Το Νέο Κομμουνιστικό Κόμμα της Γιουγκοσλαβίας (NKPJ) δεν στηρίζει τις φιλελεύθερες-εθνικιστικές διαδηλώσεις που βρίσκονται σε εξέλιξη στη Σερβία, τις οποίες θεωρεί βαθιά αντιλαϊκές. Ο στόχος αυτών των κινητοποιήσεων είναι να οδηγήσουν την εργατική τάξη και τον σερβικό λαό σε ακόμη πιο δεινή θέση. Είναι πλέον ξεκάθαρο πως οι ηγέτες των διαδηλώσεων δεν αντιπολιτεύονται την εξουσία για λογαριασμό του λαού, αλλά επειδή η κυβέρνηση δεν ευθυγραμμίζεται πλήρως με την Ευρωπαϊκή Ένωση και τον δυτικό ιμπεριαλισμό. Ταυτόχρονα επικρίνουν τις αρχές επειδή δεν αγκαλιάζουν περισσότερο τον καπιταλισμό, την εκμετάλλευση και το ξεπούλημα των φυσικών πόρων.

Το NKPJ επισημαίνει ότι, παρόλο που οι συμμετέχοντες στις διαδηλώσεις επικεντρώνονται κυρίως στην αντίθεσή τους προς τον Βούτσιτς και αποφεύγουν να απαντήσουν σε ερωτήσεις σχετικά με τα σχέδιά τους για τη χώρα σε περίπτωση που αναλάβουν την εξουσία, οι μέχρι τώρα ενέργειές τους αποκαλύπτουν ξεκάθαρα τις προθέσεις τους: θα επιβάλουν κυρώσεις στη Ρωσία, θα τερματίσουν τις κοινές δράσεις και πρωτοβουλίες με τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, και θα διακόψουν κάθε συνεργασία με τη σοσιαλιστική Κούβα καθώς και με τις προοδευτικές κυβερνήσεις ανά τον κόσμο που αντιστέκονται στον δυτικό ιμπεριαλισμό.

Μετά το (φιλελεύθερο) Διάταγμα του Νις, οι διαδηλώσεις στη Σερβία έλαβαν ξεκάθαρο φιλελεύθερο ιδεολογικό χαρακτήρα, ζητώντας από τη χώρα να υποταχθεί ακόμη περισσότερο στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τον δυτικό ιμπεριαλισμό. Τα αιτήματα των διαδηλωτών μετατοπίστηκαν, με κεντρικό πλέον στόχο την προκήρυξη πρόωρων εκλογών. Και αυτό, τη στιγμή που μέχρι πρότινος η αντιπολίτευση και οι λεγόμενοι «φοιτητές» περνούσαν μήνες απαιτώντας τον σχηματισμό κυβέρνησης τεχνοκρατών με στόχο την καταπολέμηση της διαφθοράς και την αποκατάσταση της θεσμικής λειτουργίας, ενώ ταυτόχρονα απέρριπταν κάθε σκέψη για εκλογές. Πολύ γρήγορα, όμως, εγκατέλειψαν αυτήν τη ρητορική και πλέον έχουν επικεντρωθεί αποκλειστικά στην απαίτηση για πρόωρες εκλογές.

Οι λεγόμενοι «φοιτητές» ταξίδεψαν στο Στρασβούργο και στις Βρυξέλλες για να ζητήσουν από την ΕΕ να ασκήσει πίεση στη Σερβία. Αυτό αποκάλυψε την υποστήριξή τους για την ένταξη της Σερβίας στην ΕΕ, γνωστή και ως «φυλακή των εθνών», όπου οι πλούσιοι γίνονται πλουσιότεροι και οι φτωχοί φτωχότεροι. Αυτοί οι λεγόμενοι «φοιτητές» ζητούν υποκριτικά από την ΕΕ και τον πρόεδρο Εμανουέλ Μακρόν να καταδικάσουν την αστυνομική βία στη Σερβία, όταν η ΕΕ και η Γαλλία είναι γνωστές για τη βία που ασκούν εναντίον εργαζομένων και πολιτών κατά τη διάρκεια απεργιών και αντιιμπεριαλιστικών διαδηλώσεων. Απαίτησαν η Σερβία να παραιτηθεί και από το τελευταίο ίχνος της κυριαρχίας της, ζητώντας από ξένα δικαστήρια και θεσμούς να διερευνήσουν εσωτερικά ζητήματα. Οι διαδηλωτές ισχυρίζονται ότι δεν θα επιτρέψουν να γίνει η Σερβία σαν τη Λευκορωσία ή τη Βόρεια Κορέα, καθιστώντας σαφές ότι οι διαδηλώσεις αυτές φέρουν πολιτικό και αντικομμουνιστικό στίγμα.

Πριν από το συλλαλητήριο της 28ης Ιουνίου, δόθηκε τελεσίγραφο στις αρχές να διαλύσουν το «Ćacilent» (το τσίρκο μπροστά από την Εθνοσυνέλευση όπου διαμένουν οι λεγόμενοι «φοιτητές που θέλουν να σπουδάσουν») και να προκηρύξουν εκλογές μέχρι τις 9 μ.μ. της ίδιας ημέρας. Πριν από αυτή τη διαμαρτυρία προηγήθηκαν τοπικές εκλογές στο Kosjerić και στο Zaječar, όπου η αντιπολίτευση -μαζί με τις φιλοδυτικές δυνάμεις και τους προαναφερθέντες φοιτητές- ζήτησε ενότητα. Στη διαμαρτυρία της 28ης Ιουνίου, στη φιλελεύθερη ιδεολογία και την αναρχική μέθοδο των ολομελειών (δημόσιες συνελεύσεις) του μεταμοντέρνου τσίρκου προστέθηκε και το εθνικιστικό φολκλόρ. Η διαμαρτυρία πραγματοποιήθηκε την ημέρα του Vidovdan, μιας γιορτής με μυθολογική σημασία για τον σερβικό λαό. Με τον τρόπο αυτό, οι διοργανωτές προσπάθησαν να συγκαλύψουν τη φιλελεύθερη και φιλοευρωπαϊκή ατζέντα των διαδηλώσεων. Οι ομιλητές επικαλέστηκαν τον σοβινιστή Nikolaj Velimirović, έναν φιλοναζιστή Σέρβο ορθόδοξο επίσκοπο (δραστηριοποιήθηκε πριν, κατά τη διάρκεια και μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο). Ο υπερεθνικιστής καθηγητής Milo Lompar ορκίστηκε ως ένας από τους επικεφαλής του «φοιτητικού» ψηφοδελτίου. Σε αυτό το πνεύμα, το τραγούδι του εθνικού ύμνου «Bože Pravde» και ο κυματισμός σερβικών και εθνικιστικών σημαιών άρχισαν να κυριαρχούν στις διαδηλώσεις.

Μετά την άρνηση του Προέδρου Vučić να ικανοποιήσει τα αιτήματα των διαδηλωτών, η ένταση στους δρόμους κλιμακώθηκε δραματικά. Ακολούθησαν συλλήψεις, ενώ οι διαδηλώσεις μετατράπηκαν σε γενικευμένους αποκλεισμούς δρόμων σε ολόκληρη τη Σερβία, μια πρακτική που βαφτίστηκε «επανάσταση των εμπορευματοκιβωτίων». Οι ενέργειες αυτές οδήγησαν τη χώρα σε κατάσταση σχεδόν έκτακτης ανάγκης. Οι αποκλεισμοί παρέλυσαν τα μέσα μαζικής μεταφοράς, δυσχεραίνοντας σοβαρά την καθημερινότητα των πολιτών ιδιαίτερα των εργαζομένων και εμποδίζοντας την πρόσβασή στους χώρους εργασίας τους. Αντί να εκφράζουν τα λαϊκά συμφέροντα, οι εν λόγω κινητοποιήσεις επιβάρυναν περαιτέρω τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα.

Το παράδειγμα των αποκλεισμών στο Ζέμουν αποκαλύπτει ξεκάθαρα την αδιαφορία των ηγετών των διαδηλώσεων για τις ανάγκες του απλού λαού. Με την επιβολή μπλόκων, εμπόδισαν άμεσα την πρόσβαση των κατοίκων στο κοινοτικό κέντρο υγείας και αποτέλεσμα  αυτών των μπλόκων είναι μεγάλος αριθμός πολιτών να μην μπορεί να φτάσει στο νοσοκομείο του Ζέμουν. Είναι προφανές ότι μόνο μια μικρή μειοψηφία συμμετέχει σε αυτούς τους αποκλεισμούς, κυρίως άτομα εκτός παραγωγικής διαδικασίας, όπως μαθητές, φοιτητές και συνταξιούχοι. Πολλοί από αυτούς προέρχονται από προνομιούχα κοινωνικά στρώματα ή έχουν την οικονομική δυνατότητα να απέχουν από την εργασία, καθώς φροντίζονται από άλλους. Παράλληλα, οι διοργανωτές επιχείρησαν να μετατρέψουν τις διαδηλώσεις σε γενική απεργία, απευθυνόμενοι στα συνδικάτα. Ωστόσο, τα συνδικάτα αρνήθηκαν να συμμετάσχουν και δικαίως. Τα ασαφή, αφηρημένα φιλελεύθερα αιτήματα των διαδηλωτών δεν έχουν καμία σχέση με τα πραγματικά προβλήματα της εργατικής τάξης. Επομένως, είναι απολύτως φυσικό η εργατική τάξη να μην στηρίζει αυτές τις λεγόμενες «φοιτητικές» κινητοποιήσεις, οι οποίες, πίσω από τον μανδύα της προοδευτικότητας, επιδιώκουν μια ακόμη δυσμενέστερη θέση για τους εργαζομένους και τα λαϊκά στρώματα.

Μετά την τραγωδία στο Νόβι Σαντ, οι αρχικές διαδηλώσεις μετεξελίχθηκαν σε μια νέα μορφή κινητοποίησης. Διαπιστώνοντας την απουσία ευρείας λαϊκής στήριξης, οι φιλοδυτικές δυνάμεις αναδιοργανώθηκαν και προώθησαν τις λεγόμενες «φοιτητικές» διαδηλώσεις, συνοδευόμενες από καταλήψεις σχολών. Παρόλο που αυτές οι κινητοποιήσεις παρουσιάστηκαν ως αυθόρμητες και ανεξάρτητες πρωτοβουλίες νέων, στην πραγματικότητα οργανώθηκαν με την πλήρη στήριξη πανεπιστημιακών κύκλων που διατηρούν σαφείς φιλοευρωπαϊκές και αντικομμουνιστικές θέσεις, συμπεριλαμβανομένης της διοίκησης του Πανεπιστημίου του Βελιγραδίου. Η υποκρισία γίνεται ακόμη πιο φανερή αν αναλογιστούμε ότι ορισμένοι από αυτούς τους καθηγητές είχαν στο παρελθόν καταδικάσει έντονα τους φοιτητικούς αποκλεισμούς όταν στρέφονταν κατά της εμπορευματοποίησης της εκπαίδευσης. Σήμερα, όμως, οι ίδιοι στηρίζουν φανατικά τις κινητοποιήσεις.

Αρχικά, οι διοργανωτές της διαμαρτυρίας δημιούργησαν μια συνέλευση ως προσομοίωση μιας αυθόρμητης φοιτητικής εξέγερσης. Καθόρισαν τρία κύρια αιτήματα και ορισμένοι φοιτητές πρόσθεσαν ένα τέταρτο: αύξηση του προϋπολογισμού του πανεπιστημίου κατά 20%. Ωστόσο, λίγο αργότερα, οι φοιτητές του Πανεπιστημίου του Νόβι Σαντ απέρριψαν αυτό το αίτημα, και οι καθηγητές άσκησαν πίεση στη συνέλευση του Πανεπιστημίου του Βελιγραδίου να το εγκαταλείψει επίσης (μόλις τρεις ημέρες πριν από την προγραμματισμένη ψηφοφορία της ολομέλειας). Αντ’ αυτού, επικεντρώθηκαν στο από τον νεοφιλελεύθερο λόγο περί «διακυβέρνησης από εμπειρογνώμονες» και της καταπολέμησης της διαφθοράς. Αν και είναι ξεκάθαρο ότι η διαφθορά είναι εγγενής στο καπιταλιστικό σύστημα, το αίτημα για την καταπολέμηση της διαφθοράς παρέμεινε ανέγγιχτο ως «ιερή αγελάδα».

Χάρη στην προπαγάνδα των φιλοδυτικών μέσων ενημέρωσης και οργανώσεων, οι φοιτητές απέκτησαν την ιδιότητα της αδιαμφισβήτητης αυθεντίας, ενώ τα πραγματικά ζητήματα, όπως η καπιταλιστική εκμετάλλευση, περιθωριοποιήθηκαν. Η προπαγάνδα των διοργανωτών των διαδηλώσεων δημιούργησε έναν πρωτόγονο, φυλετικό διαχωρισμό μεταξύ των «pumpadžija» (των ανθρώπων που υποστηρίζουν τις διαδηλώσεις) και των «ćaci» (των ανθρώπων που υποστηρίζουν την κυβέρνηση), βασισμένο στην επανάληψη αφηρημένων, εντελώς παράλογων φράσεων που αποκλείουν κάθε λογική συζήτηση. Δημιουργήθηκε η ψευδαίσθηση ότι ο καθένας θα μπορούσε να καθορίσει τα αιτήματα, παρόλο που τα αιτήματα που γράφτηκαν και άλλαξαν από «κάποιον» δεν δέχονται αμφισβήτηση. Κάθε συζήτηση που αμφισβητούσε τις θεμελιώδεις προϋποθέσεις των διαδηλώσεων απορρίφθηκε αμέσως, και όποιος δεν υποστήριζε το νεοφιλελεύθερο αφήγημα των διαδηλώσεων χαρακτηρίστηκε ως «ćaci» ή ως πράκτορας του Vučić. Αν και πρωτόγονη, αυτή η προπαγάνδα, η οποία βασίζεται στον φυλετικό διαχωρισμό, ήταν πολύ αποτελεσματική. Οδήγησε σε μαζική υστερία και στη δημιουργία μιας παράλογης ταυτότητας των «pumpadžija», μέσω της οποίας χειραγωγούνται οι συμμετέχοντες στις διαδηλώσεις.

Οι διαδηλώσεις αυτές χρηματοδοτούνται από εγχώριους μεγιστάνες, όπως ο Filip Cepter και ο Rodoljub Drašković. Ανοίχτηκαν αμέσως τραπεζικοί λογαριασμοί για δωρεές. Οι δωρεές από τις ΗΠΑ παρουσιάστηκαν ως πρωτοβουλίες από ιδιώτες, όπως για παράδειγμα, ένας ειδικός πληροφορικής που δώρισε 2 εκατομμύρια δηνάρια, μεταξύ πολλών άλλων παρόμοιων περιπτώσεων. Επιπλέον, μετά την κατάρρευση του στεγάστρου στο Νόβι Σαντ, ιδρύθηκαν μεταφορικές εταιρείες για τη δωρεάν μεταφορά των μαθητών. Αυτό το σενάριο είναι δύσκολο να το πιστέψει κανείς. Με αυτή την έννοια, βλέπουμε ότι η υλικοτεχνική υποδομή των διαδηλώσεων ελέγχεται από το «αόρατο» χέρι της αγοράς.

Είναι ενδιαφέρον ότι οι διαδηλώσεις αυτές περιθωριοποίησαν τη φιλελεύθερη αντιπολίτευση, η οποία ελέγχεται πλέον από τους «φοιτητές» και δεν έχει τη δυνατότητα να δράσει ανεξάρτητα. Οι αλλαγές αυτές αντικατοπτρίστηκαν στις τοπικές εκλογές, όπου οι φοιτητές αποφάσισαν ποιοι υποψήφιοι θα ανακηρυχθούν. Στη συνέχεια, ο Milo Lompar, μια φιγούρα της εποχής Koštunica (Ο Koštunica ήταν ο πρώτος Πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας μετά την αντεπανάσταση του 2000), που υποστήριξε τις νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις και συμμετείχε στην πολιτική που οδήγησε στη διάλυση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας, επιλέχθηκε ως το νέο πρόσωπο των “φοιτητικών” διαμαρτυριών.

Οι διαδηλώσεις αυτές δεν είναι απομονωμένες από τις παγκόσμιες εξελίξεις. Ο δυτικός ιμπεριαλισμός, υπεύθυνος για τις συγκρούσεις στην Ουκρανία, την Παλαιστίνη, το Ιράν και αλλού, στοχεύει στον έλεγχο της Σερβίας, η οποία δεν είναι μέλος της ΕΕ ή του ΝΑΤΟ. Η Δύση στοχεύει να επιβάλει στη Σερβία μια ακόμη πιο υποταγμένη κυβέρνηση, η οποία θα ελέγχεται πλήρως από τις Βρυξέλλες και την Ουάσιγκτον. Η Σερβία είναι σημαντικός οικονομικός εταίρος της Κίνας και δεν έχει επιβάλει κυρώσεις στη Ρωσία.

Το NKPJ κατανοεί τη δικαιολογημένη οργή του λαού και αναγνωρίζει ότι πολλοί νέοι είναι απογοητευμένοι από την τρέχουσα πολιτική κατάσταση στη Σερβία. Το κυβερνών καθεστώς του SNS είναι φέρει τη μεγαλύτερη ευθύνη για την κατάσταση αυτή. Παρόλο που τα μέλη μας και η οργάνωση νεολαίας μας έχουν στοχοποιηθεί από τα ελεγχόμενα από το καθεστώς μέσα ενημέρωσης, ως κομμουνιστές, βλέπουμε την πολιτική μέσα από τον φακό των αντικειμενικών πολιτικών διαδικασιών και όχι του συναισθήματος. Οι φιλελεύθερες-εθνικιστικές διαδηλώσεις δεν μπορούν να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντα του λαού. Γι’ αυτό, ως κομμουνιστές, πρέπει να λέμε την αλήθεια. Καθοδηγούμαστε από αρχές, όχι από τάσεις. Αντιτασσόμαστε σθεναρά στο καθεστώς του Aleksandar Vučić και αναγνωρίζουμε ότι μια κακή κυβέρνηση θα μπορούσε να αντικατασταθεί από μια ακόμη χειρότερη, πιο υπόδουλη κυβέρνηση. Αυτό θα ήταν καταστροφικό για το λαό της Σερβίας.

Οι εργαζόμενοι της Σερβίας δεν έχουν κανένα συμφέρον να συμμετάσχουν σε αυτές τις διαδηλώσεις. Το NKPJ καλεί την εργατική τάξη και τους πολίτες να σχηματίσουν ένα πραγματικό λαϊκό μέτωπο που θα υποστηρίξει στενότερους δεσμούς με τις χώρες BRICS και θα αντιταχθεί στην ένταξη της Σερβίας στην ΕΕ. Αυτό το μέτωπο θα προωθήσει επίσης τη συνεργασία με σοσιαλιστικές χώρες, όπως η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, η Λαϊκή Δημοκρατία της Κορέας, το Βιετνάμ, το Λάος και η Κούβα, καθώς και με φιλικά έθνη, όπως η Βενεζουέλα, η Ρωσία, η Νικαράγουα, η Λευκορωσία, η Αγκόλα, η Παλαιστίνη και οι χώρες του Σαχέλ και άλλους πραγματικούς συμμάχους που δε δίνουν τελεσίγραφα. Θα συνεχίσουμε να ακολουθούμε μια πολιτική αρχών προς το συμφέρον του απλού λαού και των πλατιών μαζών.

Γραμματεία του Νέου Κομμουνιστικού Κόμματος της Γιουγκοσλαβίας

Βελιγράδι,

4 Ιουλίου 2025.

 

Από epanen

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *