Συνέντευξη με τον Zhou Li, πρώην αναπληρωτή υπουργό του Διεθνούς Τμήματος της Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας
WORLD MARXIST REVIEW, 2025 VOL. 2, NO. 1, 157−170
https://dx.doi.org/10.62834/8ttx1y78
μετ. Δ. Κούλος
επιμ. Δ. Περδίκης
Αναδημοσίευση από εδώ.
Zhou Li, Αναπληρωτής Υπουργός του Διεθνούς Τμήματος της Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας.
Λέξεις κλειδιά
Γεωπολιτική θεωρία, ηγεμονισμός, ΚΚΚ (Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας)
Περίληψη
Τα τελευταία χρόνια, ένας αυξανόμενος αριθμός μελετητών και πολιτικών τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό έχουν υιοθετήσει τη γεωπολιτική θεωρία, θεωρώντας την ως ένα κρίσιμο συστατικό της σύγχρονης θεωρίας των διεθνών σχέσεων και ένα μέσο για την παρατήρηση και ανάλυση της τρέχουσας κατάστασης και των μελλοντικών τάσεων της διεθνούς κατάστασης. Η θεωρία αυτή έχει ασκήσει σημαντική επιρροή στη διεθνή κοινότητα για περισσότερο από έναν αιώνα. Η ουσία της γεωπολιτικής έγκειται στο γεγονός ότι η γεωγραφία καθορίζει την πολιτική και το γεωγραφικό περιβάλλον υπαγορεύει τις διεθνείς σχέσεις. Μπορεί να υποστηριχθεί ότι εκπρόσωποι των δυτικών χωρών σε διαφορετικές ιστορικές περιόδους έχουν υποστηρίξει με ζήλο τη γεωπολιτική θεωρία. Όσο περίπλοκα ή «βαθιά» και αν φαίνονται τα επιχειρήματά τους, τελικά έχουν ως στόχο να βοηθήσουν τις δυτικές δυνάμεις να κατακτήσουν περισσότερες αποικίες, σφαίρες επιρροής, πηγές πρώτων υλών και επενδυτικές ευκαιρίες. Διευκολύνουν την προώθηση της νεοαποικιοκρατίας, του φασισμού και του ηγεμονισμού σε όλο τον κόσμο. Αναμφισβήτητα, η γεωπολιτική θεωρία είναι άμεση αντανάκλαση των ιμπεριαλιστικών και ηγεμονικών κοσμοθεωριών. Είναι επίσης αλήθεια ότι οι Κινέζοι κομμουνιστές, όταν παρατηρούν και αναλύουν οποιοδήποτε διεθνές φαινόμενο, είτε πολιτικό, οικονομικό, οικολογικό, είτε σχετικό με την ασφάλεια ή με τα σημεία έντασης, πρέπει να υιοθετούν το μαρξιστικό πρίσμα και μέθοδο της ταξικής ανάλυσης, καθώς και την άποψη και τη μεθοδολογία ότι η αντίθεση μεταξύ των παραγωγικών δυνάμεων και των σχέσεων παραγωγής είναι η αποφασιστική δύναμη στην κοινωνική ανάπτυξη. Σίγουρα δεν είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθεί η γεωπολιτική θεωρία ως λογική αφετηρία για την ανάλυση των διεθνών σχέσεων και της εξέλιξης της διεθνούς κατάστασης, ή ακόμη και ως μεθοδολογικό πλαίσιο για την ανάλυση ζητημάτων. Ο λόγος είναι ότι αυτό θα οδηγούσε σε εσφαλμένες εκτιμήσεις σχετικά με την εξέλιξη και τις αλλαγές στη διεθνή κατάσταση, επηρεάζοντας έτσι τη διαμόρφωση και την εφαρμογή συγκεκριμένων πολιτικών. Η κινεζική θεωρία των εξωτερικών σχέσεων βασίζεται στη μαρξιστική θεωρία των διεθνών σχέσεων και αποτελεί ουσιαστικό υπόβαθρο για την εμπιστοσύνη στη σοσιαλιστική θεωρία με κινεζικά χαρακτηριστικά στη νέα εποχή. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πρέπει να συμπεριληφθεί και να αναπτυχθεί ως σημαντικό συστατικό του ανεξάρτητου συστήματος γνώσης της Κίνας.
Δημοσιογράφος: Η έννοια της γεωπολιτικής έχει συζητηθεί ευρέως και έχει εφαρμοστεί στην διεθνή κοινότητα τα τελευταία χρόνια. Στη χώρα μας, υπάρχουν επίσης πολλοί μελετητές που χρησιμοποιούν αυτή την έννοια για να αναλύσουν την τρέχουσα κατάσταση και τις μελλοντικές τάσεις της διεθνούς κατάστασης, χρησιμοποιώντας την ακόμη και ως μεθοδολογικό πλαίσιο. Πρώτα απ’ όλα, τι πρέπει να έχουμε κατά νου;
Zhou Li (πρώην αναπληρωτής υπουργός, Διεθνές Τμήμα, Κεντρική Επιτροπή του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας): Η έννοια της γεωπολιτικής έχει συζητηθεί ευρέως σε διεθνές επίπεδο τα τελευταία χρόνια. Υπάρχουν συζητήσεις για το θέμα αυτό στις δυτικές χώρες, τη Ρωσία και ορισμένες αναπτυσσόμενες χώρες. Μελετητές, μεταξύ των οποίων και ορισμένοι στην Κίνα, έχουν συνειδητά ή ασυνείδητα υιοθετήσει τη θεωρία της γεωπολιτικής, θεωρώντας την ως σημαντικό συστατικό της σύγχρονης θεωρίας των διεθνών σχέσεων και ως μέσο για την παρατήρηση και ανάλυση της τρέχουσας κατάστασης και των μελλοντικών τάσεων της διεθνούς σκηνής. Ωστόσο, είναι εξαιρετικά σημαντικό να σημειωθεί ότι ο όρος «γεωπολιτική», ή οποιαδήποτε σχετική συζήτηση, απουσιάζει από τα έργα του προέδρου Μάο Τσε Τουνγκ (Mao Zedong), του Ντενγκ Σιαοπίνγκ (Deng Xiaoping), του Τζιάνγκ Ζεμίν (Jiang Zemin), του Χου Τζιντάο (Hu Jintao), του Σι Τζινπίνγκ (Xi Jinping) και άλλων ηγετών. Επιπλέον, τα επίσημα έγγραφα της Κεντρικής Επιτροπής, συμπεριλαμβανομένων των πρόσφατων εκθέσεων του 19ου και 20ου Εθνικού Συνεδρίου του ΚΚΚ και των αποφάσεων της Τρίτης Ολομέλειας της 20ης Κεντρικής Επιτροπής, δεν έχουν χρησιμοποιήσει ποτέ τον όρο «γεωπολιτική» ή κάποια παρόμοια ανάλυση. Οι κεντρικοί ηγέτες έχουν συχνά αναφερθεί στην αντιμετώπιση κινδύνων και προκλήσεων, μιλώντας για ταραχώδη και δύσκολα χρόνια, αλλά δεν έχουν αναφερθεί ποτέ στην αντιμετώπιση «γεωπολιτικών κινδύνων και προκλήσεων».
Δημοσιογράφος: Η γεωπολιτική θεωρία είναι επίσης ευρέως αποδεκτή στη Ρωσία;
Zhou Li: Ναι. Υπάρχουν δύο πρόσφατα παραδείγματα. Πρώτον, στο πρόσφατα δημοσιευμένο βιβλίο Έρευνα για την Οικονομική Ανάπτυξη της Ρωσίας (2022-2023), ο Ρώσος καθηγητής Σεργκέι Σούντλιν (Sergei Sudlin), ένας από τους συντάκτες, επισημαίνει ρητά στον πρόλογο την «ταχέως μεταβαλλόμενη γεωπολιτική κατάσταση την άνοιξη του 2022». Θεωρεί ότι οι γεωπολιτικοί παράγοντες, σε κάποιο βαθμό, αποτελούν «εξωτερικό σοκ» στον τομέα της οικονομικής ανάπτυξης, ασκώντας σημαντική επίδραση στη φύση και τις τάσεις της οικονομικής ανάπτυξης της Ρωσίας. Αρκετοί άλλοι συγγραφείς του βιβλίου αυτού υιοθετούν επίσης τη νέα γεωπολιτική πραγματικότητα ή το νέο γεωπολιτικό περιβάλλον ως τίτλο των άρθρων τους. Είναι προφανές ότι οι Ρώσοι φίλοι υιοθετούν μια εξαιρετικά θετική στάση απέναντι στη γεωπολιτική και την θεωρούν ως μια καθιερωμένη θεωρητική βάση για τη συζήτηση της μεταβαλλόμενης οικονομικής κατάστασης στη Ρωσία.
Στα τέλη Σεπτεμβρίου 2024, βρήκα επίσης ένα άρθρο με τίτλο «Πρέπει να υπάρξει μαζική γεωπολιτική εκπαίδευση», του γνωστού Ρώσου μελετητή Αλεξάντερ Ντούγκιν (Alexander Dugin). Ο Ντούγκιν είναι μια ηγετική φυσιογνωμία της ρωσικής Νεο-Eυρασιατικής γεωπολιτικής σκέψης και έχει δηλώσει ότι είναι μαθητής του Καρλ Χάουσοφερ (Karl Haushofer), ενός από τους πρώτους Γερμανούς γεωπολιτικούς.
Στο άρθρο, ο Ντούγκιν ρωτάει ποιος πολεμάει εναντίον ποιου και γιατί. Πού βρίσκονται τα όρια μεταξύ των πολιτισμών και των μπλοκ; Υποστηρίζει ότι «μόνο η γεωπολιτική μπορεί να προσφέρει μια σαφή και κατανοητή εξήγηση για όλα αυτά». Ο Ντούγκιν υποστηρίζει περαιτέρω ότι τέτοιες πρακτικές έχουν περιοριστεί στη Ρωσία, παρόλο που οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν διεξάγει με συνέπεια μελέτες και έχουν λάβει μέτρα σύμφωνα με γεωπολιτικά αρχές. Αναγνωρίζει στον Πούτιν το γεγονός ότι είναι ο πρώτος Ρώσος ηγέτης που εστίασε στη γεωπολιτική, και ακριβώς για αυτόν τον λόγο, ότι η χώρα έχει μόλις ξεκινήσει το ταξίδι της κατανόησης και της απόκτησης μιας συνολικής συνείδησης για τα όσα έχουν συμβεί στις σύγχρονες διεθνείς σχέσεις. Ωστόσο, αναγνωρίζει τη δυσκολία να ξεπεραστεί η «ύπνωση» των εγχώριων φιλελεύθερων, των οικονομολόγων και των δυτικών επιρροών, μια διαδικασία που απαιτεί χρόνο. Ισχυρίζεται ότι μόνο μετά την έναρξη της ειδικής στρατιωτικής επιχείρησης οι ρωσικές αρχές κατανόησαν πραγματικά τους νόμους και τους κανόνες της γεωπολιτικής. Ωστόσο, υποστηρίζει ότι αυτό επ’ ουδενί λόγο δεν είναι αρκετό. Το πρόβλημα, σύμφωνα με τον Ντούγκιν, έγκειται στην αδυναμία του ρωσικού εκπαιδευτικού συστήματος να αποδώσει τη δέουσα σημασία στη γεωπολιτική. Ζητά την υποχρεωτική διδασκαλία της γεωπολιτικής, όχι μόνο σε όλο το ρωσικό εκπαιδευτικό σύστημα, αλλά και σε όλα τα επίπεδα της κυβέρνησης, από το κεντρικό έως το τοπικό, καθώς και στον στρατό, απαιτώντας από όλους τους αξιωματούχους και το στρατιωτικό προσωπικό να περάσουν τουλάχιστον μια βασική εξέταση γεωπολιτικής. Ο Ντούγκιν προειδοποιεί μάλιστα ότι «η υποτίμηση της γεωπολιτικής θα επιφέρει άμεση καταστροφή στη Ρωσία».
Δημοσιογράφος: Πώς εξελίχθηκε η θεωρία της γεωπολιτικής και ποια είναι τα βασικά της αξιώματα;
Zhou Li: Η γεωπολιτική, ή η θεωρία της γεωπολιτικής, έχει τις ρίζες της στην πολιτική γεωγραφία που καθιέρωσε ο Γερμανός μελετητής Φρήντριχ Ράτσελ (Friedrich Ratzel) το 1879. Η ουσία της γεωπολιτικής είναι ότι η γεωγραφία καθορίζει την πολιτική και το γεωγραφικό περιβάλλον καθορίζει τις διεθνείς σχέσεις. Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία, για να κατανοήσει κανείς την τρέχουσα και μελλοντική πορεία του κόσμου, πρέπει αρχικά να λάβει υπόψη τη γεωγραφική θέση των εμπλεκόμενων χωρών και περιοχών, συμπεριλαμβανομένου του εδάφους, των πόρων, του πληθυσμού τους κ.λπ. Επιπλέον, είναι απαραίτητο να αξιολογηθεί η επίδραση των ωκεανών και της ξηράς στην οικολογική και πολιτιστική τους ανάπτυξη. Από αυτό, είναι δυνατό να συναχθεί η μελλοντική στρατηγική κατάσταση του κόσμου ή της περιοχής και οι πολιτικές ενέργειες των εκάστοτε σχετικών χωρών.
Στους πρώτους υποστηρικτές αυτής της θεωρίας συγκαταλέγονται οι Φρήρντιχ Ρατσελ και Καρλ Χάουσοφερ από τη Γερμανία, ο Ρούντολφ Κιέλεν (Rudolf Kjellen) από τη Σουηδία, ο Χάλφορντ Μακίντερ (Halford Mackinder) από το Ηνωμένο Βασίλειο και οι Νίκολας Τζ. Σπάικμαν (Nicholas Spykman) και Άλφρεντ Θάιερ Μαχάν (Alfred Thayer Mahan) από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Σολ Κ. Πάντοβερ (Saul K. Padover) έγινε ηγετική φυσιογνωμία. Μετα τον Ψυχρό Πόλεμο, εκπρόσωποι της θεωρίας αυτής είναι οι Σάμιουελ Π. Χάντιγκτον (Samuel P. Huntington), Χένρι Κίσινγκερ (Henry Kissinger), Ζμπίγκιου Μπρεζίνσκι (Zbigniew Brzezinski) και Στηβ Κ. Μπάνον (Stephen K. Bannon).
Η πρώιμη γεωπολιτική θεωρία βασίστηκε στη θεωρία της εξέλιξης του Δαρβίνου (Darwin) και στην έννοια του κράτους ως οργανισμού του Σπένσερ (Spencer), υποστηρίζοντας ότι τα κράτη είναι οργανισμοί που εξαρτώνται από τη γη και η επιβίωσή τους και η λειτουργία τους επηρεάζονται βαθιά από τη θέση και τα εδαφικά χαρακτηριστικά τους. Η ανάγκη για επαρκή «ζωτικό χώρο» έκανε έτσι την εδαφική επέκταση απαραίτητο μέσο για την ενίσχυση της εθνικής δύναμης. Στο δοκίμιό του το 1901, «Οι νόμοι της χωρικής ανάπτυξης των κρατών», ο Ράτσελ πρότεινε επτά νόμους που θεωρούσε καθολικούς: i) Ο κρατικός χώρος επεκτείνεται με την ανάπτυξη του πολιτισμού, ii) ο κρατικός χώρος επεκτείνεται παράλληλα με την ανάπτυξη των ιδεών, του εμπορίου, της παραγωγής και του ιεραποστολικού έργου, iii) ο κρατικός χώρος επεκτείνεται μέσω της σύνδεσης και της απορρόφησης μικρότερων κρατών, iv) η επέκταση και η συρρίκνωση των συνόρων μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως δείκτες της ανάπτυξης και των αλλαγών στη δύναμη ενός κράτους, v) τα κράτη κατά την ανάπτυξή τους αφομοιώνουν συνεχώς τα πιο πολύτιμα στοιχεία από το φυσικό περιβάλλον, τις ακτές, τις κοίτες των ποταμών, τις πεδιάδες και τις πλούσιες σε πόρους περιοχές, vi) η κύρια ώθηση για την εδαφική επέκταση προέρχεται από εξωτερικά κράτη, απορρέει από τις ανισότητες στο επίπεδο του πολιτισμού σε γειτονικά εδάφη, και vii) η τάση συγχώνευσης και απορρόφησης των ασθενέστερων κρατών μεταδίδεται μεταξύ των χωρών και προωθεί την περαιτέρω εδαφική επέκταση καθώς αυξάνεται η δύναμή τους. Ο Χάουσοφερ επεσήμανε σαφώς οτι: «Η γεωπολιτική είναι μία από τις ισχυρές προσεγγίσεις για τους ανθρώπους που αγωνίζονται για τη δίκαιη κατανομή της γης». Αυτή η κραυγαλέα και επιθετική θεωρία του παγκόσμιου διαμελισμού αναδείχθηκε ως κρίσιμο θεμέλιο για τα ιμπεριαλιστικά κράτη στις αρχές του 20ού αιώνα για τη διαμόρφωση των εθνικών στρατηγικών και πολιτικών τους, οδηγώντας άμεσα στο ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, προκαλώντας τεράστια δεινά στην ανθρωπότητα και υπονομεύοντας σοβαρά την διεθνή ειρήνη και σταθερότητα. Το βιβλίο του Χίτλερ (Hitler) «Ο Αγών μου» υιοθέτησε άμεσα την έννοια του Χάουσχοφερ για το «Lebensraum» ή ζωτικό χώρο (Haushofer 1934). Κατά συνέπεια, η γεωπολιτική θεωρία περιθωριοποιήθηκε για ένα διάστημα μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Δημοσιογράφος: Το ζήτημα είναι ότι η γεωπολιτική θεωρία δεν εξαφανίστηκε εντελώς ως συνέπεια αυτού. Πώς εξελίχθηκε περαιτέρω μετά από αυτό;
Zhou Li: Αυτό πρέπει να εξεταστεί στο πλαίσιο της διεθνούς κατάστασης εκείνης της εποχής. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, το διεθνές τοπίο υπέστη σημαντικές αλλαγές. Η άνοδος των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων απελευθέρωσε μεγάλο αριθμό αποικιακών και ημιαποικιακών εδαφών από τα δεσμά των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, καθιερώνοντάς τα ως πολιτικά ανεξάρτητα κράτη. Η ήττα της ναζιστικής Γερμανίας από τη Σοβιετική Ένωση, η νίκη της Κίνας επί του ιαπωνικού ιμπεριαλισμού και η σοσιαλιστική πορεία που ακολούθησαν η Κίνα, το Βιετνάμ, το Λάος, η Βόρεια Κορέα, η Κούβα και πολλές χώρες της Ανατολικής Ευρώπης οδήγησαν στη δημιουργία ενός σοσιαλιστικού μπλοκ με ηγετική δύναμη τη Σοβιετική Ένωση, το οποίο άσκησε σημαντική επιρροή στη διεθνή σκηνή. Ταυτόχρονα, ο καπιταλισμός γνώρισε νέες αλλαγές, μεταβαίνοντας από τον γενικό καπιταλισμό στον κρατικό μονοπωλιακό καπιταλισμό. Οι δυτικές δυνάμεις, έχοντας συγκεντρώσει σημαντικά μέσα παραγωγής και κατανάλωσης κατά τη διάρκεια και μετά τον πόλεμο, αξιοποίησαν την εκβιομηχάνισή τους και τα επιτεύγματά τους στη σύγχρονη επιστήμη και τεχνολογία για να σχηματίσουν διεθνείς μονοπωλιακές οργανώσεις (πολυεθνικές εταιρείες και τράπεζες), παρεμβαίνοντας άμεσα και έμμεσα στη διεθνή οικονομική ζωή σε μεγάλη κλίμακα με διάφορα μέσα και μεθόδους. Μονοπώλησαν τις διεθνείς αγορές εμπορευμάτων, τις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές, τις διεθνείς αγορές ενέργειας και τις διεθνείς αγορές εργασίας, αποκομίζοντας υπερκέρδη από αυτές τις δραστηριότητες. Οι Ηνωμένες Πολιτείες ξεκίνησαν το Σχέδιο Μάρσαλ, προσφέροντας σημαντική βοήθεια για να διευκολύνουν την οικονομική ανάκαμψη της Ευρώπης, γεγονός που τους επέτρεψε να ελέγξουν και να καταλάβουν τις ευρωπαϊκές αγορές. Σε μια προσπάθεια να διατηρήσουν την κυρίαρχη θέση τους στην Ευρώπη, οι Ηνωμένες Πολιτείες ίδρυσαν το ΝΑΤΟ το 1949, επεκτείνοντας το Σχέδιο Μάρσαλ στον στρατιωτικό τομέα και συνδέοντας πολλές ανεπτυγμένες χώρες της Δυτικής Ευρώπης σε μια ισχυρή στρατιωτική και πολιτική δύναμη για την αντιμετώπιση της Σοβιετικής Ένωσης.
Μετά τα μέσα του 20ού αιώνα, η πλειονότητα των χωρών της Ασίας, της Αφρικής και της Λατινικής Αμερικής, αν και είχαν αποκτήσει πολιτική ανεξαρτησία, εξακολουθούσαν να βαρύνονται από τη μακρά ιστορία της αποικιοκρατίας και της ημιαποικιοκρατίας. Τα επίπεδα παραγωγικής ανάπτυξης αυτών των χωρών ήταν υποβαθμισμένα, με υποανάπτυκτους βιομηχανικούς και γεωργικούς τομείς, ιδίως στον τομέα της μεταποίησης, και οι εγχώριες αγορές τους ήταν περιορισμένες σε μέγεθος. Με την εμβάθυνση του συστήματος του διεθνούς καταμερισμού της εργασίας, αυτές οι χώρες διαμόρφωσαν σταδιακά στρεβλές και βιομηχανικές δομές που παρήγαγαν ένα μόνο προϊόν, με επίκεντρο την εξόρυξη και την παραγωγή μιας ή δύο πρώτων υλών ή πρωτογενών προϊόντων. Ως συνέπεια, υποβιβάστηκαν στη θέση των προμηθευτών πρώτων υλών στην παγκόσμια αγορά, εξελισσόμενες σε «περιφέρεια» του καπιταλιστικού οικονομικού συστήματος και υποβαλλόμενες σε συνεχή εκμετάλλευση και καταπίεση από τα ιμπεριαλιστικά κράτη.
Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, το επίκεντρο της γεωπολιτικής θεωρίας μετατοπίστηκε από την εδαφική επέκταση στην αποικιακή επέκταση και την καπιταλιστική επέκταση. Μελετητές όπως ο Αντρέ Γκούντερ Φρανκ (Andre Gunder Frank) από τη Γερμανία, ο Ιμμάνουελ Βάλερσταϊν (Immanuel Wallerstein) από τις Ηνωμένες Πολιτείες, ο Ραούλ Πρέμπις (Raúl Prebisch) από την Αργεντινή και ο Σαμίρ Αμίν (Samir Amin) από την Αίγυπτο, όλοι πρότειναν, από τις αντίστοιχες θέσεις τους, τη λεγόμενη «θεωρία της εξάρτησης». Η θεωρία αυτή υποστηρίζει ότι ο κόσμος μπορεί να κατηγοριοποιηθεί σε δύο ομάδες χωρών: τις χώρες του πυρήνα (αναπτυγμένες χώρες) και τις χώρες της περιφέρειας (αναπτυσσόμενες χώρες). Οι πρώτες κατέχουν κυρίαρχη και ηγετική θέση στο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα, ενώ οι δεύτερες εξαρτώνται από τις πρώτες και διαδραματίζουν υποδεέστερο ρόλο. Οι χώρες της περιφέρειας μπορούν να επιβιώσουν μόνο με την εξάρτησή τους από τις χώρες του πυρήνα για κεφάλαια, αγορές και τεχνολογία. Η «θεωρία της εξάρτησης» επανέφερε τη σχέση μεταξύ του κυρίαρχου κράτους και της αποικίας, παρέχοντας ένα θεωρητικό πλαίσιο για τις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες να διαιωνίσουν τον έλεγχο και την εκμετάλλευση των αναπτυσσόμενων χωρών στο νέο πλαίσιο. Αυτή η συγκεκαλυμμένη μορφή γεωπολιτικής θεωρίας εξαπλώθηκε ευρέως. Οι ανεπτυγμένες χώρες και οι θεωρητικοί τους, χωρίς καμία εξαίρεση, έθεσαν σε λειτουργία τους μηχανισμούς προπαγάνδας τους, διαδίδοντας αυτή την άποψη στις αναπτυσσόμενες χώρες ως «φυσική τάξη». Στην πραγματικότητα, για τις αναπτυσσόμενες χώρες, η πολιτική ανεξαρτησία, χωρίς την ταυτόχρονη επίτευξη οικονομικής ανεξαρτησίας, δεν μπορεί να οδηγήσει σε πραγματική κυριαρχία. Η βασική αιτία αυτού του φαινομένου δεν βρίσκεται τόσο στις ίδιες τις αναπτυσσόμενες χώρες, όσο στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες που τις εκμεταλλεύονται και τις περιορίζουν. Με την πάροδο του χρόνου, το χάσμα μεταξύ Βορρά και Νότου έχει διευρυνθεί και το ζήτημα Βορρά-Νότου έχει γίνει όλο και πιο έντονο.
Ο Αμερικανός μελετητής Παράγκ Κάννα (Parag Khanna) το θέτει πιο ωμά: «Η παγκοσμιοποίηση και η γεωπολιτική έχουν ξεκινήσει μια νέα συμμαχία, αλλά τα βασικά ζητήματα για όλα τα μέρη παραμένουν η ενέργεια, η εξουσία, η σταθερότητα και οι συγκρούσεις». Προσθέτει: «Ωστόσο, όσο οι Ηνωμένες Πολιτείες διαθέτουν στρατηγική προνοητικότητα και ικανότητα προσαρμογής στις περιστάσεις, συνδυάζοντας την αρχή με την ευελιξία, οι αλλαγές στη γεωπολιτική μπορούν να εξυπηρετήσουν τα αμερικανικά συμφέροντα» (Parag 2009, 391).
Δημοσιογράφος: Μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, ο μετασχηματισμός του γεωπολιτικού λόγου από την εδαφική επέκταση στην αποικιοκρατική και την επέκταση του κεφαλαίου συνεχίστηκε. Ποιες καινοτόμες αλλαγές έχουν προκύψει παράλληλα με αυτό;
Zhou Li: Η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, οι αναταραχές στην Ανατολική Ευρώπη και η διάλυση του σοσιαλιστικού μπλοκ επέφεραν σημαντικές αλλαγές. Με τη μετάβαση του καπιταλισμού από το κρατικό μονοπώλιο στο διεθνές μονοπώλιο, οι ανεπτυγμένες χώρες της Δύσης ενσωμάτωσαν τον νεοφιλελευθερισμό στη γεωπολιτική θεωρία. Το 1990, εμφανίστηκε η «Συναίνεση της Ουάσιγκτον», που βασιζόταν στo νεοφιλελεύθερο δόγμα, ωθώντας τις χώρες της Λατινικής Αμερικής και τις νεοσύστατες δημοκρατικές δυνάμεις των πρώην σοβιετικών και ανατολικοευρωπαϊκών χωρών να υιοθετήσουν μια πολιτική και στρατηγική μετασχηματισμού στη βάση του «φονταμενταλισμού της αγοράς». Αυτό συνεπαγόταν την επιβολή «θεραπείας σοκ», η οποία περιλάμβανε τη δραστική μείωση και κατάργηση των λειτουργιών και των ρόλων του κράτους, την ολοκληρωτική και απότομη κατάργηση των ρυθμίσεων για τις τιμές, τις συναλλαγματικές ισοτιμίες, το εξωτερικό εμπόριο και τα αγαθά, την ιδιωτικοποίηση όλων των κρατικών επιχειρήσεων και το πλήρες άνοιγμα των εγχώριων αγορών, συμπεριλαμβανομένων των χρηματοπιστωτικών αγορών, στις δυτικές χώρες. Μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, αυτό παρέλυσε και διέλυσε τις βιομηχανικές αλυσίδες, τις αλυσίδες εφοδιασμού και τα χρηματοπιστωτικά δίκτυα αυτών των χωρών, οδηγώντας σε σημαντική οικονομική ύφεση, εκτεταμένη ανεργία και κοινωνική αναταραχή. Εξαναγκάστηκαν να ζητήσουν μαζική οικονομική βοήθεια από τη Δύση και να εφαρμόσουν «μεταρρυθμίσεις» βάσει των συνταγών του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και της Παγκόσμιας Τράπεζας. Ως αποτέλεσμα, βρέθηκαν δεμένοι στο «άρμα» των δυτικών χωρών, υπέστησαν απώλεια κυριαρχίας και έγιναν «προσωπικά εξαρτημένοι» και «εξαρτημένοι από την πορεία» των ανεπτυγμένων δυτικών χωρών.
Ο νεοφιλελευθερισμός, θεωρητικά, απορρίπτει τη δημόσια ιδιοκτησία, τον σοσιαλισμό και την κρατική παρέμβαση. Στην πολιτική, υποστηρίζει την απελευθέρωση, την ιδιωτικοποίηση και την εμπορευματοποίηση. Στη στρατηγική και τακτική εφαρμογή του, έχει προωθήσει περαιτέρω τη «θεωρία της εξάρτησης», με στόχο τη μεταμόσχευση του αμερικανικού μοντέλου στη Ρωσία, στην Ανατολική Ευρώπη και στη Λατινική Αμερική στο μέγιστο δυνατό βαθμό. Απαιτεί από αυτές τις χώρες να «μετασχηματιστούν» γρήγορα όσον αφορά τα κρατικά τους συστήματα, τα εκλογικά τους συστήματα, την ιδεολογία, τις νομικές προστασίες, τις οικονομικές λειτουργίες, τα χρηματοπιστωτικά συστήματα και την πολιτιστική διείσδυση, ώστε να καταστεί δυνατή η ένταξή τους στο σύστημα της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης υπό την ηγεσία των ΗΠΑ. Αυτό διευκολύνει τον μεγαλύτερο έλεγχο της υπερδύναμης – των Ηνωμένων Πολιτειών και των κυρίαρχων διακρατικών μονοπωλιακών κεφαλαιακών ομίλων – επί της πορείας των αγορών πόρων, της εργασίας και του κεφαλαίου σε όλο τον κόσμο, επιτρέποντάς τους να αποκομίζουν υψηλότερα, μεγαλύτερα και πιο αρπακτικά μονοπωλιακά κέρδη.
Σύμφωνα με τον Κίσινγκερ, «το αμερικανικό μοντέλο οικονομικής διαχείρισης έχει γίνει το πρότυπο για μεγάλο μέρος του κόσμου». Υποστηρίζει ότι «για να επιτύχουν οικονομική ανάπτυξη, οι αναπτυσσόμενες χώρες πρέπει να βασίζονται στο ιδιωτικό κεφάλαιο, και το ιδιωτικό κεφάλαιο επιμένει σε ένα σταθερό νομικό σύστημα και ένα ικανοποιητικό ποσοστό απόδοσης με λογικούς κινδύνους. Ως εκ τούτου, κάθε έθνος που φιλοδοξεί να είναι ανταγωνιστικό πρέπει να συμμετάσχει στη διαδικασία της παγκοσμιοποίησης τόσο σε οικονομικό όσο και σε πολιτικό επίπεδο». Καταλήγει: «Είναι πράγματι παρήγορο να παρατηρούμε ότι η ιδιωτικοποίηση έχει επικρατήσει και τα εμπορικά εμπόδια έχουν αρθεί, σε μεγάλο βαθμό χάρη στα πειστικά επιχειρήματα των Αμερικανών οικονομολόγων και στην υπομονετική καθοδήγηση του Υπουργείου Οικονομικών των ΗΠΑ και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου» (Kissinger 2023, 210-211).
Μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, πολλές χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Ρωσίας, υιοθέτησαν συνειδητά ή ασυνείδητα αυτή τη θεωρία ως βάση για την αναθεώρηση και την προσαρμογή των εξωτερικών πολιτικών, οικονομικών και στρατιωτικών στρατηγικών και τακτικών τους.
Δημοσιογράφος: Ανατρέχοντας στα 100 χρόνια εξέλιξης και αλλαγών στη θεωρία των διεθνών σχέσεων, είναι προφανές ότι πολλές αναλύσεις και εφαρμογές αυτών των θεωριών συνδέονται στενά με τις γεωπολιτικές θεωρίες που υποστηρίζουν οι δυτικές χώρες, γεγονός που απαιτεί την μέγιστη προσοχή μας. Αν θέλαμε να συνοψίσουμε με λίγα λόγια, ποια είναι η βασική ουσία της γεωπολιτικής θεωρίας;
Zhou Li: Μπορεί να υποστηριχθεί ότι η αδιάκοπη προώθηση της γεωπολιτικής θεωρίας από τις δυτικές δυνάμεις σε διάφορες ιστορικές εποχές, ανεξάρτητα από το πόσο περίπλοκη ή «βαθιά» μπορεί να είναι η ρητορική, τελικά λειτουργεί προς απόκτηση περισσότερων αποικιών, σφαιρών επιρροής, πηγών πρώτων υλών και επενδυτικών τοποθεσιών για τις μεγάλες δυτικές δυνάμεις. Χρησιμεύει στην προώθηση του νεοαποικιοκρατισμού, του φασισμού και του ηγεμονισμού τους. Ακόμη και οι περίφημες δηλώσεις, σχόλια και προτάσεις του Κίσινγκερ σχετικά με τις διεθνείς σχέσεις, ιδίως τις σινοαμερικανικές σχέσεις, βασίζονται σε αυτή τη λεγόμενη γεωπολιτική θεωρία. Αναμφίβολα, η γεωπολιτική θεωρία που έχει επανειλημμένα προωθηθεί και υποκινηθεί είναι μια άμεση εκδήλωση των ιμπεριαλιστικών και ηγεμονικών κοσμοθεωριών. Αυτός είναι ο θεμελιώδης πυρήνας της γεωπολιτικής θεωρίας.
Εξίσου αδιαμφισβήτητο είναι ότι εμείς, το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας, δεν μπορούμε να θεωρήσουμε τη γεωπολιτική θεωρία ως το λογικό σημείο εκκίνησης για την ανάλυση των διεθνών σχέσεων και της εξέλιξης της διεθνούς κατάστασης. Από τη δική μας οπτική γωνία, ο γεωγραφικός ντετερμινισμός είναι θεμελιωδώς αβάσιμος.
Δημοσιογράφος: Ποια στοιχεία αποδεικνύουν την αβάσιμη φύση της γεωπολιτικής θεωρίας;
Zhou Li: Πρώτον, αν και το γεωγραφικό περιβάλλον, ως απαραίτητη και συχνή προϋπόθεση για την υλική ζωή του ανθρώπου, μπορεί να επιταχύνει ή να επιβραδύνει τον ρυθμό της κοινωνικής ανάπτυξης, δεν αποτελεί τον πρωταρχικό παράγοντα που καθορίζει τη φύση του κοινωνικού συστήματος μιας χώρας, το αν θα βιώσει οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη ή τη μετάβασή της από το ένα σύστημα στο άλλο.
Ο ιστορικός υλισμός ανέκαθεν απέδιδε σημασία στον ρόλο του γεωγραφικού περιβάλλοντος και τον ανέλυε με ρεαλιστικό τρόπο. Για παράδειγμα, χωρίς ποτάμια, λίμνες και ωκεανούς, είναι δύσκολο να αναπτυχθεί η αλιεία και η ναυτιλία· χωρίς συγκεκριμένες εδαφικές και κλιματολογικές συνθήκες, είναι δύσκολο να αναπτυχθεί η γεωργία· χωρίς λιβάδια, είναι αδύνατη η ανάπτυξη της κτηνοτροφίας σε μεγάλη κλίμακα. Η σημασία της πετρελαϊκής βιομηχανίας στη Μέση Ανατολή, η εξόρυξη φυσικού αερίου στο Τουρκμενιστάν και τη Ρωσία, η γεωργία στις τρεις μεγαλύτερες ζώνες μαύρου εδάφους του κόσμου (Ηνωμένες Πολιτείες, Κίνα-Ρωσία-Άπω Ανατολή και Ουκρανία) και τα αποθέματα σπάνιων γαιών στην Κίνα, το Βιετνάμ, τη Βραζιλία και τη Ρωσία, όλα οφείλουν την εξέχουσα θέση τους στην παγκόσμια σκηνή στο φυσικό περιβάλλον τους.
Στα έργα του Μαρξ, του Ένγκελς, του Λένιν και του Στάλιν, συχνά αναφέρεται η επίδραση του γεωγραφικού περιβάλλοντος στην ανθρώπινη παραγωγή, τη ζωή και την ανάπτυξη των εθνών και των λαών. Ωστόσο, ποτέ δεν χρησιμοποίησαν τον όρο «γεωπολιτική». Γιατί; Επειδή, από τη δική τους οπτική γωνία, ο κόσμος δεν είναι απλώς ένα δημιούργημα της φυσικής ιστορίας που διαμορφώνεται από τη γεωγραφία (ηπείρους, ξηρά, βουνά, ωκεανούς, λίμνες, νησιά, ουρανό, κλίμα κ.λπ.). Παράλληλα με τη δημιουργία και την αλλαγή αυτών των γεωγραφικών στοιχείων, εξελίσσεται μια συνοδευτική διαδικασία κοινωνικής ιστορίας, στην οποία η ανθρωπότητα, μέσω της εργασίας, αξιοποιεί, μετασχηματίζει και ελέγχει το γεωγραφικό περιβάλλον, και μέσω της οποίας η ανθρωπότητα εξελίσσεται από μια αταξική κοινωνία σε μια ταξική κοινωνία και στη συνέχεια σε μια κοινωνία με ανταγωνιστικές τάξεις. Από αυτή την άποψη, η επίδραση του γεωγραφικού περιβάλλοντος στην πρόοδο των εθνών και των κοινωνιών δεν πρέπει να καθίσταται αντικείμενο υπερβολής και να αποκτά καθοριστικό ρόλο.
Στην επιστολή του προς τον Τζόσεφ Μπλοχ (Joseph Bloch) το 1890, ο Ένγκελς επεσήμανε: «Σύμφωνα με την υλιστική αντίληψη της ιστορίας, ο παράγοντας που είναι τελικά αποφασιστικός στην ιστορία είναι η παραγωγή και η αναπαραγωγή της πραγματικής ζωής… αλλά τα διάφορα μέρη της υπερδομής ασκούν επίσης την επιρροή τους στην εξέλιξη των ιστορικών αγώνων και, σε ορισμένες περιπτώσεις, καθορίζουν τη μορφή τους» (Engels [1890] 2001, 34-35). Η οργάνωση και η εκτέλεση της παραγωγής και αναπαραγωγής της πραγματικής ζωής στην ανθρώπινη κοινωνία δεν υπαγορεύονται από το γεωγραφικό περιβάλλον, αλλά από τους ίδιους τους ανθρώπους, από μεμονωμένα άτομα, συμπεριλαμβανομένων των εργατών, καθώς και των γαιοκτημόνων και των καπιταλιστών, οι οποίοι, μέσω του ελέγχου τους επί πόρων όπως η γη και τα εργοστάσια, αδιάκοπα και άδικα οικειοποιούνται τους καρπούς της παραγωγής των εργατών. Καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορικής πορείας των δουλοκτητικών κοινωνιών, των φεουδαρχικών κοινωνιών και των καπιταλιστικών κοινωνιών, αυτό το μοτίβο επαναλαμβάνεται συνεχώς. Μετά τη μετάβαση του καπιταλισμού από το γενικό μονοπώλιο στο κρατικό μονοπώλιο, όλα τα καπιταλιστικά κράτη υιοθέτησαν το σύστημα της «διαίρεσης των εξουσιών» και το κομματικό πολιτικό σύστημα που βασίστηκε σε αυτό. Εμπλέκονται σε μια εναλλαγή εξουσίας, εξασφαλίζοντας ότι οι εργαζόμενοι παραμένουν συνεχώς παγιδευμένοι στην δυσχερή τους θέση. Στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, πολλές αναπτυσσόμενες χώρες αναγκάστηκαν να επιλέξουν μια αναπτυξιακή οδό που συνδύαζε τον καπιταλισμό με τη φεουδαρχία. Η συντριπτική πλειοψηφία των εργατών που δεν διαθέτουν τα μέσα παραγωγής, μαζί με την κομπραδόρικη τάξη που εξυπηρετεί τις πολυεθνικές μονοπωλιακές κεφαλαιακές ομάδες και την εθνική αστική τάξη, συνυπάρχουν από πάντα ως αντίθετοι πόλοι σε αυτές τις χώρες, εμπλεκόμενοι στην παραγωγή και την οικειοποίηση των προϊόντων της.
Δεύτερον, η γεωπολιτική θεωρία, δηλαδή ο γεωγραφικός ντετερμινισμός, είναι παράλογη επειδή δεν λαμβάνει υπόψη την ιστορία και την τρέχουσα κατάσταση της κοινωνικής ανάπτυξης. Για παράδειγμα, γιατί η κοινωνική ζωή των ανθρώπων μπορεί να παρουσιάζει τόσο μεγάλες διαφορές ή αλλαγές στο ίδιο φυσικό περιβάλλον ή στην ίδια περιοχή; Ας πάρουμε ως παράδειγμα την Αφρική: ως λίκνο της ανθρωπότητας, η Αφρική, καθ’ όλη τη διάρκεια της τετρακοσίων χρόνων καταγεγραμμένης ιστορίας της, έχει βιώσει τεράστιες κοινωνικές μεταμορφώσεις, που κυμαίνονται από τον πρωτόγονο κοινοτισμό έως τα συστήματα δουλείας, τη φεουδαρχία (φυλαρχία) και τον καπιταλισμό. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, οι αλλαγές στο γεωγραφικό περιβάλλον της αφρικανικής ηπείρου ήταν εξαιρετικά αργές, σχεδόν αμελητέες. Ομοίως, γιατί, σε πολύ διαφορετικά φυσικά περιβάλλοντα, μεταξύ διαφορετικών περιοχών και λαών σε όλο τον κόσμο, οι κοινωνίες μπορούν να βιώσουν περίπου παρόμοιες περιόδους αποικιακής εκμετάλλευσης; Σε όλη τη Λατινική Αμερική και την Καραϊβική, σε εκτεταμένες περιοχές της Ασίας και της Αφρικής, καθώς και σε πολλά νησιωτικά κράτη του Νότιου Ειρηνικού, από τον 16ο έως τα μέσα του 20ού αιώνα, αμέτρητες περιοχές υπέστησαν την αποικιακή κυριαρχία διαφόρων ευρωπαϊκών και αμερικανικών δυνάμεων.
Το σφάλμα του γεωγραφικού ντετερμινισμού έγκειται στην αδυναμία του να αναγνωρίσει ότι το φυσικό περιβάλλον και η κοινωνική ζωή είναι δύο ποιοτικά διαφορετικές οντότητες, με διαφορετικά πρότυπα αλλαγής. Ο ρυθμός αλλαγής στο φυσικό περιβάλλον είναι αργός σε αντίθεση με την ταχεία εξέλιξη της ανθρώπινης κοινωνίας, μια διαφορά που τις καθιστά μη συγκρίσιμες. Ο Μάο Τσε Τουνγκ, στο έργο του Σχετικά με την αντίφαση, επισημαίνει: «Αλλαγές συμβαίνουν όντως στη γεωγραφία και το κλίμα της γης στο σύνολό της και σε κάθε μέρος της, αλλά είναι ασήμαντες σε σύγκριση με τις αλλαγές στην κοινωνία. Οι γεωγραφικές και κλιματικές αλλαγές εκδηλώνονται σε δεκάδες χιλιάδες χρόνια, ενώ οι κοινωνικές αλλαγές εκδηλώνονται σε χιλιάδες, εκατοντάδες ή δεκάδες χρόνια, και ακόμη και σε λίγα χρόνια ή μήνες σε περιόδους επανάστασης. Σύμφωνα με την υλιστική διαλεκτική, οι αλλαγές στη φύση οφείλονται κυρίως στην ανάπτυξη των εσωτερικών αντιφάσεων της φύσης. Οι αλλαγές στην κοινωνία οφείλονται κυρίως στην ανάπτυξη των εσωτερικών αντιθέσεων της κοινωνίας, δηλαδή στην αντίθεση μεταξύ των παραγωγικών δυνάμεων και των σχέσεων παραγωγής, στην αντίθεση μεταξύ των τάξεων και στην αντίθεση μεταξύ του παλιού και του νέου. Είναι η ανάπτυξη αυτών των αντιθέσεων που ωθεί την κοινωνία προς τα εμπρός και δίνει την ώθηση για την αντικατάσταση της παλιάς κοινωνίας από τη νέα» (Μao [1937], 1965, 314).
Τρίτον, σύμφωνα με την ταξική ανάλυση του Μαρξ, όταν η ανθρωπότητα εισέρχεται στο καπιταλιστικό στάδιο, ο κύριος αγώνας εντός των κρατών, των εθνών και των λαών εκδηλώνεται ως σύγκρουση μεταξύ της αστικής τάξης και του προλεταριάτου. Το επίκεντρο αυτού του αγώνα βρίσκεται στην καταπίεση έναντι της απελευθέρωσης, στη σκλαβιά έναντι της χειραφέτησης και στην εκμετάλλευση έναντι της αντιεκμετάλλευσης. Ως εκ τούτου, ο Μαρξ και ο Ένγκελς, στο Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος, απηύθυναν την έκκληση «Προλετάριοι όλων των χωρών, ενωθείτε!» για την συλλογική ανατροπή της κυριαρχίας της αστικής τάξης.
Με την έλευση του μονοπωλιακού καπιταλισμού, ο αγώνας μεταξύ των δυτικών δυνάμεων για το μοίρασμα του κόσμου σε αγορές, πρώτες ύλες και σφαίρες επιρροής εκδηλώθηκε κυρίως ως σύγκρουση μεταξύ των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων και των αποικιοκρατούμενων και ημιαποικιοκρατούμενων εθνών. Εκφράστηκε επίσης ως αγώνας εντός των γραμμών των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, με τη μία δύναμη να επιδιώκει να κυριαρχήσει ή να αποδυναμώσει την άλλη. Το βασικό ζήτημα ήταν η ανελέητη εκμετάλλευση της εργατικής τάξης και της αγροτιάς από τη μονοπωλιακή αστική τάξη, σε συνδυασμό με τις προσπάθειες των αποικιοκρατούμενων και ημιαποικιοκρατούμενων εθνών να επιτύχουν την εθνική τους απελευθέρωση. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο Λένιν, το 1920, απηύθυνε την έκκληση: «Προλετάριοι και καταπιεσμένοι λαοί όλων των χωρών, ενωθείτε!».
Μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, με την ταχεία ανάπτυξη της επιστήμης και της τεχνολογίας και τον διεθνή καταμερισμό της εργασίας, άνθισαν η παγκοσμιοποίηση και η πολυπολικότητα. Ωστόσο, η εποχή του ιμπεριαλισμού επιμένει και παραμένει σε κατάσταση συνεχούς εξέλιξης. Υπό την επίδραση του νόμου της άνισης ανάπτυξης στην καπιταλιστική πολιτική και οικονομία, η διεθνής μονοπωλιακή ομάδα κεφαλαίου με επικεφαλής τις Ηνωμένες Πολιτείες, αξιοποιώντας την πλεονεκτική θέση που έχει αποκτήσει κατά τη διάρκεια αιώνων μέσω της εκμετάλλευσης και της καταπίεσης των αναπτυσσόμενων χωρών, προσπαθεί σθεναρά να επιβάλει μια μονοπολική παγκόσμια τάξη σε παγκόσμια κλίμακα. Τα λεγόμενα εργαλεία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της δημοκρατίας, των αστικών νομικών συστημάτων και του νεοφιλελευθερισμού έχουν χρησιμοποιηθεί για να δεσμεύσουν τις αναπτυσσόμενες χώρες. Ο αγώνας επικεντρώνεται όλο και περισσότερο στην αντιπαράθεση μεταξύ των ΗΠΑ και της Δύσης από τη μία πλευρά και της Κίνας και της Ρωσίας από την άλλη, στο πλαίσιο της «μιας υπερδύναμης και πολλών ισχυρών δυνάμεων», καθώς και στη διαμάχη μεταξύ των δυτικών ανεπτυγμένων χωρών και του «Νότου». Η ουσία αυτής της σύγκρουσης έγκειται στην επιλογή μεταξύ της διατήρησης της ηγεμονίας ή της αντίθεσης σε αυτήν, και το βασικό ζήτημα περιστρέφεται γύρω από την ανάσχεση έναντι της αντίθεσης στην ανάσχεση αυτή, τον έλεγχο έναντι του αντι-ελέγχου και τη διάβρωση της εθνικής κυριαρχίας έναντι της ενίσχυσης της εθνικής κυριαρχίας.
Καμία από αυτές τις εξελίξεις δεν καθορίζεται ή αλλάζει από τον γεωγραφικό ντετερμινισμό. Αυτό υπογραμμίζει τη θεμελιώδη διαφορά μεταξύ ιστορικού υλισμού και ιστορικού ιδεαλισμού.
Τέταρτον, της κατάρρευσης της Σοβιετικής Ένωσης και των αλλαγών στην Ανατολική Ευρώπη δεν προηγήθηκαν αλλαγές στο γεωγραφικό περιβάλλον. Αντίθετα, τα προβλήματα προέκυψαν εντός της ίδιας της Σοβιετικής Ένωσης και των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης. Οι ηγέτες του Κομμουνιστικού Κόμματος, ως η κυρίαρχη δύναμη σε αυτές τις χώρες, απομακρύνθηκαν από τον μαρξισμό-λενινισμό, παραιτούμενοι οικειοθελώς από τον ηγετικό ρόλο του Κόμματος στο κράτος. Έχασαν την ικανότητα να αντισταθούν στη διείσδυση, την υπονόμευση και την εξέλιξη που υποκίνησαν οι ανεπτυγμένες χώρες της Δύσης, με αποτέλεσμα την τελική διάλυση αυτών των κρατών. Οι αλλαγές που επήλθαν στο έδαφος, τα σύνορα, τον πληθυσμό και τον έλεγχο των πόρων άνοιξαν τον δρόμο για την επέκταση της ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς τα ανατολικά, επηρεάζοντας σημαντικά το παγκόσμιο πολιτικό και οικονομικό τοπίο της μεταψυχροπολεμικής εποχής, με αποκορύφωμα συγκρούσεις όπως ο Ρωσο-Γεωργιανός πόλεμος του 2008 και ο συνεχιζόμενος πόλεμος στην Ουκρανία.
Μία από τις πιο διάσημες δηλώσεις του Πούτιν είναι: «Η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης ήταν η μεγαλύτερη γεωπολιτική καταστροφή του 20ού αιώνα». Είναι ακριβής αυτή η δήλωση; Η Σοβιετική Ένωση ως κράτος έπαψε να υπάρχει, διαλύθηκε και εξαφανίστηκε γεωγραφικά. Η πλατφόρμα από την οποία η Σοβιετική Ένωση διεξήγαγε τις πολιτικές, οικονομικές, εμπορικές, επιστημονικές και εκπαιδευτικές της δραστηριότητες στη διεθνή σκηνή εξαφανίστηκε. Ο στρατιωτικός ανταγωνισμός με τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ επίσης περιήλθε σε στασιμότητα. Οι αρχικές απαιτήσεις σε διάφορους τομείς είτε εξαφανίστηκαν εντελώς είτε μειώθηκαν κατά περισσότερο από το ήμισυ. Ένα σημαντικό μέρος των πιο κρίσιμων προϊόντων στην παγκόσμια αγορά αναγκάστηκε να υποστεί ανακατανομή και προσαρμογή. Από αυτή την άποψη, μπορεί επίσης να υποστηριχθεί ότι οι πρώην σοβιετικές δημοκρατίες και οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης έχουν υποστεί την πιο κολοσσιαία γεωπολιτική καταστροφή.
Ωστόσο, σε υψηλότερο επίπεδο, η διάλυση και ο κατακερματισμός της Ένωσης Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών σημαίνει πολύ περισσότερα από μια γεωπολιτική καταστροφή. Σηματοδοτεί την εξόντωση του πρώτου σοσιαλιστικού κράτους στην ιστορία που ήταν σε θέση να ανταγωνιστεί μακροπρόθεσμα τον καπιταλιστικό κόσμο, μιας ηγετικής δύναμης που στη συνέχεια κατακερματίστηκε σε δεκαπέντε ξεχωριστά έθνη. Επιπλέον, η Σοσιαλιστική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας καταστράφηκε και χωρίστηκε σε επτά χώρες, η Τσεχοσλοβακία χωρίστηκε σε δύο και ούτω καθεξής. Το σοσιαλιστικό μπλοκ υπονομεύθηκε σοβαρά. Αυτά τα γεγονότα αποτέλεσαν μια βαθιά καταστροφή στο δρόμο προς μια αταξική κοινωνία όπου οι εργαζόμενοι αυτοκυβερνώνται, σε πλήρη αντίθεση με το καπιταλιστικό σύστημα που βασίζεται στην εκμετάλλευση και την καταπίεση της εργατικής τάξης. Κατά συνέπεια, το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα έπεσε σε ύφεση. Αυτό δεν μπορεί παρά να μας γεμίσει με θλίψη και ένα αίσθημα οργής.
Η διεθνής χρηματοπιστωτική και μονοπωλιακή καπιταλιστική ομάδα, με κύριο εκπρόσωπο τις Ηνωμένες Πολιτείες, επιμένει να εκμεταλλεύεται, να καταπιέζει και να περιορίζει τις αναπτυσσόμενες χώρες μέσω της προπαγάνδας, της διπλωματικής πίεσης, της λεηλασίας των πόρων, των παράνομων οικονομικών κυρώσεων, των πλεονεκτημάτων της σε διεθνείς οργανισμούς και της υπογραφής άνισων συνθηκών που υπονομεύουν την κυριαρχία, φτάνοντας ακόμη και στο σημείο να καταφεύγει στον πόλεμο για να επιτύχει τους στόχους της. Σήμερα, οι ΗΠΑ και οι δυτικοί σύμμαχοί τους, με το πρόσχημα της καθιέρωσης μιας «διεθνούς τάξης βασισμένης σε κανόνες», υιοθετούν νεοαποικιακές στρατηγικές για την περαιτέρω εδραίωση της δυτικής κυριαρχίας σε όλους τους τομείς της πολιτικής, της οικονομίας και της κοινωνίας, όπως η αλλαγή καθεστώτων μέσω της επιβολής κυρώσεων, η εφαρμογή αποκλεισμών και η χειραγώγηση των εκλογικών διαδικασιών, η βίαιη κατάσχεση πόρων και η επιβολή των αξιών και του πολιτισμού τους σε άλλες χώρες.
Αναγνωρίζοντας τις ιστορικές τάσεις της πολυπολικότητας και της οικονομικής παγκοσμιοποίησης, ο Σι Τζινπίνγκ πρότεινε την πρωτοβουλία «Μια Ζώνη, Ένας Δρόμος», την οικοδόμηση μιας κοινότητας με κοινό μέλλον για την ανθρωπότητα, την Παγκόσμια Πρωτοβουλία Ανάπτυξης, την Παγκόσμια Πρωτοβουλία Ασφάλειας και την Παγκόσμια Πρωτοβουλία Πολιτισμού. Υιοθετώντας την αρχή της «εκτενούς διαβούλευσης, της κοινής συνεισφοράς και των κοινών συμφερόντων», η Κίνα συμμετέχει ενεργά σε αμοιβαία επωφελείς συνεργασίες με χώρες σε όλο τον κόσμο στους τομείς της υλικής παραγωγής, των πολιτιστικών ανταλλαγών και της πολιτιστικής ανάπτυξης. Η Κίνα ενθαρρύνει τις χώρες των BRICS, τον Οργανισμό Συνεργασίας της Σαγκάης και άλλους διεθνείς και περιφερειακούς οργανισμούς να συμμετάσχουν ενεργά στη μεταρρύθμιση και την οικοδόμηση του συστήματος παγκόσμιας διακυβέρνησης. Αυτό προωθεί έναν πολυπολικό κόσμο που χαρακτηρίζεται από ισότητα και τάξη, καθώς και μια παγκοσμιοποιημένη οικονομία που είναι χωρίς αποκλεισμούς και επωφελής για όλους. Αποτελεί ένα ισχυρό εργαλείο για την ένωση των αναπτυσσόμενων χωρών στον αγώνα τους ενάντια στην ηγεμονία και την πολιτική ισχύος που ασκούν οι ΗΠΑ και οι δυτικοί σύμμαχοί τους. Ενώ βρίσκεται σε κατάσταση σύγκρουσης, ο «Παγκόσμιος Νότος» μπορεί, με την προσπάθεια για συνύπαρξη, την αναζήτηση συνεργασίας και την επίτευξη ανάπτυξης, να ενισχυθεί για να αγωνιστεί για μια πιο δίκαιη και ισότιμη διεθνή τάξη. «Μόνο με την απελευθέρωση όλης της ανθρωπότητας μπορεί το προλεταριάτο να απελευθερωθεί τελικά».
Αξίζει να σημειωθεί ότι η σκέψη του Πούτιν έχει μεταμορφωθεί. Σε ομιλία του στη Διάσκεψη για την Ασφάλεια του Μονάχου το 2007, υποστήριξε ρητά ότι η τρέχουσα κατάσταση των παγκόσμιων υποθέσεων ήταν άμεσο αποτέλεσμα των προσπαθειών επιβολής μιας μονοπολικής παγκόσμιας τάξης στις διεθνείς υποθέσεις (Πούτιν 2008, σ. 372). Τον Οκτώβριο του 2021, δήλωσε στο Valdai Club: «Το καπιταλιστικό μοντέλο, που αποτελεί σήμερα το θεμέλιο των κοινωνικών δομών των περισσότερων χωρών, έχει εξαντλήσει τις δυνατότητές του»[1]. Τον Μάρτιο του 2023, σε μια νέα έκδοση του Ρωσικού Σχεδίου Εξωτερικής Πολιτικής, ο Πούτιν τόνισε: «Μία από τις προτεραιότητες της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής είναι η εξάλειψη των αρνητικών επιπτώσεων του μονοπωλιακού ελέγχου των Ηνωμένων Πολιτειών και άλλων εχθρικών χωρών στις παγκόσμιες υποθέσεις, δημιουργώντας τις συνθήκες για να αντισταθούν όλα τα έθνη στον νεοαποικιοκρατισμό και τις ηγεμονικές φιλοδοξίες»[2]. Επιπλέον, στην ομιλία του στο Valdai Club στις 7 Νοεμβρίου 2024, ο Πούτιν δήλωσε ότι η τρέχουσα ασυμβίβαστη διαμάχη για τη νέα και την παλιά διεθνή τάξη δεν έγκειται στην αντιπαλότητα για την εξουσία ή τη γεωπολιτική, αλλά μάλλον στη διαμάχη για το αν τα μελλοντικά κράτη και οι λαοί μπορούν να δημιουργήσουν αμοιβαίες σχέσεις βασισμένες στις αρχές του αμοιβαίου σεβασμού για την κουλτούρα και τον πολιτισμό[3].
Πέμπτον, παρά την συνεχιζόμενη πρόοδο της παγκοσμιοποίησης και της πολυπολικότητας, καθώς και τη συνεχή εμφάνιση τεχνολογικών επαναστάσεων, ο κόσμος δεν έχει ακόμη καταφέρει να αποκοπεί από την αστική εποχή που περιέγραψαν ο Μαρξ και ο Ένγκελς, ούτε έχει καταφέρει να βγει από την ιμπεριαλιστική εποχή που προσδιόρισε ο Λένιν – μια ιμπεριαλιστική εποχή που βιώνει μια περίοδο βαθιών παγκόσμιων αλλαγών. Σε αυτή την εποχή, ο αγώνας μεταξύ μας, ως συλλογικότητας των χωρών του «Νότου», και των ανεπτυγμένων χωρών της Δύσης, ως άλλης συλλογικότητας, αντιπροσωπεύει τελικά τη σύγκρουση μεταξύ των καταπιεσμένων λαών, χωρών και εθνικοτήτων του κόσμου, από τη μία πλευρά, και της διεθνούς μονοπωλιακής αστικής τάξης και της διεθνούς χρηματοπιστωτικής ολιγαρχίας, από την άλλη. Πρόκειται για μια ταξική πάλη που εκτυλίσσεται στην ανθρώπινη κοινωνία του 21ου αιώνα. Αυτός ο αγώνας αποτελεί μια αντικειμενική πραγματικότητα που δεν υπόκειται σε αλλαγές από την ατομική βούληση και θα μας συνοδεύει για πολύ καιρό ακόμα. Ο κίνδυνος της γεωπολιτικής έγκειται στην προσπάθειά της να συγκαλύψει την αλήθεια, θεωρώντας τη γεωγραφία ως τον μοναδικό καθοριστικό παράγοντα για τα πάντα. Αυτό χρησιμεύει στο να σβήσει την ιστορική αλήθεια των αιώνων βίαιης εκμετάλλευσης και καταπίεσης των ασθενέστερων εθνών και λαών από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις και να διευκολύνει τη συνεχή κυριαρχία της σημερινής διεθνούς χρηματοπιστωτικής ολιγαρχίας.
Επομένως, κατά την ανάλυση οποιουδήποτε διεθνούς φαινομένου, είτε πολιτικού, οικονομικού, οικολογικού, σχετικού με την ασφάλεια ή ενός τρέχοντος καυτού θέματος, είναι απαραίτητο να ακολουθείται η μαρξιστική προοπτική και μεθοδολογία της ταξικής ανάλυσης και να υποστηρίζεται η άποψη ότι η αντίθεση μεταξύ των παραγωγικών δυνάμεων και των σχέσεων παραγωγής είναι η αποφασιστική δύναμη στην κοινωνική ανάπτυξη. Η γεωπολιτική θεωρία δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να υιοθετηθεί ως λογική αφετηρία για την ανάλυση των διεθνών σχέσεων και της εξέλιξης της διεθνούς κατάστασης, ούτε να χρησιμοποιηθεί ως μεθοδολογική προσέγγιση για την ανάλυση ζητημάτων. Ο λόγος είναι ότι μια τέτοια προσέγγιση θα οδηγήσει σε εσφαλμένες εκτιμήσεις σχετικά με την εξέλιξη και την αλλαγή της διεθνούς κατάστασης και θα έχει αντίκτυπο στη διαμόρφωση και την εφαρμογή συγκεκριμένων πολιτικών.
Δημοσιογράφος: Επιστρέφοντας στο αρχικό σημείο σχετικά με την κατανόηση και την αντίληψη αυτού του ζητήματος από την κεντρική ηγεσία μας, πώς πρέπει να ενοποιήσουμε την αντίληψή μας για την ανάπτυξη και την εξέλιξη των διεθνών σχέσεων και της διεθνούς κατάστασης στη Διπλωματική Σκέψη του Σι Τζινπίνγκ;
Zhou Li: Το 2018, στην Κεντρική Διάσκεψη για τις Εξωτερικές Υποθέσεις, ο Γενικός Γραμματέας Σι Τζινπινγκ επεσήμανε τη σημασία της «δημιουργίας μιας σωστής κοσμοθεωρίας κατά την κατανόηση της διεθνούς κατάστασης». Τόνισε ότι «καθ’ όλη την ιστορία της ανθρωπότητας, η παγκόσμια ανάπτυξη ήταν πάντα αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης διαφόρων αντιθέσεων. Πρέπει να αναλύσουμε σε βάθος τους νόμους της εξέλιξης της διεθνούς κατάστασης κατά την περίοδο της παγκόσμιας μετάβασης, να κατανοήσουμε με ακρίβεια τα βασικά χαρακτηριστικά του εξωτερικού περιβάλλοντος της Κίνας κατά τη σύγκλιση της ιστορίας και να σχεδιάσουμε και να προωθήσουμε συνολικά τις εξωτερικές μας υποθέσεις» (Xi Jinping [2018] 2020, 427-428). Η έκθεση προς το 20ό Εθνικό Συνέδριο του ΚΚΚ επισημαίνει ρητά ότι στη νέα εποχή του σοσιαλισμού με κινεζικά χαρακτηριστικά, είναι επιτακτική ανάγκη «να επιταχυνθεί η οικοδόμηση του συστήματος πειθαρχίας, του ακαδημαϊκού συστήματος και του συστήματος λόγου της φιλοσοφίας και των κοινωνικών επιστημών με κινεζικά χαρακτηριστικά».
Τον Απρίλιο του 2022, κατά τη διάρκεια επιθεώρησης στο Πανεπιστήμιο Ρενμιν (Renmin) της Κίνας, ο Σι Τζινπίνγκ τόνισε: «Η επιτάχυνση της οικοδόμησης της φιλοσοφίας και των κοινωνικών επιστημών με κινεζικά χαρακτηριστικά σημαίνει, τελικά, την οικοδόμηση ενός ανεξάρτητου συστήματος γνώσης για την Κίνα». Πρόκειται για ένα εξαιρετικά ζωτικό καθήκον που πρέπει να αντιμετωπίσει επειγόντως το μέτωπο των κοινωνικών επιστημών στην Κίνα. Έχει κρίσιμη σημασία για τη μελλοντική ανάπτυξη της Κίνας, την πρόοδο του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος και την προοπτική ανάπτυξη της ανθρώπινης κοινωνίας.
Κατά τα τελευταία 75 χρόνια από την ίδρυση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, το Κόμμα μας, σύμφωνα με τις Πέντε Αρχές της Ειρηνικής Συνύπαρξης, έχει ακολουθήσει με συνέπεια μια ανεξάρτητη και κυρίαρχη εξωτερική πολιτική ειρήνης, έχει ακολουθήσει με επιμονή τον δρόμο της ειρηνικής ανάπτυξης, έχει αναπτύξει εκτεταμένες και βαθιές φιλικές σχέσεις με χώρες σε όλο τον κόσμο, έχει αντιταχθεί σθεναρά στον ηγεμονισμό και την πολιτική της ισχύος, καθορίσει τη στάση και την πολιτική του σε καυτά ζητήματα με βάση το δίκαιο και το άδικο, υπερασπιστεί σταθερά τη δικαιοσύνη και την ισότητα, συμμετάσχει σε προσπάθειες διαμεσολάβησης, εμπλακεί ενεργά στις μεταρρυθμίσεις του συστήματος παγκόσμιας διακυβέρνησης και διαμορφώσει σταδιακά ένα πλήρες σύνολο θεωριών εξωτερικών σχέσεων βασισμένων σε πλούσια πρακτική εμπειρία. Αυτό αποτελεί μια ισχυρή μεθοδολογία για να εκφράσουμε την ανθρώπινη δικαιοσύνη στη διεθνή σκηνή, να συγκεντρώσουμε θετικές δυνάμεις και να ενωθούμε με όσο το δυνατόν περισσότερες χώρες για να επιδιώξουμε την ειρηνική ανάπτυξη. Η κινεζική θεωρία των εξωτερικών σχέσεων βασίζεται στη μαρξιστική θεωρία των διεθνών σχέσεων και αποτελεί ουσιαστικό υπόβαθρο της εμπιστοσύνης στη σοσιαλιστική θεωρία με κινεζικά χαρακτηριστικά στη νέα εποχή. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πρέπει να μετατραπεί σε σημαντικό συστατικό του ανεξάρτητου συστήματος γνώσης της Κίνας και ότι πρέπει να συνεχίσουμε να επιμένουμε στην ανάπτυξη αυτού του συστήματος.
Αναφορές
Dugin, Aleksander. 2024. “Mass Geopolitical Education Must Be Undertaken.”[In Russian] 24 September 2024. https://izborsk-club.ru/26142.
Engels, Friedrich. (1890) 2001. “Engels to Joseph Bloch in Königsberg, London, 21-22 September, 1890.” In Marx and Engels Collected Works, vol. 49. Moscow: Progress Publishers, pp. , 33-37.
Haushofer, Karl. 1934. “Atemweite, Lebensraum und Gleichberechtigung auf Erden,” Zeitschri_ für Geopolitik 11 (1): 1–14.
Khanna, Parag. 2009. _ e Second World: _ e Coming of the New Global Order. [In Chinese] Beijing: Citic Press.
Mao Zedong. (1937) 1965. “On Contradiction.” In Selected Works of Mao Zedong, vol. 1. [In Chinese] Beijing: Foreign Languages Press, pp. 311-347.
Putin, Vladimir. 2008. Putin’s Collected Works (2002-2008).[In Chinese]. Beijing: China Social Sciences Press.
Ratzel, Friedrich. (1901) 2017. “_ e Laws of the Spatial Growth of States.”In _ e Structure of Political Geography, edited by Julian Minghi, chapter 4. New York: Routledge.
Sudlin, Sergei (ed.). 2024. Research on the Economic Development of Russia (2022-2023). [In Chinese] Beijing: Contemporary World Press.
Xi Jinping. (2018) 2020. _ e Governance of China, vol. 3. [In Chinese] Beijing: People’s Publishing House.
Σημειώσεις
[1] Βλ. https://lenta.ru/news/2021/10/21/konac/ (στα Ρώσικα).
[2] Βλ. https://switzerland.mid.ru/ru/press-centre/press-relizy/o_kontseptsii_vneshney_politiki_
rossiyskoy_federatsii_2023 (στα Ρώσικα).
[3] Βλ. http://kremlin.ru/events/president/news/75521 (στα Ρώσικα).