Τα τρία συστατικά και οι τρεις κινητήριες δυνάμεις του παγκόσμιου επαναστατικού κινήματος.

Του Δημήτρη Πατέλη, «Επαναστατική Ενοποίηση», Ελλάδα

Εναρκτήρια εισήγηση στην 5η Συνδιάσκεψη της Παγκόσμιας Αντιιμπεριαλιστικής Παλατφόρμας. Αθήνα – Δραπετσώνα, 2023.11.15. Δημοσιεύθηκε στο 6ο τεύχος του θεωρητικού περιοδικού της World Anti-Imperialist Platform, November 18, 2023, σελ. 5-12.

The Three Component Parts and Three Driving Forces of the Global Revolutionary Movement·

Dimitrios Patelis | Revolutionary Unification (Greece). Opening speech at the 5th Conference of the World Anti-Imperialist Platform. Athens – Drapetsona, 2023.11.15. Published in the 6th issue of the theoretical journal of the World Anti-Imperialist Platform, November 18, 2023, pp. 5-12.

Περιεχόμενα

Εισαγωγή. 1

Για το σημερινό στάδιο, την εποχή και τη συγκυρία. 2

Για την εσωτερική ενότητα των αντιφάσεων και των κινητήριων δυνάμεων  αντιιμπεριαλισμού και σοσιαλισμού. 4

Τα όρια του αφηρημένου αντικαπιταλισμού και αντιιμπεριαλισμού και η αναγκαιότητα θεμελίωσης της θετικής και επιθετικής προοπτικής. 8

Συμπέρασμα. 9

Εισαγωγή

Στις μέρες μας λίγοι πλέον αμφισβητούν το γεγονός ότι η ανθρωπότητα είτε βρίσκεται στα πρόθυρα είτε κινείται πλέον κανονικά στους ρυθμούς του Γ΄ Παγκοσμίου Πολέμου (Γ΄ΠΠ). Η κλιμάκωση αυτού του πολέμου περιλαμβάνει ήδη μερικά ανοιχτά μέτωπα με την εμπλοκή πολλών δεκάδων κρατών και συνασπισμών, ενώ όλο και νεότερα μέτωπα, πεδία επιχειρήσεων και πεδία ανάφλεξης ανοίγονται σε στρατηγικής σημασίας περιοχές του πλανήτη. Μετά το ουκρανικό μέτωπο, με σημεία καμπής το ναζιστικό πραξικόπημα του Κιέβου το 2014, την ένοπλη εξέγερση του Ντονμπάς και την Ειδική Στρατιωτική Επιχείρηση της Ρωσίας το 2022, είχαμε την ένταση και πάλι στα Βαλκάνια (Κόσοβο) και τη νέα κλιμάκωση στον Καύκασο (Ναγκόρνο Καραμπάχ).

Ένα επιπλέον μέτωπο αναφλέγεται εκ νέου στην Παλαιστίνη, εντάσσοντας δραματικά στον Γ΄ΠΠ μια τεράστια περιοχή που εμπλέκεται στην Αραβο-Ισραηλινή σύρραξη, η οποία προσλαμβάνει πλέον και χαρακτηριστικά θρησκευτικού πολέμου (ευρύτερο Ισλαμο-Ιουδαϊκό πόλεμο και «πόλεμο πολιτισμών: χριστιανο-εβραϊκού πολιτισμού με τον ισλαμικό»). Το τεχνητό μόρφωμα του ρατσιστικού θεοκρατικού κράτους-τρομοκράτη του Ισραήλ συνιστά ιμπεριαλιστική στρατιωτική βάση και προκεχωρημένο επιθετικό φυλάκιο του ιμπεριαλιστικού άξονα στη μείζονος στρατηγικής σημασίας περιοχή της Εγγύς και Μέσης Ανατολής. Με την τεράστια συγκέντρωση δυνάμεων πυρός, ο κίνδυνος για άμεση γενικευμένη ανάφλεξη συνολικά στα Βαλκάνια και στην Ανατολική Μεσόγειο είναι τεράστιος.

Ταυτόχρονα κλιμακώνεται η ιμπεριαλιστική επιθετικότητα του υπό τις ΗΠΑ άξονα στο μέτωπο Κορεατική χερσόνησος – Ταϊβάν.

Η όξυνση του πολέμου σε όλα τα επίπεδα και οι επιπτώσεις του δεν μπορούν να αφήνουν αδιάφορους τους προοδευτικούς ανθρώπους, όσους ανησυχούν για τις τύχες της ανθρωπότητας. Για εμάς, στην Παγκόσμια Αντιιμπεριαλιστική Πλατφόρμα (ΠΑΠ), είναι καθοριστικής σημασίας η συνειδητή στάση σε αυτόν τον πόλεμο ως όρος για τη θετική έκβασή του.

Όπως έχουμε δείξει και σε προηγούμενα κείμενα, είναι αδύνατη η επίτευξη επιστημονικής κατανόησης του χαρακτήρα και της κλίμακας του εν εξελίξει Γ΄ΠΠ, χωρίς σαφή επιστημονικό προσδιορισμό του ιστορικού σταδίου στο οποίο βρίσκεται το παγκόσμιο κεφαλαιοκρατικό σύστημα, ο σοσιαλισμός, ο αντιιμπεριαλισμός και η ανθρωπότητα συνολικά, χωρίς προσδιορισμό της ιστορικής εποχής, του περιεχομένου της και της συγκυρίας.

Για το σημερινό στάδιο, την εποχή και τη συγκυρία

Σήμερα λοιπόν η ανθρωπότητα βρίσκεται στο στάδιο της σήψης και της παρακμής της κεφαλαιοκρατίας, η οποία με τη σειρά της βρίσκεται στο σύγχρονο στάδιο του ιμπεριαλισμού, χαρακτηριστικό του οποίου είναι η προσπάθεια υποταγής της ανθρωπότητας στα συμφέροντα των ισχυρότερων πολυεθνικών μονοπωλιακών ομίλων και στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις που αποτελούν κατά κύριο λόγο την έδρα αυτών των ομίλων.

Παράλληλα, ήδη από τη νίκη της Οκτωβριανής Επανάστασης και των υπόλοιπων πρώιμων σοσιαλιστικών επαναστάσεων, έχει ανοίξει η εποχή της κοσμοϊστορικής μετάβασης της ανθρωπότητας στον κομμουνισμό. Η εποχή των δομικών-διαρθρωτικών κρίσεων του παγκόσμιου κεφαλαιοκρατικού συστήματος και των πολέμων επί ιμπεριαλισμού φέρει πλέον το στίγμα της γενικής κρίσης του κεφαλαιοκρατικού συστήματος, ενός συστήματος το οποίο έχει επιτελέσει την ιστορική του αποστολή και, ως εκ τούτου, δεν συνιστά πλέον μόνο φραγμό, εμπόδιο για την περαιτέρω ανάπτυξη της ανθρωπότητας, αλλά και τη μείζονος κλίμακας αντιδραστική και οπισθοδρομική δύναμη, απειλή για την ίδια την ύπαρξη του ανθρώπου και κάθε είδους ζωής στον πλανήτη Γη. Η εποχή αυτή σηματοδοτεί το πέρασμα της σοσιαλιστικής προοπτικής από την αφηρημένη δυνατότητα στην πραγματική ιστορική διαδικασία, στη νομοτελή, αναγκαία και εφικτή ενεργό διαδικασία επαναστατικών μετασχηματισμών.

Από τις αρχές του 20ού αιώνα, με τον Α΄ΠΠ, έγινε σαφές ότι στο μονοπωλιακό στάδιο της κεφαλαιοκρατίας οι περιοδικές μακροχρόνιες δομικές-διαρθρωτικές κρίσεις του συστήματος δεν κυοφορούν μόνο επώδυνα επικείμενες επιστημονικές και τεχνολογικές επαναστάσεις (μόνο εν μέρει και στρεβλά εφικτές επί κεφαλαιοκρατίας), αλλά και κύματα πρώιμων σοσιαλιστικών επαναστάσεων. Από τη σειρά ένοπλων εξεγέρσεων και επαναστάσεων που εκδηλώθηκαν στην Ευρώπη μετά τον Α΄ΠΠ, νικηφόρος απέβη η Μεγάλη Οκτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση που εκδηλώθηκε στη Ρωσία και στις παρακείμενες αποικίες της, δηλαδή σε μία σειρά χωρών.

Έκτοτε, η κεφαλαιοκρατική ανάπτυξη δεν μπορεί να εξετάζεται αποσπασμένη από την πορεία του πρώιμου σοσιαλισμού. Αντίστοιχα, και ο πρώιμος σοσιαλισμός δεν μπορεί να εξετάζεται ως κάτι αποκομμένο από την πορεία του υπόλοιπου κόσμου, ο οποίος πλέον δεν συνιστά ολοσχερή, δομικά ομοιογενή και απρόσκοπτη κυριαρχία του ιμπεριαλισμού.

Ως αποτέλεσμα της συντριβής του άξονα του Συμφώνου «Αντι-Κομιντέρν» από την ΕΣΣΔ και το παγκόσμιο αντιφασιστικό κίνημα με τους κομμουνιστές στην πρωτοπορία του, μετά τον Β΄ΠΠ προέκυψε το στρατόπεδο των σοσιαλιστικών χωρών στην Ανατολική Ευρώπη, στην Ασία και αργότερα στην Αμερική (Κούβα).

Παράλληλα με τις νίκες των πρώιμων σοσιαλιστικών επαναστάσεων και έχοντας τη διεθνιστική στήριξη από αυτές, προέκυψε ένα κύμα αντιιμπεριαλιστικών, αντιαποικιοκρατικών αγώνων για απελευθέρωση και εθνική ανεξαρτησία, αγώνων που οδήγησαν σε εξεγέρσεις και εθνικοαπελευθερωτικές επαναστάσεις.

Έτσι, από τον 20ό αιώνα κατέστη σαφές ότι η παγκόσμια ανάπτυξη της ανθρωπότητας, με άγοντα σε αυτήν τον ρόλο της παγκόσμιας επαναστατικής διαδικασίας, προκύπτει ως αποτέλεσμα της κοσμοϊστορικής νομοτέλειας – ανάπτυξης μιας εξαιρετικά αντιφατικής και ανισομερούς ενιαίας διαδικασίας.

Η επιστημονική έρευνα στο πεδίο της μαρξιστικής πολιτικής οικονομίας, αρχής γενομένης από το έργο του Λένιν, απέδειξε ότι η ίδια η ανάπτυξη της κεφαλαιοκρατίας, η κεφαλαιακή συσσώρευση, μέσω των διαδικασιών συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης της παραγωγής, οδηγεί νομοτελώς στο μονοπώλιο, βάσει του οποίου, από τις αρχές του 20ού αιώνα, πραγματοποιείται η μετάβαση στο νέο στάδιο ανάπτυξης της κεφαλαιοκρατίας, στον ιμπεριαλισμό. Η μετάβαση αυτή δεν ανάγεται απλώς σε ποσοτική διόγκωση των κεφαλαιοκρατικών μονάδων παραγωγής, αλλά συνιστά ποιοτική και ουσιώδη, εκτατική και εντατική μεταβολή στο παγκόσμιο κεφαλαιοκρατικό σύστημα.

Αλλάζει άρδην ο χαρακτήρας και η εκδήλωση της ίδιας της βασικής αντίφασης του κεφαλαίου, της αντίφασης μεταξύ μισθωτής εργασίας και κεφαλαίου, μεταξύ ζωντανής και νεκρής εργασίας. Αρχικά, μέσω της εκτόπισης της εξαγωγής εμπορευμάτων από την εξαγωγή κεφαλαίων και, αργότερα, μέσω διαδικασιών που περνούν από τη σφαίρα της κυκλοφορίας (εμπορευμάτων και κεφαλαίων) στη σφαίρα της καθαυτό παραγωγής, επέρχεται εντός του παγκόσμιου κεφαλαιοκρατικού συστήματος ένας εξαιρετικά ανισομερής καταμερισμός εργασίας.

Ο ιμπεριαλισμός εδράζεται στην αύξουσα ανισομέρεια, απομυζά από αυτήν, την αναπτύσσει, τη χειραγωγεί και την εδραιώνει περαιτέρω ως βάση των μηχανισμών υπερεκμετάλλευσης διά των παγκοσμιοποιούμενων σχέσεων παραγωγής του (πολλαπλά διαμεσολαβημένων μορφών ιδιοκτησίας, τίτλων, χρεογράφων, παραγώγων κ.λπ.). Η ανισομέρεια με τη σειρά της δεν συνιστά «φυσική» κατάσταση-ιδιότητα για την ρατσιστική δικαιολόγηση της υπερεκμετάλλευσης, μέσω της ανιστορικής και στατικής «διαπίστωσης» των διαφορών ως δήθεν ανυπέρβλητου «χάσματος» μεταξύ «φύσει ανεπτυγμένων και υπανάπτυκτων, ανώτερων και κατώτερων λαών, μεταξύ ανθρώπων και υπανθρώπων». Είναι αποτέλεσμα της ανισομερούς παγκόσμιας ιστορικής ανάπτυξης, των διαφορετικών βαθμών, ρυθμών, ιδιαιτεροτήτων (συμπεριλαμβανομένων των φυσικών, γεωγραφικών, κλιματικών, περιβαλλοντικών κ.λπ.) και επιπέδων εμπλοκής ή άρσης αυτής της εμπλοκής χωρών και λαών σε νομοτελή ιστορικά στάδια. Επί ιμπεριαλισμού, οι κεφαλαιοκρατικές σχέσεις παραγωγής επιβλήθηκαν σε διάφορους λαούς κυρίως ως αποικιοκρατικά εγκατεστημένο έξωθεν και διά της βίας εποικοδόμημα, έχοντας ως ευρύτερη βάση τους μια ποικιλομορφία κληροδοτημάτων, όχι μόνο προκεφαλαιοκρατικών, αλλά ακόμα και προ-ταξικών κοινοτήτων, γενών και φυλών. Κληροδοτημάτων, τα οποία η εξαρτημένη αποικιοκρατική-νεοαποικιοκρατική ανάπτυξη μετασχηματίζει εν μέρει, στο βαθμό που τα καθιστά «λειτουργικά» για την αναπαραγωγή των αναγκαίων για τον ιμπεριαλισμό δομών και μηχανισμών εξάρτησης και υπερεκμετάλλευσης.

Μόνο ως αποτέλεσμα αυτών των μηχανισμών προκύπτει η διεύρυνση και εμβάθυνση του μηχανισμού απόσπασης υπεραξίας, από την κλίμακα μεμονωμένων εθνικών οικονομιών στην κλίμακα του παγκόσμιου συστήματος. Αυτό δεν σημαίνει ότι παύει να ισχύει ο νόμος της υπεραξίας. Σημαίνει όμως ότι αυτός τροποποιείται άρδην: η απόσπαση υπεραξίας συντελείται πλέον σε παγκόσμια κλίμακα, με καθοριστικό σε αυτήν τον ρόλο της απόσπασης υπεραξίας με τη μορφή μονοπωλιακών υπερκερδών από τους πλέον ισχυρούς πολυεθνικούς μονοπωλιακούς ομίλους, η έδρα των οποίων βρίσκεται σε μία μικρή ομάδα χωρών, πρώην αποικιοκρατικών δυνάμεων, οι οποίες μέχρι σήμερα λειτουργούν ως τα κύρια ιμπεριαλιστικά κράτη, ως τα κέντρα του ιμπεριαλιστικού συστήματος, με υποσυστήματα περιφερειακών ολοκληρώσεων, συνασπισμούς, κράτη-δορυφόρους τους και διακρατικά όργανα επιβολής των συμφερόντων τους με διεθνείς αξιώσεις και παγκόσμια εμβέλεια.

Με την έναρξη της γενικής κρίσης του παγκόσμιου κεφαλαιοκρατικού συστήματος, με την εμφάνιση των πρώτων πρώιμων σοσιαλιστικών χωρών, δρομολογείται ένας άλλος τύπος ανάπτυξης χωρών και περιοχών του πλανήτη.

Ο σοσιαλισμός εδραιώνεται και αναπτύσσεται μέσω επαναστατικών μετασχηματισμών, όρος εκτύλιξης των οποίων είναι η εξουσία της εργατικής τάξης και των συμμάχων της, στη βάση της κοινωνικής-κρατικής ιδιοκτησίας κυρίως επί των στρατηγικών μέσων και κλάδων της οικονομίας, η ανάπτυξη των οποίων επιτυγχάνεται κυρίως μέσω επιστημονικής σχεδιοποίησης. Ακριβώς λόγω του γεγονότος ότι η εποχή των σοσιαλιστικών επαναστάσεων ξεκινά κατά το ιμπεριαλιστικό στάδιο, οι επαναστάσεις αυτές προκύπτουν από επαναστατικές καταστάσεις, οι οποίες με τη σειρά τους εκδηλώνονται νομοτελώς στους «ασθενείς κρίκους» του παγκοσμίου ιμπεριαλιστικού συστήματος, σε εκείνες τις χώρες ή ομάδες χωρών, όπου οι εσωτερικές αντιφάσεις διαπλέκονται με τις περιφερειακές και παγκόσμιες σε έναν περίπλοκο εκρηκτικό κόμβο.

Βλέπουμε λοιπόν ότι η επαναστατική κατάσταση ˗ως αναγκαίος όρος για την σοσιαλιστική επανάσταση˗ ξεσπά σε χώρες, το επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων των οποίων δεν είναι το υψηλότερο δυνατό στο κεφαλαιοκρατικό σύστημα. Αυτό συμβαίνει διότι το παγκόσμιο κεφαλαιοκρατικό σύστημα, στο ιμπεριαλιστικό του στάδιο, λόγω του ανταγωνισμού, επ’ ουδενί λόγο δεν διασφαλίζει «ίσους όρους ανάπτυξης και ευημερίας για όλους», δεν επιτρέπει την ισομερή και ομοιογενή ανάπτυξη των χωρών, περιφερειών και πληθυσμών του πλανήτη. Τουναντίον, ακριβώς λόγω της επιβολής εξ υπαρχής όρων ληστρικής ιμπεριαλιστικής υπερεκμετάλλευσης (με τη μορφή της αποικιοκρατίας, της νεοαποικιοκρατίας, μέσω πολλών τύπων και επιπέδων οικονομικής χρηματοπιστωτικής, δημοσιονομικής, πολιτικής, στρατιωτικής-πολεμικής, πολιτισμικής κ.λπ. εξάρτησης) επί ιμπεριαλισμού επιτείνεται η ανισομέρεια, ως βάση του αύξοντος παρασιτικού του χαρακτήρα. Με αυτό τον τρόπο, επί ιμπεριαλισμού, το κεφαλαιοκρατικό σύστημα διευρύνει και βαθαίνει τους κύκλους παρασιτικής υπερσυσσώρευσης, με πολλαπλές μοχλεύσεις πλασματικού κεφαλαίου, μπαίνοντας σε αλλεπάλληλους φαύλους κύκλους όξυνσης της βασικής του αντίφασης (μεταξύ εργασίας και κεφαλαίου) στο εσωτερικό κάθε κεφαλαιοκρατικής εθνικής οικονομίας, κάθε περιφερειακής ολοκλήρωσης και σε παγκόσμιο επίπεδο. Βασική επιδίωξη της χρηματιστικής ολιγαρχίας είναι η πάση θυσία επιβολή, εδραίωση και διατήρηση των πηγών παρασιτισμού της, με τη μορφή της άντλησης μονοπωλιακών υπερκερδών από χώρες με μέσο και κάτω του μέσου επίπεδο ανάπτυξης.

Από τα παραπάνω καθίσταται σαφές ότι οι νικηφόρες σοσιαλιστικές επαναστάσεις λαμβάνουν χώρα στο μονοπωλιακό στάδιο. Η επαναστατική διαδικασία μετάβασης στο σοσιαλισμό αφορά πρωτίστως τις χώρες και ομάδες χωρών που βρίσκονται σε μέσο επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών τους δυνάμεων ή σε επίπεδο πλησίον του μέσου. Όλες οι χώρες του πρώιμου σοσιαλισμού ιστορικά βρίσκονταν σε τέτοιο επίπεδο.

Για την εσωτερική ενότητα των αντιφάσεων και των κινητήριων δυνάμεων  αντιιμπεριαλισμού και σοσιαλισμού

Επομένως, το πρόβλημα της επαναστατικής μετάβασης στο σοσιαλισμό με προοπτική τον κομμουνισμό είναι εξ υπαρχής συνυφασμένο με το πρόβλημα της ανισομερούς ανάπτυξης, της εξάρτησης, της ύπαρξης προκεφαλαιοκρατικών μορφών, στοιχείων και καταλοίπων, δηλαδή της μη επίλυσης σε αυτές τις χώρες προβλημάτων τα οποία σε «καθαρή μορφή» θα αποτελούσαν καθήκοντα της «κανονικής» κεφαλαιοκρατικής ανάπτυξης. Ο ίδιος ο πρώιμος σοσιαλισμός συνδέεται εκ των πραγμάτων οργανικά με την επίλυση καθηκόντων και διακυβευμάτων ανισομέρειας και εξάρτησης, με αγώνες για εθνική ανεξαρτησία και λαϊκή κυριαρχία, με αγώνες αντιιμπεριαλιστικούς, με τη διεκδίκηση του δικαιώματος των εθνών για αυτοδιάθεση.

Η θριαμβευτική νίκη αρχικά των μπολσεβίκων και, στη συνέχεια, όλων των πρώιμων σοσιαλιστικών επαναστάσεων στην ιστορία, συνδέεται με τη διερεύνηση, τη συνειδητοποίησηκαι την προγραμματική πρακτική επίλυση αυτών των προβλημάτων. Τουναντίον, ο συμβιβασμός, η ενσωμάτωση στο αστικό καθεστώς, ο οπορτουνιστικός εκφυλισμός και τελικά η παραίτηση από την προοπτική της επανάστασης και του σοσιαλισμού, ήδη από την εποχή της Οκτωβριανής Επανάστασης, συνδέεται με την παραίτηση από αυτή την προβληματική της επαναστατικής θεωρίας, της επιστήμης της πολιτικής οικονομίας του ιμπεριαλισμού, που είναι χαρακτηριστική για τον εκφυλισμό των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων της Ευρώπης, για τη χρεοκοπία της Β΄ Διεθνούς.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο προέκυψε ιστορικά το σύστημα εκείνο το οποίο είναι γνωστό στη δημοσιογραφία και δημοσιολογία ως «σύστημα των τριών κόσμων»:

  1. Των ανεπτυγμένων κεφαλαιοκρατικών χωρών που είναι και τα κέντρα του ιμπεριαλισμού,
  2. Των σοσιαλιστικών χωρών &
  3. Των λεγόμενων «χωρών του τρίτου κόσμου».

Φυσικά, η επαναστατική θεωρία επ’ ουδενί λόγο δεν αποδέχεται ιδεολογήματα και πρακτικές στατικής και μεταφυσικής φετιχοποίησης αυτής της ταξινόμησης, σε διάφορες εκδοχές αστικών και μικροαστικών αφηγήσεων, από τα μέσα του 20ού αιώνα Συχνά παρόμοια ιδεολογήματα και πρακτικές οδηγούν σε εγκλωβισμό ανθρώπων και κινημάτων σε εκδοχές του λεγόμενου «τριτοκοσμισμού», σε άρνηση του ρόλου της πρωτοπορίας της εργατικής τάξης στο επαναστατικό κίνημα, σε αντισοβιετισμό/αντικομμουνισμό, σε απόρριψη – εχθρική στάση προς την ΕΣΣΔ ή/και προς όλες τις πρώιμες σοσιαλιστικές επαναστάσεις, σε «ίσες αποστάσεις» και έχθρα προς τις εκάστοτε «2 υπερδυνάμεις-πόλους», προς τα ιμπεριαλιστικά κέντρα και το σοσιαλιστικό στρατόπεδο, που –στη βάση παρόμοιων ιδεολογημάτων– προβάλλονται ως δήθεν εξίσου καπιταλιστικά και ιμπεριαλιστικά…

Η επιστημονική έρευνα αποδεικνύει ότι εδώ δεν γίνεται λόγος για 3 περίκλειστους και απομονωμένους κόσμους. Πρόκειται για ένα ενιαίο στην αντιφατικότητά του παγκόσμιο σύστημα σε μετάβαση. Η αλληλεπίδραση των μερών του είναι αντιφατική και κινείται σε πολλά επίπεδα.

Καταρχήν, δεν νοείται σύστημα των ανεπτυγμένων κέντρων του ιμπεριαλισμού χωρίς πολλαπλούς δεσμούς και σχέσεις άντλησης υπεραξίας με τη μορφή των μονοπωλιακών υπερκερδών σε περιφερειακή και παγκόσμια κλίμακα. Ακριβώς για αυτόν τον λόγο η συσχέτιση του πρώτου κόσμου με τον δεύτερο και τον τρίτο είναι δυναμική και συναρτάται με τη συσχέτιση μεταξύ επαναστατικών και αντεπαναστατικών διαδικασιών. Ακριβώς για αυτόν τον λόγο οι χώρες του λεγόμενου τρίτου κόσμου γίνονται ένα δυναμικό πεδίο της παγκόσμιας ταξικής πάλης, το οποίο υπάγεται σε τελική ανάλυση σε εκείνη την εκδήλωση της βασικής αντίφασης της κεφαλαιοκρατίας, που λαμβάνει τα χαρακτηριστικά της σύγκρουσης μεταξύ πρώιμου σοσιαλισμού και κεφαλαιοκρατίας.

Επιπλέον, η αντίφαση μεταξύ σοσιαλισμού και ιμπεριαλισμού διαπερνά το σύνολο των χωρών του κόσμου, μετατρέποντας τις αποικίες, τις χώρες που υφίστανται νεο-αποικιοκρατική εκμετάλλευση, τις εξαρτημένες, ημιανεξάρτητες και τις τυπικά ανεξάρτητες χώρες σε διαφιλονικούμενο πεδίο. Η αντίφαση αυτή συνδέεται οργανικά και με τη μείζονος κλίμακας αντίφαση μεταξύ ιμπεριαλιστικών κέντρων/μητροπόλεων και περιφέρειας. Ο αγώνας για αποτίναξη του ζυγού της ιμπεριαλιστικής υπερεκμετάλλευσης, για εθνική και λαϊκή ανεξαρτησία και κυριαρχία των εξαρτημένων κ.λπ. λαών της περιφέρειας συνδέεται οργανικά με την ταξική πάλη κατά της ξένης κυριαρχίας και εκμετάλλευσης και της ντόπιας κομπραδόρικης αστικής τάξης, με άγοντα και καθοριστικό σε αυτήν τον ρόλο της εργατικής τάξης. Συνδέεται επίσης με την προοπτική του σοσιαλισμού, μιας και είναι ανέφικτη η ανεξαρτησία σε σταθερή βάση χωρίς σοσιαλιστικούς επαναστατικούς μετασχηματισμούς, χωρίς διεθνιστικά ερείσματα.

Η ίδια η νομοτελής προοπτική μετάβασης από τις πρώιμες στις ύστερες σοσιαλιστικές επαναστάσεις, άρα και η προοπτική της πλήρους, οριστικής και αμετάκλητης νίκης των δυνάμεων του σοσιαλισμού σε κοσμοϊστορική κλίμακα, συνδέεται με την αποκοπή των ιμπεριαλιστικών χωρών από τις πηγές της υπερεκμετάλλευσης, από τις πηγές παρασιτισμού τους.

Η ανάπτυξη της επαναστατικής θεωρίας, που έγινε αναγκαία και εφικτή μέσω της επιστημονικής διερεύνησης των προβλημάτων, των νομοτελειών της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, οδήγησε τη σοβιετική επιστήμη στην ανακάλυψη της Λογικής της Ιστορίας από τον Β. Α. Βαζιούλιν[1]. Μέσω αυτής της διαλεκτικής ανάπτυξης έγινε σαφές ότι ο σοσιαλισμός, ως διαδικασία διαμόρφωσης, ωρίμανσης του κομμουνισμού, δεν συνιστά απλή, γραμμική και στείρα άρνηση της κεφαλαιοκρατίας, αλλά διαλεκτική ανάπτυξη-άρση του συνόλου της ιστορίας και της προϊστορίας της ανθρωπότητας, συμπεριλαμβανομένων και των φυσικών προϋποθέσεων εμφάνισης του ανθρώπου και της κοινωνίας. Σε αυτό το θεωρητικό και μεθοδολογικό πλαίσιο, η επιστήμη παρέχει βαθύτερες και ακριβέστερες δυνατότητες θετικού προσδιορισμού της στρατηγικής του επαναστατικού κινήματος, της ώριμης κοινωνίας, της ενοποιημένης ανθρωπότητας, του κομμουνισμού. Ο ίδιος ο κομμουνισμός εξετάζεται πλέον ως άλλος, ριζικά νέος τύπος ανάπτυξης της ανθρωπότητας, που εδράζεται στο σύνολο της ιστορικής ανάπτυξης της ανθρωπότητας, η επίτευξη του οποίου συναρτάται με την επίλυση της βασικής αντίφασης του πρώιμου σοσιαλισμού και κάθε σοσιαλισμού: της αντίφασης μεταξύ τυπικής και πραγματικής κοινωνικοποίησης.

Η επίλυση αυτής της αντίφασης συνιστά ολοκλήρωση της πρώτης μεγάλης σπείρας της ελικοειδούς ανάπτυξης της κοινωνίας και μετάβαση στην επόμενη σπείρα της ανάπτυξης.Η ανάπτυξη αυτή της κοινωνίας εκτυλίσσεται πλέον επί της δικής της βάσης, όπου αίρονται διαλεκτικά οι φυσικές προϋποθέσεις της κοινωνίας και μετατρέπονται σε ανηρημένους όρους της καθαυτό ανάπτυξής της.

Κινητήριος δύναμη της πρώτης σπείρας είναι η αντίφαση μεταξύ εργασιακής επενέργειας του ανθρώπου στη φύση και εργασιακών σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων, που εκδηλώνεται ως σχέση μεταξύ παραγωγικών δυνάμεων και σχέσεων παραγωγής σε εκείνα τα στάδια της διαμόρφωσης της κοινωνίας στα οποία ζητούμενο είναι η παραγωγή (με έμφαση στο τελικό προϊόν), όπου δεν έχει ακόμα επιτευχθεί η παραγωγή σε αφθονία για τη βέλτιστη ικανοποίηση των υλικών αναγκών όλων των μελών της κοινωνίας. Σε αυτά τα στάδια των ανταγωνιστικών τρόπων παραγωγής, των κοινωνικοοικονομικών σχηματισμών στη βάση των σχέσεων παραγωγής των τριών διαδοχικών μορφών ανάπτυξης της ιδιωτικής ιδιοκτησίας (δουλοκτησίας, φεουδαρχίας και κεφαλαιοκρατίας) προάγεται μεν η διαδικασία άρσης των φυσικών προϋποθέσεων και όρων από τους κοινωνικούς, ωστόσο δεν ολοκληρώνεται πλήρως. Επί δουλοκτησίας και επί φεουδαρχίας, βασικό μέσο παραγωγής είναι η φύση (η γη και τα ζώα), ενώ ο ίδιος ο άνθρωπος ακόμα δεν έχει διαχωριστεί από τα μέσα παραγωγής, παραμένει και αυτός σχεδόν πλήρως (επί δουλοκτησίας) ή εν μέρει (επί φεουδαρχίας) ιδιόκτητο μέσο/εργαλείο παραγωγής.

Στο δε τελικό υποστάδιο της διαμόρφωσης της κοινωνίας, επί κεφαλαιοκρατίας, η φύση μετατρέπεται σε μετασχηματισμένους από την εργασία εμπράγματους όρους της παραγωγής και ο άνθρωπος –ως μισθωτός εργαζόμενος– αποκτά τυπική ελευθερία («ισονομία») με εμπορεύσιμη πλέον την εργασιακή του δύναμη (ικανότητα για εργασία). Ωστόσο, οι εμπράγματοι όροι της παραγωγής κυριαρχούν επί των ανθρώπων ως δύναμη ξένη, εχθρική και καταστροφική: η νεκρή εργασία του παρελθόντος, ενσωματωμένη στους εμπράγματους όρους της παραγωγής, λειτουργεί ως δύναμη κυριαρχίας της σχέσης «κεφάλαιο» επί της ζωντανής εργασίας του παρόντος. Και γενικότερα, τα πράγματα, ως εμπορεύματα, και το καθολικό ισοδύναμο της αξίας τους (το χρήμα) ως «πλούτος», κυριαρχούν επί των ανθρώπων. Όμως, τα πράγματα αυτά δεν είναι παρά φυσικά υλικά μετασχηματισμένα από την ανθρώπινη εργασία. Άρα, ούτε επί κεφαλαιοκρατίας δεν έχει επιτευχθεί, ούτε πρόκειται να επιτευχθεί διαλεκτική άρση του φυσικού από το κοινωνικό, της φύσης από τον πολιτισμό. Αυτό δεν αφορά μόνο τα πράγματα που περιβάλλουν τον άνθρωπο στην κεφαλαιοκρατική κοινωνία, αλλά και τη δική του φύση, τη βιολογία του. Ο ίδιος ο ανταγωνισμός των τάξεων στην κοινωνία της κεφαλαιοκρατίας δεν είναι παρά εκδήλωση των εισέτι μη μετασχηματισμένων ζωωδών, αγελαίων κ.λπ. σχέσεων που παραπέμπουν σε ακόμα μη κοινωνικοποιημένο, μη εκπολιτισμένο στοιχείο «φυσικής» επιλογής…

Υπό το πρίσμα των ανακαλύψεων της Λογικής της Ιστορίας επιτυγχάνεται ανώτερου επιπέδου διερεύνηση και διακρίβωση της εσωτερικής διασύνδεσης των αντιφάσεων που χαρακτηρίζουν το σύγχρονο στάδιο και την εποχή.

Στο πλαίσιο της κεφαλαιοκρατίας, η βασική αντίφαση της τελευταίας –μεταξύ ζωντανής εργασίας και νεκρής εργασίας (εμπράγματων όρων του κεφαλαίου)– εκδηλώνεται πρωτίστως ως αντίφαση μεταξύ διακριτών πλέον στην ιστορία παραγωγικών δυνάμεων και σχέσεων παραγωγής, δηλαδή, ως συγκεκριμένη ιστορική μορφή εκδήλωσης της βασικής αντίφασης της ιστορίας ως ολότητας: μεταξύ εργασιακής επενέργειας στη φύση και εργασιακών σχέσεων.

Το ίδιο ισχύει και για την τροποποίηση αυτής της αντίφασης επί ιμπεριαλισμού, όπου προκύπτει η αντίφαση μεταξύ ιμπεριαλιστικών κρατών του κέντρου (εδρών των ισχυρότερων πολυεθνικών και πολυκλαδικών μονοπωλιακών ομίλων) και της ευρύτερης βάσης της υπερεκμετάλλευσης (απόσπασης υπεραξίας με τη μορφή μονοπωλιακών υπερκερδών) σε περιφερειακή και παγκόσμια κλίμακα. Έτσι προκύπτει το δίπολο της αντίφασης μεταξύ δυνάμεων του ιμπεριαλισμού και του αντιιμπεριαλισμού, ως έκφανση της βασικής αντίφασης και ως στρατηγικής σημασίας πεδίο της ταξικής πάλης επί μονοπωλιακής κεφαλαιοκρατίας σε διεθνές και παγκόσμιο επίπεδο.

Στο πλαίσιο της κεφαλαιοκρατίας, ως καθοριστική περιστολή των πηγών παρασιτισμού του ιμπεριαλισμού και ως συμπύκνωση νικηφόρων ταξικών επαναστατικών αγώνων σε κράτη και σε οριοθετημένο στρατόπεδο, στον αντίποδα της κεφαλαιοκρατίας, ως άρνησης όχι μόνο των πηγών παρασιτισμού του ιμπεριαλισμού, αλλά και της ίδιας της κεφαλαιοκρατίας, η ταξική πάλη παίρνει τη μορφή του ανταγωνισμού μεταξύ παγκόσμιου κεφαλαιοκρατικού συστήματος συνολικά (ιμπεριαλιστικού κέντρου και περιφέρειας) και παγκόσμιου συστήματος του πρώιμου σοσιαλισμού.

Τα όρια του αφηρημένου αντικαπιταλισμού και αντιιμπεριαλισμού και η αναγκαιότητα θεμελίωσης της θετικής και επιθετικής προοπτικής

Ωστόσο, ο σοσιαλισμός δεν συνιστά απλή άρνηση της κεφαλαιοκρατίας, δεν είναι αφηρημένος αντικαπιταλισμός. Ο αφηρημένος αντικαπιταλισμός είναι αρνητικός προσδιορισμός, δηλαδή, συνιστά ετεροπροσδιορισμό του νέου συστήματος, με σύστημα αναφοράς (έστω αρνητικής) τον καπιταλισμό. Ως τέτοιος, δεν μπορεί να συνιστά κινητήριο δύναμη θετικού αυτοπροσδιορισμού.

Ο σοσιαλισμός δεν συνιστά ούτε απλή άρνηση του ιμπεριαλισμού (απλή επιταγή ανεξαρτησίας και άρνηση της ιμπεριαλιστικής υπερεκμετάλλευσης), δεν είναι ούτε αφηρημένος αντιιμπεριαλισμός. Ο σοσιαλισμός δεν μπορεί να έχει νικηφόρο προοπτική όσο εμπλέκεται σε αρνητικούς ετεροπροσδιορισμούς, όσο έχει το βλέμμα στραμμένο –έστω και αρνητικά– στο παρελθόν, στον ιστορικά παρωχημένο καπιταλισμό-ιμπεριαλισμό.

Ο σοσιαλισμός εγγράφεται στο γίγνεσθαι της θετικής σοσιαλιστικής οικοδόμησης, ως διαμόρφωσης και ωρίμανσης της ανάπτυξης της κοινωνίας ως ολότητας, του κομμουνισμού. Αυτό πραγματοποιείται στη βάση της επίλυσης της βασικής αντίφασης του σοσιαλισμού που προαναφέραμε. Η τελευταία παραπέμπει στη θεμελιώδη νομοτέλεια της Λογικής της Ιστορίας, στην επίλυση της βασικής της αντίφασης. Η μετάβαση από την τυπική στην πραγματική κοινωνικοποίηση, συνδεδεμένη με τη μετάβαση της σοσιαλιστικής οικοδόμησης από τον εκτατικό στον εντατικό τύπο ανάπτυξής της, ωθεί στην επίλυση-άρση της αντίφασης μεταξύ εργασιακής επενέργειας και εργασιακών σχέσεων, μεταξύ παραγωγικών δυνάμεων και σχέσεων παραγωγής, όπου ο ένας πόλος μετατρέπεται στον αντίποδά του, η αλληλοδιείσδυση των πόλων αίρεται σε μια νέα ολότητα, στην ώριμη ενοποιημένη ανθρωπότητα κατ’ αρχήν σε πλανητική κλίμακα, στον κομμουνιστικό τύπο ανάπτυξης της ανθρωπότητας. Τότε η εργασία μετατρέπεται σε κάτι άλλο: σε άλλου τύπου σχέση μεταξύ των ανθρώπων, σε πεδίο αμοιβαίας καλλιέργειας και ανάπτυξης δημιουργικών ικανοτήτων ολόπλευρα αναπτυσσόμενων προσωπικοτήτων και συλλογικοτήτων, μέχρι την ενοποιημένη σε συνειδητή ολότητα ανθρωπότητα. Ακριβώς αυτή η μετατροπή της εργασίας σε καθολική δημιουργική και πολιτισμική δραστηριότητα συνιστά και την άρση της αντίφασης μεταξύ παραγωγικών δυνάμεων και σχέσεων παραγωγής. Με τη νέα επαναστατική θεωρία, αυτό δεν συνιστά πλέον ουτοπική ευχή ή ιδεώδες, αλλά αυστηρά επιστημονικά τεκμηριωμένη νομοτελή αναγκαιότητα, μονόδρομο για τη σωτηρία της ανθρωπότητας.

Η θεώρηση αυτή μας επιτρέπει να αντιληφθούμε σε ανώτερο επίπεδο την οργανική διασύνδεση φαινομένων και τάσεων, που προβάλλουν στην επιφάνεια αποσπασματικά και ασύνδετα. Το παγκόσμιο κεφαλαιοκρατικό σύστημα δεν είναι συμπαγές, αρραγές και αιώνιο φαραωνικό οικοδόμημα, σαν την «ιμπεριαλιστική πυραμίδα» που φαντασιώνονται κάποιοι αναθεωρητές της συμφοράς για να συγκαλύψουν τον οπορτουνισμό τους, την υποταγή τους στη χρηματιστική ολιγαρχία και την παραίτησή τους απ’ την επανάσταση. Ο καπιταλισμός δεν μπορεί να συνιστά το «τέλος της ιστορίας» όπως θα ήθελαν τα αντιδραστικά αστικά ιδεολογήματα. Το σύστημα αυτό σπαράσσεται από όλο και βαθύτερες, όλο και πιο ανεπίλυτες αντιφάσεις. Η πρώτη ιστορική ρήξη του –ως αποτέλεσμα των μεγάλων πρώιμων σοσιαλιστικών επαναστάσεων– δρομολόγησε τη γενική κρίση και την περαιτέρω κατάπτωσή του, τον κλονισμό του στη δίνη των συγκρούσεων μεταξύ των δυνάμεων της επανάστασης και της αντεπανάστασης. Η ρήξη αυτή έφερε στην επιφάνεια και τη σύγκρουση των δυνάμεων του ιμπεριαλισμού με τις δυνάμεις του αντιιμπεριαλισμού.

Στο στάδιο των πρώιμων σοσιαλιστικών επαναστάσεων, η νίκη του σοσιαλισμού δεν είναι και δεν μπορεί να είναι οριστική και αμετάκλητη. Η μη έγκαιρη και αποτελεσματική πρακτική επίλυση της βασικής αντίφασης του σοσιαλισμού οδηγεί νομοτελώς σε ενίσχυση των δυνάμεων της αντεπανάστασης, σε επικράτηση της τελευταίας και της κεφαλαιοκρατικής παλινόρθωσης. Η νομοτέλεια αυτή επιβεβαιώθηκε ιστορικά στην ΕΣΣΔ και στις ευρωπαϊκές χώρες του πρώιμου σοσιαλισμού. Η αντεπανάσταση σε αυτές τις χώρες, παρά τη στρατηγική της σημασία και τη διαλυτική της επίδραση στο παγκόσμιο επαναστατικό κίνημα, επ’ ουδενί λόγο δεν σημαίνει ολοσχερή ήττα του σοσιαλισμού και «απόδειξη» μη ισχύος της νομοτελούς προοπτικής της κοσμοϊστορικής μετάβασης της ανθρωπότητας στον κομμουνισμό. Παρόμοιοι ισχυρισμοί είναι αντιεπιστημονικοί και υπηρετούν την υπονομευτική προπαγάνδα του ιμπεριαλισμού. Οι αντεπαναστάσεις αυτές οδήγησαν και σε σειρά από προσωρινές ήττες και υπαναχωρήσεις το σύνολο των αντιιμπεριαλιστικών και σοσιαλιστικών δυνάμεων. Ωστόσο, οι δυνάμεις αυτές, ιδιαίτερα κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες, γνωρίζουν ραγδαία ενδυνάμωση και ανάπτυξη, σε αντίθεση με την αποδυνάμωση, παρακμή και σήψη των παραδοσιακών δυνάμεων – ιμπεριαλιστικών κέντρων.

Συμπέρασμα

Ανακύπτουν λοιπόν στο ιστορικό προσκήνιο με νέα ορμή τρεις αλληλένδετες δυνάμεις προόδου της ανθρωπότητας, τρεις συνιστώσες, συστατικά μέρη της ενιαίας επαναστατικής διαδικασίας:

  • οι δυνάμεις του πρώιμου σοσιαλισμού,
  • οι δυνάμεις του αντιιμπεριαλισμού και
  • συνολικά οι δυνάμεις του εργατικού κομμουνιστικού κινήματος στο παγκόσμιο κεφαλαιοκρατικό σύστημα.

Η επιστημονική θεωρητική θεμελίωση και η οργανωτική πρακτική αναβάθμιση ενός εκάστου αυτών συστατικών μερών της επαναστατικής διαδικασίας και η βέλτιστη οργανική διασύνδεσή τους σε νικηφόρο μέτωπο αγώνα, σε εθνικό, περιφερειακό και παγκόσμιο επίπεδο, είναι πρώτιστο καθήκον του κινήματος, βασικός σκοπός της ΠΑΠ.

Είναι λοιπόν ζωτική ανάγκη της ανθρωπότητας σε συνθήκες Γ΄ΠΠ η ανασυγκρότηση και ο σχεδιοποιημένος συντονισμός αυτών των τριών συστατικών μερών της ενιαίας επαναστατικής διαδικασίας, η μετατροπή τους σε οργανικές συνιστώσες ενός συνειδητού ενιαίου μετωπικού κοινωνικοπολιτικού και ιδεολογικού υποκειμένου, όχι μόνο για διάσπαρτες και αποσπασματικές πράξεις αντίστασης στον επιτιθέμενο ιμπεριαλιστικό άξονα υπό τις ΗΠΑ, αλλά ικανού να αναλάβει τη στρατηγική πρωτοβουλία των κινήσεων σε όλα τα πεδία, σε όλα τα επίπεδα, σε όλα τα μέτωπα αυτής της αναμέτρησης ζωής ή θανάτου με τον άξονα.

Η επίτευξη της βέλτιστης οργάνωσης αυτών των θεμελιωδών συστατικών μερών και των αντίστοιχων κινητηρίων δυνάμεων της παγκόσμιας επαναστατικής διαδικασίας σε ενιαίο μαχητικό μέτωπο δεν είναι μία από τις επιλογές που έχουμε ενώπιόν μας με όρους διακριτικής ευχέρειας. Τουναντίον, είναι ο εκ των ων ουκ άνευ όρος για τη νίκη των προοδευτικών δυνάμεων στον Γ΄ΠΠ, για την ίδια την επιβίωση της ανθρωπότητας, για τη νικηφόρο έκβαση του επικείμενου μεγάλου κύματος των αντιιμπεριαλιστικών και σοσιαλιστικών εξεγέρσεων και επαναστάσεων.

[1] Οφείλω να επισημάνω ότι ο ίδιος ο Βαζιούλιν και το έργο του, επ’ ουδενί λόγω δεν εγγράφονται στην κρατούσα είτε στην επίσημη κομματική και κρατική ιδεολογία της Σοβιετικής Ένωσης. Ήταν μεν μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης, αλλά –ως γιος κομισάριου και ως επιστήμονας κομμουνιστής– σε καμία περίπτωση δεν ήταν κομφορμιστής, από αυτούς που είναι έτοιμοι να συμβιβαστούν χωρίς αρχές με κάθε ηγεσία και με κάθε κυρίαρχη άποψη είτε γραμμή. Αντιμετώπιζε με έντονη κριτική τον υπονομευτικό αντίκτυπο της «κριτικής της προσωπολατρίας», το γενικευμένο έλλειμμα θεωρίας και μεθοδολογίας στην επίσημη άποψη, την αναγωγή της θεωρίας σε θεραπαινίδα των εκάστοτε προειλημμένων αποφάσεων της ηγεσίας, την γραφειοκρατικοποίηση και την απουσία επιστημονικής τεκμηρίωσης στη συσχέτιση σχεδιασμού και αγοράς. Για αυτό και αντιμετωπιζόταν πάντα με καχυποψία έως και έχθρα από τα στελέχη και τις δομές του κομματικού και διοικητικού μηχανισμού καθώς και από τα ιδεολογικά του όργανα. Συναντούσε μεγάλες δυσκολίες στη δημοσίευση και στην έκδοση άρθρων και βιβλίων του. Η ενασχόλησή του με τον πυρήνα της μαρξιστικής λογικής και μεθοδολογίας της επιστημονικής έρευνας και η δημιουργική χρήση-ανάπτυξη αυτής της μεθοδολογίας για τη διερεύνηση των στρατηγικών ζητημάτων της κοινωνίας και της σοσιαλιστικής οικοδόμησης σε μια εξαιρετικά κρίσιμη φάση της, τον έφερε συχνά σε σύγκρουση με την ηγεσία. Ο Βαζιούλιν διαφώνησε έντονα και δημόσια με αντιεπιστημονικές ψευδοέννοιες της επίσημης ιδεολογίας, όπως αυτές του «παλλαϊκού κράτους» και του «ανεπτυγμένου σοσιαλισμού». Ωστόσο, εκείνος που αντιμετωπιζόταν ως «αντιφρονών» επί ΕΣΣΔ, όταν το αντεπαναστατικό καθεστώς Γιέλτσιν έστησε δίκη για την καταδίκη των κομμουνιστών και της κομμουνιστικής ιδεολογίας ως «εγκληματικής», ενώ η συντριπτική πλειονότητα των κομματικών μελών και στελεχών έσπευσε να κρυφτεί ή να αναλάβει ρόλους στην αντεπανάσταση, πρωτοστάτησε στη συγκρότηση και λειτουργία της επιστημονικής ομάδας υποστήριξης του κομμουνισμού στη δίκη. Εξήρε συστηματικά τη σημασία όλων των πρώιμων σοσιαλιστικών επαναστάσεων και ιδιαίτερα των κατακτήσεών τους στη Λ.Δ. Κίνας, στη Λ.Δ. Κορέας, στη Λ.Δ. Βιετνάμ και Κούβας. Μέχρι το τέλος ήταν ένας διανοούμενος αφοσιωμένος με όλες του τις δυνάμεις στην υπόθεση της επανάστασης και του κομμουνισμού.

Από epanen

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *