Ιδιωτικά Πανεπιστήμια: Και μετά τί;
του Μ.Π.
Αντί εισαγωγής
Το παρόν κείμενο δημοσιεύεται 2 και κάτι μήνες μετά την ψήφιση του νομοσχεδίου Πιερρακάκη “Ελεύθερο Πανεπιστήμιο”. Το πέρας του χρόνου, η απόσταση από ορισμένα γεγονότα βοηθούν στο να (ανα)στοχαζόμαστε περί αυτών με μεγαλύτερη ψυχραιμία και νηφαλιότητα. Παρόλα αυτά σε αυτούς τους 2 μήνες έχουν συμβεί πολλά, όχι μόνο όσον αφορά τις ανακατατάξεις και τη διάρθρωση του εγχώριου φοιτητικού χώρου αλλά κυρίως τις εξελίξεις στο διεθνές φοιτητικό κίνημα, όπως με τις μεγαλειώδεις κινητοποιήσεις και διαδηλώσεις για την Παλαιστίνη. Σε αυτό το άρθρο δεν θα επεκταθούμε σε αυτές τις εξελίξεις. Η σημασία την οποία δίνουμε άλλωστε ως Επαναστατική Ενοποίηση στο ζήτημα της έμπρακτης αλληλεγγύης στον Παλαιστινιακό Λαό και στο πώς η νεολαία και δη η φοιτητιώσα εμπλέκεται σε αυτή την υπόθεση, είναι και θα είναι κομβικού χαρακτήρα για την παρέμβαση μας στους φοιτητικούς συλλόγους.
Το κίνημα “ενάντια στην ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων” αποτέλεσε σίγουρα μια τομή για το μεταπολιτευτικό φοιτητικό κίνημα. Πρώτη φορά μετά το 2007 ένα κίνημα μπόρεσε να συγκροτήσει και να ενεργοποιήσει τόσο μεγάλο μέρος της φοιτητικής και πανεπιστημιακής κοινότητας, σε μια διόλου ευνοϊκή πολιτική περίοδο, με την πλήρη πολιτική κυριαρχία της Νέας Δημοκρατίας, του παραδοσιακού κόμματος του μεγάλου κεφαλαίου και των αντιλαϊκών αντι-μεταρρυθμίσεων, αλλά και τη χρεοκοπία, θεωρητική και πρακτική, της μεγάλης πλειοψηφίας της αριστεράς στη χώρα μας, εν μέσω μάλιστα μιας κλιμακούμενης, από τον ευρωατλαντικό άξονα παγκόσμιας σύρραξης, η οποία διόλου άσχετη δεν είναι με τις επιβαλλόμενες “μεταρρυθμίσεις” στο χώρο της παιδείας.
Αντικειμενικά, το κίνημα αυτό δεν ήρθε να τα βάλει μονάχα με την ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων. Αυτό μαρτυρά και η ίδια η διάρθρωση του νομοσχεδίου Πιερρακάκη “Ελεύθερο Πανεπιστήμιο”: πάνω από τα ¾ του συνόλου των Άρθρων του αφορούν ευθέως το δημόσιο πανεπιστήμιο (αλλά και το “Ελεύθερο” σχολείο) και την περαιτέρω ευθυγράμμιση του με τους όρους της αγοράς. Δεν είναι να απορεί κανείς με αυτό: βασική αρχή του νεοφιλελευθερισμού δεν είναι απλά η μετατροπή του δημοσίου σε ιδιωτικό, αλλά και η υπαγωγή του πρώτου στο δεύτερο. Η έρευνα προσανατολίζεται ολοένα και περισσότερο στις ανάγκες του κεφαλαίου, ενώ θεσμοί συστήνονται και ανασυστήνονται έτσι ώστε το πανεπιστήμιο να θυμίζει ολοένα και περισσότερο επιχείρηση, στα πρότυπα του αμερικάνικου παραδείγματος (διάρθρωση συμβουλίων διοίκησης, «απογραφειοκρατικοποίηση» ΕΛΚΕ, εισαγωγή επιπλέον κριτηρίων ιδιωτικοοικονομικής ανταγωνιστικότητας κ.λπ.) Εν μέσω ολομέτωπης επίθεσης του ευρωατλαντικού άξονα σε όλα τα πεδία, το πανεπιστήμιο γίνεται ένας από τους κύριους στόχους, ως κυρίαρχος τόπος παραγωγής και αναπαραγωγής επιστημονικά καταρτισμένου υποκειμένου μέσω επιστημονικής έρευνας και τεχνολογίας, αλλά και αναστοχασμού περί της θέσης αυτών στο κοινωνικό γίγνεσθαι και κατ’ επέκταση της ριζοσπαστικοποίησης του νεολαιίστικου παράγοντα. Η περαιτέρω υπαγωγή λοιπόν του πανεπιστημίου και της επιστήμης στο κεφάλαιο, μέσω και της παραρτηματοποίησής του από ξένα μεγάλα πανεπιστήμια και επιχειρήσεις “πάτρωνες” που θα εδρεύουν στις μεγάλες ιμπεριαλιστικές χώρες, με στόχο την εξαγωγή ολοένα και μεγαλύτερου μεριδίου μονοπωλιακών υπερκερδών μέσω της πολύτροπης εκμετάλλευσης της ερευνητικής-επιστημονικής εργασίας (μέσω πατεντών κ.λπ.) και κατ’ επέκταση η ποινικοποίηση/διάλυση του ριζοσπαστικού συνδικαλισμού μέσα σε αυτό, δεν υπονομεύει μόνο τον χαρακτήρα και την αποστολή αυτού, αλλά και ολόκληρη την προοπτική ενοποίησης της ανθρωπότητας και την χειραφετικού τύπου προοπτική δημιουργίας ολόπλευρα ανεπτυγμένων προσωπικοτήτων.
Το διακύβευμα λοιπόν εδώ ξεπερνάει το στενό πλαίσιο της “δημιουργίας ιδιωτικών πανεπιστημίων”. Το ζήτημα εντάσσεται και στη γενικότερη πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων, με τη βαρύνουσα ποιοτικής σημασίας συνθήκη ότι το συγκεκριμένο ζήτημα σχετίζεται με την εκπαίδευση. Την πολιτική δηλαδή του ιμπεριαλισμού, με σκοπό την ολοένα και μεγαλύτερη υπαγωγή του δημοσίου πλούτου στην προμετωπίδα του: στις μεγάλες πολυεθνικές – πολυκλαδικές εταιρείες.
Μεθοδολογικά αυτό το ζήτημα, το οποίο δεν αφορά μεμονωμένα μόνο μια μερίδα του φοιτητικού κόσμου, αλλά ολόκληρη την κοινωνία, υπαγορεύει και την ανάγκη κοινής μετωπικής πορείας φοιτητών-εργαζομένων, παιδείας-εργασίας, με την πρωτοβουλία στη συγκεκριμένη συγκυρία στα χέρια της φοιτώσας νεολαίας. Αυτό όχι ως “φετίχ” μιας εργατίστικης λογικής (που σε πολλές αντιλήψεις συνδέεται κιόλας με την εξιδανίκευση του ρόλου του εκτελεστικού προλεταριάτου κ.λπ.), αλλά ως προϋπόθεση κοινού μετωπικού κοινωνικού και ιδεολογικοπολιτικού αγώνα για τα δικαιώματα των εργαζομένων, του λαού και της νεολαίας, οργανικά συνδεδεμένου με τον αγώνα για την ήττα του άξονα ΗΠΑ-ΝΑΤΟ-ΕΕ, την άμεση έξοδο από τους ιμπεριαλιστικούς σχηματισμούς, το ξήλωμα των Αμερικανο-ΝΑΤΟικών βάσεων, την πτώση της κυβέρνησης των λακέδων του ιμπεριαλισμού και της πολιτικής των (μετά)μνημονίων. Πέρα από τις διάφορες αντιλήψεις που αναπτύχθηκαν μέσα στο κίνημα, οι αντικειμενικές συνθήκες σήμερα στο εργατικό κίνημα δυσχέραιναν κατά πολύ αυτή την προοπτική. Η νεολαία λοιπόν κλήθηκε να αναλάβει ένα δυσανάλογο βάρος και αποστολή.
Πάνω σε αυτό το πλαίσιο, η σύναψη συμμαχίας με την πανεπιστημιακή-ακαδημαϊκή κοινότητα και διανόηση κρίνεται θετική, από την άποψη της σημασίας του ρόλου της προοδευτικού τύπου πανεπιστημιακής διανόησης με τον πρωτοπόρο ρόλο των φοιτητών στη διαμόρφωση συνθηκών ξεσπάσματος κινηματικής κατάστασης στην κοινωνία, από την άποψη ότι είναι ένας από τους βασικούς κοινωνικούς φορείς, με την συνδρομή του πανεπιστημιακού ασύλου, αναστοχασμού των προβλημάτων και των προοπτικών της ανθρωπότητας και της κοινωνίας εν γένει. Η συμμαχία αυτή δεν έγινε βέβαια ακριβώς πάνω σε αυτή τη βάση, αλλά περισσότερο στην “αμυντικού” τύπου συνθήκη και διαπίστωση ότι το φοιτητικό υποκείμενο δεν μπορεί να μείνει περιχαρακωμένο, λαμβάνοντας υπόψη και τις όχι και τόσο ευνοϊκές συνθήκες στο εργατικό κίνημα.
Παρομοίως και για το ζήτημα της αντισυνταγματικότητας. Κόντρα στις αριστερίστικες φωνές που θεωρούσαν “εκτρωματικό” για την αριστερά να κάνει επίκληση στο αστικό σύνταγμα, η πραγματικότητα έδειξε ότι μέσω της επίκλησης της κατάφωρης αντισυνταγματικότητας του νομοσχεδίου έγινε εφικτό να γίνει επίκληση σε δημοκρατικά αντανακλαστικά μιας μεγάλης μερίδας της φοιτητικής κοινότητας και έτσι να ενεργοποιηθούν, υπερασπιζόμενοι ταυτόχρονα και λαϊκά κεκτημένα (όπως αυτό που ορίζεται στο άρθρο 16) και στα οποία αποτυπώνονται στιγμές της ταξικής και νεολαιίστικης πάλης στη χώρα. Παρόλα αυτά, είναι αλήθεια ότι όταν γίνεται αυτό λόγω μιας αμυντικής στάση προς τον αντίπαλο, εγκυμονεί ο κίνδυνος -ακόμη και μη ηθελημένα- να εξιδανικεύουμε προγενέστερες ιστορικές φάσεις του ιστορικά συγκεκριμένου και κυρίαρχου τρόπου παραγωγής, της κεφαλαιοκρατίας, είτε να παραβλέπουμε το γεγονός ότι το αστικό Σύνταγμα, το οποίο ειδικά από τον καιρό των μνημονίων έχει γίνει κουρελόχαρτο, και το Άρθρο αυτό, ήδη καταπατάται με πολλούς τρόπους από την εξαρτημένη αστική τάξη και όχι μόνο με την προσπάθεια ίδρυσης ιδιωτικών πανεπιστημίων.
Όσον αφορά τα κομμάτια της πανεπιστημιακής κοινότητας που στελέχωσαν και στήριξαν τον αγώνα, είχαν προφανώς διαφοροποιήσεις ως προς τη θέση/ιεραρχία τους στην ακαδημαϊκή βαθμίδα, αλλά και ως προς τις σχολές που διδάσκουν. Οι απλοί εργαζόμενοι και ερευνητές πήρανε εξ αρχής θέση κατά του νομοσχεδίου και υπέρ του αγώνα των φοιτητών, μέσω των συνδικαλιστικών τους οργάνων και μέσω της παρουσίας τους στο πλευρό των φοιτητών όταν οι δυνάμεις καταστολής επιχειρούσαν εναντίον τους, όπως στις δύο εισβολές ΜΑΤ, ΟΠΚΕ και ΕΚΑΜ στο ΕΜΠ. Ωστόσο, η θέση των πανεπιστημιακών καθηγητών ήταν αντιφατική. Οι προοδευτικοί καθηγητές πήραν θέση κατά του νομοσχεδίου, γεγονός που εκφράστηκε και στις ανακοινώσεις-αποφάσεις της ΠΟΣΔΕΠ. Παρόλα αυτά όλοι γνωρίζουν ότι το συνδικαλιστικό όργανο χάνει ολοένα και περισσότερο την αίγλη του στην ακαδημαϊκή κοινότητα. Αυτό συνδέεται με την ολοένα και μεγαλύτερη στροφή τμημάτων του Πανεπιστημίου και του Πολυτεχνείου σε δραστηριότητες επικερδείς για το κεφάλαιο, ιδιαίτερα σε αυτές που είναι συνδεδεμένες με το νέο τύπο υποκειμένου της εργασίας και τη χειραγώγησή του και -κατ’ επέκταση- την ολοένα μεγαλύτερη στροφή των ερευνητικών καθηκόντων σε δραστηριότητες αλλότριες προς τα συμφέροντα της κοινωνίας και της ανθρωπότητας. Οι καθηγητές στις πολυτεχνικές σχολές σε σημαντικό ποσοστό έχουν γίνει “μάνατζερ” και έχουν υποκαταστήσει την κοινωφελή έρευνα και τη διδασκαλία με επιχειρηματικού τύπου δραστηριότητες. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν ότι ένα όχι τόσο μικρό ποσοστό από αυτούς, δεν δυσανασχετεί. Στην πραγματικότητα, βλέπει με καλό μάτι την περαιτέρω επιχειρηματικοποίηση του δημοσίου πανεπιστημίου και την ίδρυση ιδιωτικών τριτοβάθμιων ιδρυμάτων. Αντίστοιχη στάση κρατούν και οι μεγαλογιατροί πανεπιστημιακοί-επιχειρηματίες των ιατρικών σχολών. Οι μόνοι που έχουν σε πολύ μεγάλο ποσοστό αντιταχθεί στο νομοσχέδιο είναι οι καθηγητές των σχολών που σχετίζονται με τις επιστήμες περί της κοινωνίας. Αυτό γιατί γίνεται αντιληπτό, έστω και κάποιες φορές με μία συντεχνιακή λογική, ότι στο πανεπιστήμιο της αγοράς και της αναφανδόν ιεράρχησης των συμφερόντων του κεφαλαίου έναντι αυτών της κοινωνίας και τη ανθρωπότητας, οι κοινωνικές επιστήμες και η φιλοσοφία, έστω και στη μεταμοντέρνα και “νερόβραστη” εκδοχή τους, δεν έχουν καμία θέση και χρησιμότητα. Αντίθετα μπορούν να καταστούν επικίνδυνες, ιδιαίτερα όσον αφορά το νέο υποκείμενο της εργασίας και τη συγκρότηση αυτού σε τάξη για τον εαυτό της, όταν αρχίσουν να παίρνουν τροπή και χαρακτήρα πραγματικής θεωρητικής, στοχαστικής μορφής της κοινωνικής συνείδησης.
Είναι πλέον ορατό ότι οι αντιλήψεις που προέκριναν την απλή εμπειρική αναλογία μεταξύ του κινήματος του 2006-2007 και του σήμερα, είναι στην καλύτερη περίπτωση ελεγκτέες. Αυτό γιατί δεν κατάφεραν να αντιληφθούν ότι οι νέες συνθήκες που έχουν αναπτυχθεί διεθνώς, κατ’ επέκταση και εγχώρια, οι οποίες συνδέονται με την κατάργηση της σχετικής αυτονομίας του πανεπιστημίου, την περαιτέρω υπαγωγή αυτού στις ανάγκες του κεφαλαίου και των μεγάλων πολυεθνικών κ.λπ. επιτάσσουν αναβάθμιση των μεθόδων δράσης, προπαγάνδισης και αιτημάτων. Η επαναφορά στην καθημερινότητα του φοιτητικού συλλόγου του τρίπτυχου “συνέλευση-κατάληψη-διαδήλωση” είναι σίγουρα μια πολύ σημαντική κατάκτηση που πιστώνεται στις αγωνιστικές δυνάμεις των συλλόγων και δεν πρέπει να υποτιμάται διόλου. Έγινε εφικτό να νομιμοποιηθούν στα μάτια των φοιτητών μορφές πάλης, όπως η κατάληψη, που μέχρι χθες η κυρίαρχη ιδεολογία τις είχε αναγάγει σε “εγκληματικού τύπου” δραστηριότητες. Με αυτόν τρόπο, ενώ μέχρι τον Γενάρη στη δημόσια σφαίρα επικρατούσε και προπαγανδιζόταν αποκλειστικά η κυρίαρχη αντίληψη περί του επερχόμενου νομοσχεδίου, η αντεπίθεση αυτή του φοιτητικού κινήματος μπόρεσε να αναστρέψει αυτή τη συνθήκη, αναγκάζοντας ουσιαστικά την κοινωνία να αρχίσει να συζητά με τους όρους και τα επιχειρήματα της πρωτοπορίας των φοιτητών.
Είναι δίκαιη όμως η (αυτο)κριτική, σε ό,τι αφορά τη μη υιοθέτηση αναβαθμισμένων μορφών και μέσων πάλης; Σίγουρα. Τί μέσα πάλης όμως; Σε ποια βάση και μεθοδολογία; Οι διάφορες προσπάθειες για διενέργεια δράσεων νέου τύπου (π.χ. η διοργάνωση απογευματινών κινητοποιήσεων-πορειών έτσι ώστε να συνδεθούν με τις εργαζόμενες μάζες), ενώ αποτέλεσαν μια θετική πρωτοβουλία που θα μπορούσε να έχει προωθητικά αποτελέσματα, εντούτοις το γεγονός ότι τους έλειπαν οι θεωρητικές-μεθοδολογικές και κατ’ επέκταση πολιτικές βάσεις και η σκοποθεσία, οδηγήθηκαν σε αυτοαναφορικού τύπου συγκεντρώσεις μερικών δεκάδων ή εκατοντάδων ατόμων παρόμοιας οργανωτικής προέλευσης -όπως γίνεται χρόνια τώρα με τέτοιου είδους πρωτοβουλίες από διάφορες οργανώσεις- με αποτέλεσμα η προσπάθεια για σύνδεση με τις μάζες να αποβεί άκαρπη. Αυτό άλλωστε αποδείχτηκε και εμπειρικά, από το γεγονός ότι αυτές οι δράσεις δεν μακροημέρευσαν.
Επίσης, θετικό είναι το γεγονός ότι δυνάμεις που δεν συμμετείχαν στις κινητοποιήσεις του 2006-2007, όπως η ΚΝΕ, αυτή την φορά μπήκαν σε αυτή τη διαδικασία εξαρχής. Παρόλα αυτά πρέπει να κατανοήσει κανείς το γιατί έγινε αυτό.
Η πείρα των προηγούμενων κινηματικών διαδικασιών (κίνημα του 2006-2007, Πανεπιστημιακή Αστυνομία και Νόμος Κ-Χ κ.λπ.) οδήγησε τις δυνάμεις της ΚΝΕ (με τη συνδρομή της ΑΡΙΣ), λειτουργώντας καιροσκοπικά, να δράσουν αναλόγως έτσι ώστε να μπορέσουν να ηγεμονεύσουν σε αυτό. “Ενθυμούμενος” ο οργανωτικός μηχανισμός της ΚΝΕ τα προβλήματα που προέκυψαν από τη μη συμμετοχή ή την καθυστέρηση συμμετοχής στα προηγούμενα κινήματα, μπήκε εξ’ αρχής δυναμικά σε αυτό, με προτάσεις κυλιόμενων καταλήψεων, παρόλα αυτά με ένα διασπαστικό ρόλο (σπάσιμο κοινών πλαισίων, δημιουργία αντιπαραθετικού συντονιστικού γενικών συνελεύσεων, μη αναγνώριση επιτροπών κατάληψης ως δομής του κινήματος), ενώ όταν είδε ότι η προσπάθεια καπελώματος δεν έβγαινε εξ’ αρχής, μπήκε σε κοινό συντονιστικό και κοινά πλαίσια, προσπαθώντας να απομονώσει τον κύριο συνδικαλιστικό της αντίπαλο μέσα στο φοιτητικό κίνημα, τα ΕΑΑΚ και να ηγεμονεύσουν με άλλους τρόπους σε αυτό.
Δεν είναι όμως άσχετη από τη μεθοδολογία, η στάση στο κομμάτι “του δρόμου”, της συγκρότησης και περιφρούρησης μαχητικού μπλοκ, η απάντηση του κινήματος απέναντι στις δυνάμεις καταστολής. Ο κατασταλτικός ρόλος του κράτους, η επιβολή κρατικής, αλλά και παρακρατικής βίας σε φοιτητές ή ακόμη και σε μαθητές, δεν μπορούσαν παρά να απαντηθούν μέσω και της υλικής σύγκρουσης με τις δυνάμεις καταστολής, όπως έγινε έξω από την Βουλή την Πέμπτη 1 Φλεβάρη και η ανακατάληψη του χώρου έξω από την Βουλή από τους φοιτητικούς συλλόγους μετά το κρεσέντο άγριας καταστολής από τα ΜΑΤ την ημέρα ψήφισης του νομοσχεδίου.
H αδιαφορία από ορισμένου τύπου “πρωτοπορίες”, όπως της ΚΝΕ/ΑΡΙΣ, στο να δημιουργήσουν τους όρους υλικής σύγκρουσης, αντανακλά τη γενικότερη αντίληψή τους για το κίνημα, ως απλό πεδίο αναπαραγωγής ή -και γιατί όχι- προετοιμασίας για τις επόμενες “μητέρες των μαχών” (φοιτητικές εκλογές, ευρωεκλογές κλπ.). Δεν κατανοούν (;) τον “παιδαγωγικό” ρόλο που ασκεί το κράτος μέσω της “παθητικής” καταστολής (που μπορεί να είναι και πιο καταστροφική από την “ενεργή”), ή/και τον κατανοούν και συμβάλλουν στην εμπέδωσή του από την νεολαία. Την καταστολή δηλαδή του τρόμου, μέσω των διμοιριών ΜΑΤ μπροστά στη Βουλή, των προσαγωγών και συλλήψεων αγωνιστών για απλή διενέργεια συμβολικών πράξεων κ.λπ. (π.χ. ανέγερση πανό στο Σύνταγμα ενάντια στα Ιδιωτικά Πανεπιστήμια).
Όσο δεν γίνεται αντιληπτό ότι οι κομμουνιστές οφείλουν να είναι και να λειτουργούν ως η πρωτοπορία εκείνη, που θα συμβάλλει με θεωρητικούς και οργανωτικούς/πρακτικούς όρους στη ριζοσπαστικοποίηση της νεολαίας, στη σύνδεση των τακτικών διεκδικήσεων μα τον στρατηγικό σκοπό, τότε το δυναμικό αυτό θα χαθεί στις συμπληγάδες της πραγματικότητας .
Μετά τί κάνουμε;
Οι διαφορές αντιλήψεις για το τί είναι πανεπιστήμιο και για τον χαρακτήρα του αγώνα που επικρατούν στους χώρους της φοιτητικής (και όχι μόνο) αριστεράς, παρουσιάζουν ενδιαφέρον. Διότι ακόμη και αν αυτές οι αντιλήψεις δεν εκφράστηκαν στην πλήρη μορφή τους μέσα στο κίνημα, εντούτοις θα είναι ένας πλοηγός για την οριοθέτηση και τη στοχοθεσία της δράσης του επόμενου διαστήματος.
Οι αντιλήψεις που “αναδείκνυαν” την προσπάθεια εκχώρησης του πανεπιστημίου στο κεφαλαίου, το κάνουν από την σκοπιά της απλής άρνησης (“αντικαπιταλιστικής”) χωρίς ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης, στο πώς δηλαδή οι συνθήκες και οι εξελίξεις σε διεθνές επίπεδο, στο πλαίσιο του παγκόσμιου καπιταλισμού και της σύγκρουσής του με τις δυνάμεις του σοσιαλισμού και του αντιιμπεριαλισμού, επηρεάζουν και επιταχύνουν τις εξελίξεις και όσον αφορά την εκπαιδευτική αναδιάρθρωση, αλλά και το ποια είναι με θετικό, μη αμυντικό και επιθετικό τρόπο η διέξοδος από αυτή την κατάσταση. Γιατί αλήθεια, λείπει από την αριστερά μια ακόμη “ανάλυση” που το μόνο που θα κάνει εν τέλει είναι να περιγράφει πάλι τον αυτοσκοπό του κεφαλαίου από μια αξιολογική- ηθικολογική σκοπιά (ταξικοί φραγμοί κ.λπ.);
Από την άλλη, οι αλτουσεριανές αντιλήψεις περί του πανεπιστημίου ως “ιδεολογικού μηχανισμού του κράτους”, που δίνουν έμφαση στον εντατικοποιημένο χαρακτήρα του πανεπιστημίου και τον ρόλο αυτού ως μηχανισμού πειθάρχησης, είναι λογικό να δίνουν μια πρωταρχική συνδικαλιστική ώθηση, ιδιαίτερα σε σχολές όπου η πειθάρχηση και η εντατικοποίηση έχουν γίνει πλέον κανόνας και καθημερινότητα (π.χ. πολυτεχνικές σχολές). Ωστόσο, εδώ διαφεύγει το γεγονός ότι η εκπαίδευση δεν μπορεί να καταταχθεί εξ’ ολοκλήρου στο εποικοδόμημα της καπιταλιστικής κοινωνίας ως “ιδεολογικός μηχανισμός” του αστικού κράτους. Αυτό που αντιλαμβάνεται αυτή η ανάλυση είναι τον -όντως πραγματικό- ρόλο και πλευρά της εκπαίδευσης ως μηχανισμό διάδοσης και εμπέδωσης της κυρίαρχης ιδεολογίας και δημιουργίας του αυριανού μοντέλου του πειθήνιου εργαζόμενου.
Εκείνο που διαφεύγει από τον πυρήνα της ανάλυσης εδώ είναι το γεγονός ότι σε κάθε κοινωνία ορισμένου επιπέδου ανάπτυξης του κοινωνικού χαρακτήρα της εργασίας και της παραγωγής, μαζί με την ανάπτυξη των βασικών τομέων της παραγωγής, (παραγωγής μέσων παραγωγής και παραγωγής εμπορευμάτων [ευρείας κατανάλωσης για μισθωτούς, αλλά και ειδών πολυτελείας]) διακρίνεται και η κατάρτιση- “παραγωγή”-προπαρασκευή του ανθρώπου ως υποκειμένου της εργασίας μέσω της αναπαραγωγής, διάδοσης και παραγωγής γνώσεων και δεξιοτήτων.
Αυτή η συνιστώσα της εκπαίδευσης αποτελεί την πλέον ουσιώδη πλευρά της ως φαινόμενο, απότοκα της οποίας είναι όλες οι υπόλοιπες λειτουργίες και κυρίως η λειτουργία της παραγωγής και αναπαραγωγής του υποκειμένου των σχέσεων παραγωγής. Συνεπώς, οποιαδήποτε διεκδίκηση στο χώρο της εκπαίδευσης δεν ανάγεται απλά στο πλαίσιο μιας ιδεολογικής αντιπαράθεσης, αλλά αφορά τον πυρήνα του εκάστοτε κυρίαρχου τρόπου παραγωγής. Η παράβλεψη αυτής της ουσιώδους πλευράς της εκπαίδευσης και η αναγωγή της θεώρησής της στον «ιδεολογικό μηχανισμό» του αστικού κράτους, στερεί από το ριζοσπαστικό φοιτητικό υποκείμενο τη δυνατότητα να αναστοχαστεί περί της επιστήμης και της τεχνολογίας και του ρόλου αυτών στην κοινωνία, με πολύ αρνητικές επιπτώσεις εντέλει στην ίδια την συγκρότηση του υποκειμένου.
Σε μια περίοδο που η κυβέρνηση έχει ψηφίσει το νομοσχέδιο και η κινηματική κατάσταση έχει φτάσει στο τέλος της, το ερώτημα είναι απλό: και τώρα τί;
Θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε, να κάνουμε πού και πού κάποια συμβολική πράξη παρέμβασης, να γράφουμε κάτι στο πλαίσιο των συνελεύσεων περί συνέχισης του αγώνα κ.λπ. Το θέμα είναι ποιου αγώνα; Είναι επιτακτικού χαρακτήρα η συγκρότηση υποκειμένου το οποίο να μπορεί επιθετικά να συμβάλλει σε αυτό, όχι μέσω μιας στείρας και εν τέλει αμυντικής αντίστασης στην εκπαιδευτική αναδιάρθρωση, αλλά με όρους επιθετικούς. Αυτό μπορεί μονάχα να γίνει με τη δημιουργία των όρων εκείνων μέσα στους φοιτητικούς συλλόγους, μέσω των οποίων η συνειδητή σκοποθεσία γίνεται το κυρίαρχο απέναντι στον άκρατο εμπειρισμό και την αυθόρμητη δράση. Για συνδικαλιστική παρέμβαση που δεν θα είναι ούτε μνεία αριστερισμού, αποσπασμένη από τις άμεσες ανάγκες των φοιτητών, αλλά και ούτε θα φοβάται να αναμετρηθεί και να αναστοχαστεί σε μεγαλύτερο βάθος τα προβλήματα των φοιτητών, της νεολαίας και της κοινωνίας εν γένει, καταλήγοντας εντέλει σε μια στάση αμυντικής περιφρούρησης των μέχρι τώρα κεκτημένων, χωρίς να μπορεί να συγκροτηθεί ως υποκείμενο του μετώπου εργασίας-παιδείας, ικανό να δράσει με όρους πρωτοβουλίας, επιβάλλοντας τους δικούς του όρους στον αντίπαλο. Διότι αυτό το οποίο φάνηκε και σε αυτό το κίνημα, είναι ότι ακόμα τους όρους τους θέτει ο αντίπαλος: ημέρα λήξης του κινήματος υπήρξε η ψήφιση του Ν/Σ , ενώ στον επόμενο (και τελευταίο) γύρο γενικών συνελεύσεων, η γενικευμένη απογοήτευση και απαισιοδοξία εκφράστηκε στο ότι στις περισσότερες σχολές επικράτησαν τα πλαίσια “ανοιχτής σχολής”, τα οποία μέχρι τότε στην συντριπτική πλειοψηφία των σχολών ηττούνταν κατά κράτος.
Γεννάται λοιπόν το ερώτημα: ένα κίνημα επιθετικό, εφοδιασμένο με θεωρητικούς και πρακτικούς όρους, το οποίο θα μπορεί στη βάση της επαναστατικής θεωρίας και μεθοδολογίας να σκοποθετεί και να πράττει και τις αντίστοιχες κοινωνικές και μετωπικές συμμαχίες και κινήσεις, ή ένα κίνημα που θα σέρνεται κάθε φορά πίσω από τις εξελίξεις;