που συστρατεύονται και πρωτοστατούν σε αυτό, διατηρώντας την αυτοτέλεια των σκοπών τους.
Σε κάθε περίπτωση, αυτή η προοπτική δεν μπορεί να τίθεται ως προαπαιτούμενο για τη σύμπηξη του Μετώπου και την προώθηση των διεκδικήσεών του, δεν μπορεί να τίθεται ως κραυγαλέα προμετωπίδα αριστερής, αντικαπιταλιστικής, σοσιαλιστικής, κομμουνιστικής κ.ο.κ. «καθαρότητας». Μιας «καθαρότητας», που θα δρα αποτρεπτικά για τη συστράτευση ανθρώπων, οι οποίοι μόλις ξεκινούν τα πρώτα βήματα της ριζοσπαστικοποίησής τους και είναι πολύ επιφυλακτικοί σε κάθε ακατάληπτη διακήρυξη.
Δεν μας χρειάζεται λοιπόν ούτε «αριστερό» μέτωπο, «της άκρας αριστεράς», «της αριστεράς», ούτε μέτωπο της «παναριστεράς», «του συνόλου της αριστεράς» κ.ο.κ. Το πρόσημο και η κοινωνική σημασία του μετώπου θα τίθενται προγραμματικά, από τα ίδια τα προτάγματα, από την πρακτική και τη δυναμική του στην κοινωνία, από το περιεχόμενο, την οργανωτική του δομή και τις μορφές του αγώνα. Ενός αγώνα, που δεν θα αναπαράγει διχαστικά αγκυλώσεις και προκαταλήψεις, αλλά θα ενοποιεί χειραφετικά το συλλογικό του υποκείμενο. Ακριβώς η μαζική απεύθυνσή του, η συστράτευση με τα προτάγματα του μετώπου, όλο και ευρύτερου κύκλου ανθρώπων, που δεν αυτοπροσδιορίζονται σήμερα ως αριστεροί, κομμουνιστές κ.ο.κ., είναι που εγγυάται την ενδυνάμωσή του και τη νικηφόρο προοπτική του.
Εκ των ων ουκ άνευ όρος για τη συγκρότηση και τη νικηφόρο προοπτική του μετώπου, είναι να απεμπλακεί η απεύθυνσή του από την ηττοπαθή εσωστρέφεια των ενδοαριστερών οριοθετήσεων-αναδιατάξεων του παρελθόντος και να στραφεί με πνοή εμπνευσμένου νικηφόρου κινήματος ρωμαλέα στις λαϊκές μάζες, δίνοντάς τους πραγματική προοπτική ζωής και αγώνα.
8. Η αναγκαιότητα, τα καθήκοντα και τα χαρακτηριστικά της συλλογικότητας αγώνα για την Επαναστατική Ενοποίηση της ανθρωπότητας.
Τα παραπάνω καθιστούν σαφές το έλλειμμα αντίστοιχου της εποχής και της συγκυρίας υποκειμένου. Η γενικευμένη συστημική κρίση καθιστά όλο και πιο έκδηλη την αναντιστοιχία των διαθέσιμων θεωρητικών, ιδεολογικών, πολιτικών και οργανωτικών μέσων και τρόπων συγκρότησης του υποκειμένου. Τα μορφώματα της αριστεράς που κληροδότησε ο 20ος αι., αποβαίνουν όλο και πιο ανίκανα να αντεπεξέλθουν στα προβλήματα και στα καθήκοντα του επαναστατικού κινήματος του 21ού αι.
Αποφασίζουμε λοιπόν, με βάση τα παραπάνω, να συγκροτήσουμε μια πολιτική και ιδεολογική συλλογικότητα (όχι κόμμα) μεταβατικού χαρακτήρα, για το συντονισμό, την οργάνωση και την προώθηση των αναγκαίων παρεμβάσεων στη συγκυρία. Σκοπός της συλλογικότητας αγώνα για την Επαναστατική Ενοποίηση της ανθρωπότητας, είναι να συμβάλλει, στα πλαίσια των δυνάμεών της, σε αυτή τη διττή, πρακτική και θεωρητική, αναγκαιότητα της εποχής μας:
·    Με την αταλάντευτη συνεπή συμβολή της στην προώθηση της υπόθεσης του κοινωνικοπολιτικού μετώπου στη βάση του μεταβατικού προγράμματος προς το σοσιαλισμό. Με την καλλιέργεια ενός άλλου τύπου σχέσεων και συντροφικότητας εντός του κινήματος, πέρα από τις άγονες αντιπαραθέσεις και περιχαρακώσεις που κυριαρχούν. Με την κατάδειξη των σημείων σύγκλισης μεταξύ των δυνάμεων ριζοσπαστικής και επαναστατικής αναφοράς, υπερβαίνοντας τις διαφοροποιήσεις δευτερεύουσας σημασίας, που πολύ συχνά υπερπροβάλλονται και κρατούν το κίνημα καθηλωμένο.
·    Με τη συμβολή της στην επεξεργασία των κομβικών ερωτημάτων της εποχής μας, ώστε να δοθεί ώθηση στη συγκρότηση, τη λειτουργία και τη νικηφόρο προοπτική του μετώπου, αλλά και γενικότερα στην κομμουνιστική προοπτική της ανθρωπότητας, ως απάντηση στη βαρβαρότητα που επιβάλλεται στα πλαίσια της προσπάθειας του συστήματος να υπερβεί την παγκόσμια κρίση του.
Βάσει των παραπάνω, κεντρικό καθήκον της συλλογικότητάς μας είναι η στοχευμένη ιδεολογική και πολιτική παρέμβασης στα τεκταινόμενα της κρισιακής συγκυρίας.Παρέμβαση, στη βάση της κριτικής και δημιουργικής ανάπτυξης του θεωρητικού και μεθοδολογικού κεκτημένου μας, της επιστημονικής διάγνωσης της εποχής και της συγκυρίας, των εμπλεκόμενων κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων και του όλο και πιο σαφούς θετικού προσδιορισμού της προοπτικής της επαναστατικής ενοποίησης της ανθρωπότητας, του κομμουνισμού.
Σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο, ενδιάμεσος, διαμεσολαβητικός στόχος είναι και η συμβολή μας με καταλυτική συνέπεια στη σύμπηξη μετώπου αγώνα. Άρα, η Επαναστατική Ενοποίηση δεν είναι (ούτε θέλει, ούτε και μπορεί να είναι) μικρογραφία ή/και υποκατάστατο του μετώπου. Επιπλέον, δεν είναι (ούτε θέλει, ούτε και μπορεί να είναι) μικρογραφία ή/και υποκατάστατο του νέου ή κάποιου παλαιού κομμουνιστικού κόμματος. Επιπλέον, ο ρόλος της Επαναστατικής Ενοποίησης είναι σαφώς διακριτός και διαφορετικός έναντι αυτού των κατ’ εξοχήν θεωρητικού χαρακτήρα συλλογικοτήτων προέλευσης και αναφοράς των περισσοτέρων από τους/τις συντρόφους που την απαρτίζουν κατά την ίδρυσή της. Στερείται νοήματος και θα ήταν καταστροφική τυχόν υποβάθμιση, του θεμελιωδώς αναγκαίου, σχετικά αυτοτελούς ρόλου της έρευνας, της ανάπτυξης και διάδοσης της επαναστατικής θεωρίας, κάθε έξωθεν παρέμβαση και παραβίαση των θεμελιωδών αρχών λειτουργίας των συλλογικοτήτων (ομίλων, σχολών κλπ.) που επιτελούν αυτό το έργο, τυχόν παραβίαση των αρχών, του εθελοντισμού, του αμοιβαίου σεβασμού, της ανεξιγνωμίας, της ευρύτητας συμμετοχής (ανεξαρτήτως άμεσης οργανωτικής είτε/και ιδεολογικοπολιτικής ένταξης ή προέλευσης) και της ελευθερίας δράσης, βάσει της λογικής των ερευνητικών και των διδακτικών καθηκόντων τους. Ωστόσο, αν και αναβαθμίζεται η θέση και ο ρόλος της επαναστατικής θεωρίας, η τελευταία, δεδομένης της εποχής και της συγκυρίας, είναι αναγκαίος μεν άλλα όχι ικανός όρος για την επιτακτική ανάγκη βέλτιστης και καταλυτικής εμπλοκής των επαναστατών στα τεκταινόμενα. Νέα επιπρόσθετα επιτακτικά καθήκοντα, πιο πρακτικού ιδεολογικού και πολιτικού χαρακτήρα παρέμβασης τίθενται στο προσκήνιο.
Καθήκον της συλλογικότητάς μας είναι η βέλτιστη συσπείρωση εκείνων των αγωνιστών/-ιστριών, που μέσω της δράσης τους θεωρητικής και πρακτικής θα αποτελέσουν την εμπροσθοφυλακή του κινήματος και του μετώπου. Η μαζική απεύθυνση στον κόσμο της εργασίας στις παρούσες κοινωνικές συνθήκες και δεδομένων των χαρακτηριστικών ανομοιογένειας της σύγχρονης εργατικής τάξης, παρουσιάζει εξαιρετικές δυσκολίες. Κομβικής σημασίας ζήτημα είναι η ταυτόχρονη απεύθυνση στις παραδοσιακές και στις σύγχρονες στρατιές της εργατικής τάξης. Η Επαναστατική Ενοποίηση, καλείται να συσπειρώσει ανθρώπους, που αντιλαμβάνονται όλο και πιο πολύ την αντιφατικότητα του συστήματος και τα καθήκοντα του κινήματος στη σύγχρονη εποχή και συγκυρία, την αναντιστοιχία-ανεπάρκεια του υφιστάμενων πολιτικών οργανώσεων και συλλογικοτήτων στη σύγχρονη εποχή, αλλά και την ανάγκη επιστημονικής θεμελίωσης του αγώνα για την υπέρβαση της κεφαλαιοκρατίας.
Στην παρούσα κρισιακή συγκυρία ανακύπτει μεγάλος κίνδυνος (ιδιαίτερα για ανθρώπους από τις παραδοσιακές στρατιές της εργασίας), λόγω αλλεπάλληλων απογοητεύσεων και ματαιώσεων από τα υπάρχοντα πολιτικά μορφώματα της αριστεράς, να εγκαταλείπεται το κομμουνιστικό και αγωνιστικό ιδεώδες και να υιοθετείται μια καιροσκοπική στάση ατομικής προσαρμογής στην πραγματικότητα. Επιπλέον, το πρωτόγνωρο και η περιπλοκότητα της συγκυρίας, η αναποτελεσματικότητα παγιωμένων μέσων και τρόπων δράσης, η αδυναμία στοχευμένης και άμεσης εμπλοκής στα κομβικά ζητήματα της κοινωνίας με θετική προοπτική, προκαλούν ένα βίωμα αδιεξόδου και ανημποριάς που παραλύει και ωθεί πολλούς ανθρώπους στην απραξία και στην παραίτηση από τον αγώνα. Μια παραίτηση, που επενδύεται συχνά ιδεολογικά με όρους «διαφύλαξης της καθαρότητας του κομμουνιστικού ιδεώδους», ή/και «διατήρησης-προετοιμασίας δυνάμεων για πιο ευνοϊκές συνθήκες». Ωστόσο, το ρήγμα της ιστορικής συνέχειας που μπορεί να οδηγήσει σε εξεγερτική και επαναστατική κατάσταση, δεν εμφανίζεται συχνά στην ιστορία, ούτε διαρκεί πολύ, γεγονός που επιτάσσει τη βέλτιστη εφικτή συστράτευση και καίρια παρέμβαση.
Η συλλογικότητά μας είναι ανοικτή και σε αγωνιστές/-ίστριες που επιθυμούν να δραστηριοποιηθούν για τους στόχους μας, στα πιο ριζοσπαστικά στοιχεία της κοινωνίας με κομμουνιστική αναφορά, χωρίς να έχουν πανομοιότυπη ιδεολογική και θεωρητική διαδρομή ή ταυτόσημο προσανατολισμό και αναφορά στα κεκτημένα της επαναστατικής θεωρίας. Η προσέλκυση τέτοιων ανθρώπων, θα επιτυγχάνεται σε συνάρτηση με τη συνέπεια και την αποτελεσματικότητα με την οποία θα θέτουμε και θα προωθούμε πρακτικά τα καθήκοντα της εποχής και της συγκυρίας. Συνέπεια, που συναρτάται με την προσήλωσή μας στον όλο και πιο θετικό προσδιορισμό της στρατηγικής προοπτικής ενοποίησης της ανθρωπότητας (του κομμουνισμού με όρους της εποχής, με την οπτική του μέλλοντος και όχι του παρελθόντος), με το βέλτιστο διαλεκτικό δέσιμο αυτής της προοπτικής με τα τακτικά, βραχυ-μεσοπρόθεσμα κ.ο.κ. καθήκοντα. Στην πορεία θα γίνεται αντιληπτό ότι η εν λόγω συνέπεια και προσήλωση, εδράζεται σε ορισμένο είδος και επίπεδο θεωρητικής-μεθοδολογικής θεμελίωσης, που υπερβαίνει τις συνήθεις και παγιωμένες (δογματικές, αναθεωρητικές κ.ο.κ.) εργαλειακές χρήσεις της θεωρίας και μιας αντίστοιχης στάσης ζωής. Η συλλογικότητά μας, δεν είναι απλώς και μόνον αυθόρμητο «τέκνο της ανάγκης κι ώριμο τέκνο της Οργής» της κρίσιμης εποχής και συγκυρίας, αλλά και μιας πορείας συνειδητοποίησης, θεωρητικής διαμόρφωσης, ωρίμανσης και ανάπτυξης, με τα πλέον προωθημένα κεκτημένα της επαναστατικής θεωρίας και μεθοδολογίας, που μας βοηθούν να αναπτύξουμε και άλλου τύπου σχέσεις συντροφικότητας.
Ένας ιστορικός κύκλος του κινήματος κλείνει ανεπιστρεπτί. Τα καθήκοντα της συλλογικότητας για την Επαναστατική Ενοποίηση της ανθρωπότητας, συνδέονται με την αυτοκριτική και την αφετηρία της διαλεκτικής άρσης αυτού του κύκλου. Αυτά τα δύσκολα και περίπλοκα καθήκοντα καλούμαστε να υπηρετήσουμε με τη σεμνότητα, τη συνέπεια, την ανιδιοτέλεια και την αυτοθυσία του επαναστάτη μέχρι το τέλος, όχι «για να ξεχωρίσουμε … απ’ τον κόσμο», αλλά, «για να σμίξουμε τον κόσμο», κάνοντας τη δράση, τη στάση και την όλη παρουσία μας (ως προσωπικότητες, ως συλλογικότητα και ως σχέσεις) παράδειγμα και πόλο έλξης. Έτσι που να πείθουμε ότι είμαστε (ψυχή τε και σώματι, λόγω και έργω) δοσμένοι/-ες σε μιαν υπόθεση, για την οποία πράγματι αξίζει να ζήσει ή να πεθάνει ο άνθρωπος με αξιοπρέπεια.
Η επανάσταση, η παγκόσμια επαναστατική διαδικασία, εκφράζει τη βαθύτατη, τη θεμελιώδη νομοτελή αναγκαιότητα επιβίωσης και ανάπτυξης των ανθρώπων, την αναγκαιότητα άλλου τύπου ανάπτυξης της ανθρωπότητας, με την μετάβασή της στην αυθεντικά ανθρώπινη ιστορία, στη διαδικασία κοινωνικοποίησης της ανθρωπότητας και εξανθρωπισμού της κοινωνίας, που θα οδηγήσει στην κατ’ αρχάς πλανητική ενοποίησή της.
Τα μέλη της συλλογικότητάς μας, δεσμεύονται να υπηρετούν ανιδιοτελώς, με όλες τους τις δυνάμεις αυτή την προοπτική επαναστατικής ενοποίησης της ανθρωπότητας.

Από epanen

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *