Η ανάπτυξη από τον Β. Ι. Λένιν της θεωρίας του κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού[1].
Βαζιούλιν Β. Α.
Η ανάπτυξη της θεωρίας του κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού από τον Β. Ι. Λένιν έλαβε χώρα σε νέες ιστορικές συνθήκες και βασιζόταν στο θεμέλιο που είχε τεθεί από τους Κ. Μαρξ και Φ. Ένγκελς.
Ως συστατικό στοιχείο της θεωρητικής κληρονομιάς των Κ. Μαρξ και Φ. Ένγκελς η θεωρία του κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού είχε τη δική της λογική ανάπτυξης, που ήταν σχετικά αυτοτελής. Ωστόσο, ο χαρακτήρας, η κατεύθυνση, η επιλογή των δρόμων της περαιτέρω ανάπτυξης που κρύβονταν στην εσωτερική λογική των αντιλήψεων των Κ. Μαρξ και Φ. Ένγκελς, καθορίζονταν με αποφασιστικό τρόπο από τις ανάγκες της νέας ιστορικής περιόδου. Ο νεωτερισμός και το μεγαλείο της συνεισφοράς του Β. Ι. Λένιν στη θεωρία του κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού δεν μπορούν να γίνουν ορθώς αντιληπτά εάν δεν εντοπιστεί επακριβώς τόσο η διαφορά τους, όσο και ο δεσμός τους με τις αντιλήψεις των Κ. Μαρξ και Φ. Ένγκελς.
Στα τέλη του 19ου – αρχές του 20ου αιώνα ξεκινά η εποχή του ιμπεριαλισμού και των προλεταριακών επαναστάσεων. Στο παγκόσμιο επαναστατικό απελευθερωτικό κίνημα έλκεται η Ρωσία και άλλες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, ενώ τις ακολουθούν οι χώρες της Ανατολής, με εκατοντάδες εκατομμύρια πληθυσμό. Το κέντρο του παγκόσμιου επαναστατικού κινήματος μετατοπίζεται στη Ρωσία. Η Μεγάλη Οκτωβριανή σοσιαλιστική επανάσταση ανοίγει μία νέα εποχή της παγκόσμιας ανάπτυξης: την εποχή, το κύριο περιεχόμενο της οποίας συνίσταται στη μετάβαση από την κεφαλαιοκρατία στον σοσιαλισμό σε παγκόσμια κλίμακα.
Σε αυτές τις συνθήκες απέκτησε ιδιαίτερη σημασία η στενή ενότητα μεταξύ μαρξιστικής θεωρίας και επαναστατικής πρακτικής.
Ενώπιον του Β. Ι. Λένιν εγείρονταν καθήκοντα αναστοχασμού και ανάπτυξης του μαρξισμού στις νέες ιστορικές συνθήκες, όπου ο κεφαλαιοκρατικός κοινωνικοοικονομικός σχηματισμός είχε φτάσει στο στάδιο της σήψης και του θανάτου του. Ήταν απαραίτητη η διερεύνηση των νόμων της ιμπεριαλιστικής εποχής, του κοινωνικού συστήματος της Ρωσίας και άλλων χωρών οι οποίες έλκονταν εντός της παγκόσμιας επαναστατικής διαδικασίας. Ανέκυψε η αναγκαιότητα πιο συγκεκριμένης διερεύνησης του «μηχανισμού» της κοινωνικής επανάστασης και της οικοδόμησης του σοσιαλισμού, της ενότητας και τις ποικιλομορφίας των δρόμων και των μορφών μετάβασης διαφόρων χώρων στον σοσιαλισμό.
Εάν διατυπώσουμε τα προαναφερθέντα από μεθοδολογικής σκοπιάς, μπορούμε να πούμε ότι οι μεν Κ. Μαρξ και Φ. Ένγκελς σε αντιστοιχία με τη θεμελιώδη ανάγκη της εποχής τους έστρεφαν την προσοχή τους κυρίως στη μελέτη της ώριμης κεφαλαιοκρατίας, την οποία εξέταζαν ως ένα σχηματισμό που ανέκυψε ιστορικά και είναι ιστορικά παροδικός. Ο δε Β. Ι. Λένιν, γενικεύοντας από τις θέσεις του μαρξισμού το εξαιρετικά πλούσιο νέο συγκεκριμένο πραγματολογικό υλικό, την πρακτική του παγκόσμιου επαναστατικού αγώνα εναντίον της κεφαλαιοκρατίας στις νέες ιστορικές συνθήκες, την πρακτική της μετάβασης από την κεφαλαιοκρατία στον σοσιαλισμό, ανέπτυξε τη διδασκαλία περί της μετάβασης από τους προκεφαλαιοκρατικούς σχηματισμούς στην κεφαλαιοκρατία, από τα κατώτερα στάδια της κεφαλαιοκρατίας στα ανώτερα, περί του σταδίου του θανάτου του (κεφαλαιοκρατικού) κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού, περί του «μηχανισμού» της μετάβασης από τον κεφαλαιοκρατικό προς τον ανώτερο, τον κομμουνιστικό σχηματισμό[2], περί των σταδίων της εμφάνισης και της διαμόρφωσης του νέου, του κομμουνιστικού σχηματισμού, περί της ενότητας και της ποικιλομορφίας των δρόμων και των μορφών μετάβασης στον κομμουνιστικό σχηματισμό.
Στη διαδικασία αυτού του έργου και στον αγώνα εναντίον των εχθρών του μαρξισμού ο Β. Ι. Λένιν επίσης γενίκευσε και τα όσα είχαν επιτύχει οι Κ. Μαρξ και Φ. Ένγκελς.
Ο Β. Ι. Λένιν, ανταποκρινόμενος στις ανάγκες της νέας ιστορικής περιόδου, επικέντρωσε τις προσπάθειές του στη μελέτη της «υπερώριμης», της θνήσκουσας κεφαλαιοκρατίας, στη μετάβαση από ένα σχηματισμό προς έναν άλλο και στα στάδια της εμφάνισης και της διαμόρφωσης τόσο του κεφαλαιοκρατικού, όσο και του νέου, του κομμουνιστικού σχηματισμού.
Η επαναστατική πρακτική και θεωρητική δραστηριότητα του Β. Ι. Λένιν ξεκίνησε μεν στη Ρωσία, αλλά είχε εξ υπαρχής διεθνή σημασία, διότι η Ρωσία συνιστούσε κρίκο του κεφαλαιοκρατικού συστήματος. Η θεωρητική εξέταση των ιδιαιτεροτήτων του επαναστατικού κινήματος στη μεν είτε στη δε χώρα από τις θέσεις του δημιουργικού μαρξισμού, από τις θέσεις του διαλεκτικού υλισμού, συνιστά πάντα συνάμα και ανάπτυξη του μαρξισμού στο σύνολό του, διότι το ειδικό και το καθολικό δεν υφίστανται ως αποσπασμένα το ένα από το άλλο, αλλά εντός του εσωτερικού τους δεσμού, στην εσωτερική τους ενότητα. Οι ρωσικές συνθήκες ήταν μεν ιδιαίτερες συνθήκες, αλλά, εν τω μεταξύ, η Ρωσία, από τα τέλη του 19ου αιώνα – αρχές του 20ου αιώνα έγινε το κέντρο του παγκόσμιου επαναστατικού εργατικού κινήματος και υπό αυτή την έννοια, οι ιδιαίτερες συνθήκες της επανάστασης στη Ρωσία έγιναν άμεσα καθολικές συνθήκες της παγκόσμιας επαναστατικής ανάπτυξης.
Κατά τη δεκαετία του 1890 σημειώνεται στη Ρωσία μεγάλη άνοδος του εργατικού κινήματος. Αρχίζουν να διεισδύουν στο εργατικό περιβάλλον οι ιδέες του μαρξισμού. Ωστόσο, στο Ρωσικό απελευθερωτικό κίνημα κυριαρχεί ο ναροντνικισμός[3]. Οι ναρόντνικοι κατά τη δεκαετία του 1890 εξέφραζαν εκ των πραγμάτων τα συμφέροντα της μικροαστικής τάξης. Το γεγονός ότι εντός του ρωσικού απελευθερωτικού κινήματος δεσπόζουσα θέση κατείχε ο ναροντνικισμός συνιστούσε ένα σοβαρότατο ιδεολογικό εμπόδιο για την επιτυχή ανάπτυξη του επαναστατικού αγώνα της εργατικής τάξης.
Η μέθοδος των ναρόντνικων της δεκαετίας του 1890 ήταν καθ’ όλα αντίστοιχη της κοινωνικής ταξικής τους θέσης, ήταν χαρακτηριστική για την ιδεολογία της μικροαστικής τάξης. Οι ιδεολόγοι της μικροαστικής τάξης εκκινούσαν από την πεποίθηση ότι είναι εφικτό αυθαίρετα να διατηρούνται οι καλές (κατά τη γνώμη τους) πλευρές της κοινωνίας και να εξαλείφονται οι κακές. Θεωρούσαν ότι αποφασιστικό στοιχείο στην ιστορία είναι η βούληση και η επιθυμία των μεν είτε των δε μεμονωμένων προσωπικοτήτων. Απέρριπταν την ύπαρξη αντικειμενικών νομοτελειών στην ανάπτυξη της κοινωνίας. Όλοι οι ιδεολόγοι της μικροαστικής τάξης, δεδομένου ότι εξέφραζαν την αντιδραστική πλευρά της διττής φύσης της μικροαστικής τάξης, ήταν οπαδοί της μεθόδου του υποκειμενικού ιδεαλισμού στην κοινωνιολογία.
Στη διαπάλη με αυτούς ο Β. Ι. Λένιν ανέπτυξε τη διδασκαλία περί των κοινωνικοοικονομικών σχηματισμών ως προς μία σειρά ουσιωδώς σημαντικών ζητημάτων.
Όσο αναφερόμαστε σε αυτό, δεν πρέπει να μας διαφεύγει το γεγονός, ότι ο Β. Ι. Λένιν εδραζόταν στη θεωρητική κληρονομιά των Κ. Μαρξ και Φ. Ένγκελς. Στον αγώνα του με τον ναροντινικισμό, ενώ ασκούσε κριτική στη μέθοδο του υποκειμενικού ιδεαλισμού στην κοινωνιολογία και στην απόρριψη της αντικειμενικής νομοτέλειας, της αναγκαιότητας της ιστορικής διαδικασίας, ο Β. Ι. Λένιν προασπίζεται την μαρξιστική αντίληψη της ανάπτυξης της κοινωνίας ως φυσικοϊστορικής διαδικασίας. Για πρώτη φορά στον μαρξισμό διατυπώνει εκτενή ορισμό του τι είναι ο κοινωνικοοικονομικός σχηματισμός.
Μέχρι τη διατύπωση και τη θεμελίωση της ιδέας περί της φυσικοϊστορικής διαδικασίας ανάπτυξης των κοινωνικοοικονομικών σχηματισμών, η κοινωνιολογία, εάν αναφερόμαστε σε αυτήν αυστηρά, βρισκόταν σε προεπιστημονικό επίπεδο. Οι κοινωνιολόγοι δεν μπορούσαν να κατανοήσουν το περιπλοκότατο πλέγμα των κοινωνικών φαινομένων, αδυνατούσαν να αποκαλύψουν τους νομοτελείς τους δεσμούς, και έτσι οι αντιλήψεις τους περί της κοινωνίας ήταν χαοτικές, εν πολλοίς αυθαίρετες. Όπως γράφει ο Β. Ι. Λένιν, όσο οι κοινωνιολόγοι «περιορίζονταν στις ιδεολογικές κοινωνικές σχέσεις (δηλαδή σε κείνες, που προτού διαμορφωθούν περνούν από τη συνείδηση των ανθρώπων) δεν μπορούσαν να παρατηρήσουν την επανάληψη και την κανονικότητα που υπάρχει στα κοινωνικά φαινόμενα των διάφορων χωρών, και η επιστήμη τους, στην καλύτερη περίπτωση, δεν ήταν παρά απλή περιγραφή των φαινομένων αυτών, συλλογή ακατέργαστου υλικού»[4].
Όπως επεσήμαινε ο Β. Ι. Λένιν «οι κοινωνιολόγοι […] καταπιάνονταν απευθείας με την έρευνα και τη μελέτη των πολιτικο-νομικών μορφών, σκόνταφταν στο γεγονός της γέννησης αυτών των μορφών από τούτες ή εκείνες τις ιδέες της ανθρωπότητας σε μια δοσμένη εποχή και σταματούσαν εκεί»[5]. Η υπόθεση προέβαλλε κατά τον εξής τρόπο: οι άνθρωποι, δρώντες ως συνειδητά όντα, επιδιώκοντας τους σκοπούς τους, οικοδομούν τις κοινωνικές τους σχέσεις συνειδητά. Ωστόσο, υπάρχει πληθώρα παρατηρήσεων, οι οποίες καταμαρτυρούσαν ότι οι άνθρωποι ασυνείδητα προσαρμόζονται στο υπάρχον σύνολο των κοινωνικών σχέσεων και οι ενέργειες τους οδηγούν συχνά σε απρόβλεπτα αποτελέσματα.
Ο Β. Ι. Λένιν καταδεικνύει ότι η ιδέα περί της φυσικοϊστορικής ανάπτυξης των κοινωνικοοικονομικών σχηματισμών, επέτρεψε την αναβάθμιση της κοινωνιολογίας σε επιστήμη. Η μαρξιστική κοινωνιολογία έθεσε το ζήτημα περί της προέλευσης «αυτών των κοινωνικών ιδεών του ανθρώπου…»[6] από τις υλικές κοινωνικές σχέσεις. «Η ανάλυση των υλικών κοινωνικών σχέσεων (δηλαδή των σχέσεων που διαμορφώνονται χωρίς να περνούν από τη συνείδηση των ανθρώπων: οι άνθρωποι ανταλλάσσοντας μεταξύ τους προϊόντα, έρχονται σε σχέσεις παραγωγής χωρίς να έχουν καν επίγνωση ότι εδώ πρόκειται για κοινωνική σχέση παραγωγής) – η ανάλυση των υλικών κοινωνικών σχέσεων δημιούργησε μονομιάς τη δυνατότητα να διαπιστωθεί η επανάληψη και η κανονικότητα και να γενικευθούν τα συστήματα των διάφορων χώρων έτσι ώστε να φτάσουμε σε μια μόνη θεμελιακή έννοια, στην έννοια κοινωνικός σχηματισμός»[7].
Εάν κατά το παρελθόν δεν υπήρχε ένα αυστηρό επιστημονικό κριτήριο, βάσει του οποίου μπορούσε να γίνει η διάκριση σημαντικών και μη σημαντικών, ουσιωδών και επουσιωδών κοινωνικών φαινομένων, «ο υλισμός έδωσε ένα απόλυτο [καθ’ όλα –σ.τ.μ.] αντικειμενικό κριτήριο, ξεχωρίζοντας τις σχέσεις παραγωγής, σαν τη διάρθρωση της κοινωνίας και δημιουργώντας τη δυνατότητα να εφαρμοστεί σ’ αυτές τις σχέσεις το γενικό εκείνο επιστημονικό κριτήριο της επανάληψης, που οι υποκειμενιστές αρνούνταν ότι μπορεί να εφαρμοστεί στην κοινωνιολογία»[8]. Οι σχέσεις παραγωγής έγιναν αντιληπτές ως οι βασικές, οι καθορίζουσες όλες τις υπόλοιπες κοινωνικές σχέσεις, όλα τα υπόλοιπα πεδία της κοινωνικής ζωής.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο Β. Ι. Λένιν περιλαμβάνει στην έννοια «κοινωνικοοικονομικός σχηματισμός» την αντανάκλαση του επαναλαμβανόμενου, του κοινού στοιχείου εντός των κοινωνικών συστημάτων διαφόρων χώρων. Και μάλιστα, εδώ δεν γίνεται λόγος απλώς περί της ομοιότητας των κοινωνικών συστημάτων των μεν είτε των δεν χωρών, αλλά περί εκείνου του κοινού στοιχείου, το οποίο διακρίνεται ακριβώς μέσω της μελέτης αυτού που είναι το πλέον ουσιώδες. Εδώ δεν εννοείται κάποια εξωτερική επαναληπτικότητα, αλλά το ουσιωδώς κοινό που υπάρχει στα κοινωνικά συστήματα που επικρατούν σε διάφορες χώρες. Το ουσιωδώς κοινό υφίσταται μόνο στην εσωτερική του ενότητα με το ειδικό και το μοναδιαίο, αλλά συνάμα, το ουσιωδώς κοινό, το ειδικό, το μοναδιαίο δεν ανάγονται το ένα το άλλο, υπάρχουν και μπορούν να διαγνωστούν στην εσωτερική τους ενότητα, ως ενιαία μεταξύ τους και ως διακριτά το ένα από το άλλο. Η διάκριση του ουσιωδώς κοινού στα κοινωνικά φαινόμενα, στα κοινωνικά συστήματα διαφόρων χώρων είχε τεράστια μεθοδολογική σημασία, διότι επέτρεψε τη μετάβαση από την εξωτερική εξέταση της ιστορίας στην αυθεντική επιστημονική διερεύνηση της κοινωνίας, στη μελέτη της ουσίας, από την περιγραφή προς την εξήγηση της κοινωνικής ζωής. Μόνο στη βάση της διάκρισης του ουσιωδώς κοινού κατέστη εφικτή επίσης η αυθεντικά επιστημονική έρευνα του ειδικού, του μοναδιαίου στα κοινωνικά συστήματα διαφόρων χώρων, στην κοινωνική ζωή. «Μόνο μια τέτοια [αυτού του τύπου – σ.τ.μ.] γενίκευση έδωσε τη δυνατότητα να περάσουμε από την περιγραφή των κοινωνικών φαινομένων (και από την εκτίμησή τους από την άποψη του ιδανικού) στην αυστηρά επιστημονική ανάλυσή τους, που παραμερίζει λ.χ. εκείνο που ξεχωρίζει τη μια κεφαλαιοκρατική χώρα από την άλλη, και ερευνά εκείνο που είναι κοινό σε όλες»[9].
Ο Β. Ι. Λένιν υπογραμμίζει ιδιαίτερα το γεγονός ότι η διάκριση αυτού του τύπου του κοινού στα κοινωνικά συστήματα διαφόρων χώρων πραγματώθηκε ως αποτέλεσμα της εφαρμογής του υλισμού στην αντίληψη της κοινωνίας.
Η έννοια του κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού δεν περιλαμβάνει μόνο την αντανάκλαση των κοινών για διάφορες χώρες σχέσεων παραγωγής. Η βασική ιδέα του Μαρξ περί της φυσικοϊστορικής διαδικασίας ανάπτυξης των κοινωνικοοικονομικών σχηματισμών, γράφει ο Β. Ι. Λένιν, δεν προϋποθέτει μόνο την «αναγωγή των κοινωνικών σχέσεων στις σχέσεις παραγωγής», αλλά «και αυτών των τελευταίων στο βαθμό ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων»[10]. Επομένως, στην έννοια «κοινωνικοοικονομικός σχηματισμός» εντάσσεται και η αντανάκλαση του αντίστοιχου «βαθμού ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων».
Ο Β. Ι. Λένιν αποκαλεί ορισμένο σύστημα σχέσεων παραγωγής μόνο σκελετό, είτε περιεχόμενο του κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού[11]. «Ουσιαστικό είναι όμως το γεγονός -επισημαίνει ο Β. Ι. Λένιν- ότι ο Μαρξ δεν ικανοποιήθηκε μ’ αυτό το σκελετό, ότι δεν περιορίστηκε μονάχα στην «οικονομική θεωρία» με τη συνηθισμένη έννοια της λέξης, ότι —εξηγώντας τη διάρθρωση και την ανάπτυξη αυτού του κοινωνικού σχηματισμού αποκλειστικά με τις σχέσεις παραγωγής— παρακολουθούσε ωστόσο παντού και πάντα τα εποικοδομήματα που αντιστοιχούσαν σ’ αυτές τις σχέσεις παραγωγής και έδινε στο σκελετό σάρκα και οστά. «Το Κεφάλαιο» είχε τόσο κολοσσιαία επιτυχία, ακριβώς γιατί το βιβλίο αυτό ενός «γερμανού οικονομολόγου» έδειξε στον αναγνώστη όλο τον κεφαλαιοκρατικό κοινωνικό σχηματισμό σαν κάτι το ζωντανό — με τις πλευρές της καθημερινής ζωής του, με την πραγματική κοινωνική εκδήλωση του ανταγωνισμού των τάξεων, που ενυπάρχει στις σχέσεις παραγωγής, με το αστικό πολιτικό εποικοδόμημα, που περιφρουρεί την κυριαρχία της τάξης των κεφαλαιοκρατών, με τις αστικές ιδέες της ελευθερίας, της ισότητας κτλ., με τις αστικές οικογενειακές σχέσεις»[12].
Συνεπώς, ο Β. Ι. Λένιν στην έννοια «κοινωνικοοικονομικός σχηματισμός» περιλαμβάνει επίσης όλες τις υπόλοιπες κοινωνικές σχέσεις, οι οποίες αντιστοιχούν σε ορισμένη ολότητα, στο σύστημα των σχέσεων παραγωγής, οι οποίες αναφύονται στο έδαφος αυτού του συστήματος και εξηγούνται αποκλειστικά από αυτές τις σχέσεις παραγωγής.
Ωστόσο η περιγραφή των χαρακτηριστικών της έννοιας «κοινωνικοοικονομικός σχηματισμός» δεν εξαντλείται με τα παραπάνω. Η έννοια «κοινωνικοοικονομικός σχηματισμός» δεν συγκροτείται απλώς με την υλιστική αντίληψη της κοινωνίας, αλλά εντός της διαδικασίας της διαλεκτικής-υλιστικής νοηματοδότησης της κοινωνικής ζωής. Από τις θέσεις της διαλεκτικής υλιστικής μεθόδου ο κοινωνικοοικονομικός σχηματισμός προβάλλει ως ένας ιδιαίτερος, αναπτυσσόμενος κοινωνικός οργανισμός. «Εκείνο που ο Μαρξ και ο Ένγκελς ονόμαζαν διαλεκτική μέθοδο —σε αντίθεση προς τη μεταφυσική μέθοδο— δεν είναι τίποτε άλλο από την επιστημονική μέθοδο της κοινωνιολογίας, που θεωρεί την κοινωνία ένα ζωντανό οργανισμό σε συνεχή ανάπτυξη (και όχι κάτι το μηχανικά συνδεμένο, που γι’ αυτό το λόγο επιτρέπει κάθε λογής αυθαίρετους συνδυασμούς των διάφορων κοινωνικών στοιχείων), που για τη μελέτη του (του οργανισμού) είναι αναγκαία η αντικειμενική ανάλυση των σχέσεων παραγωγής, που συγκροτούν το δοσμένο κοινωνικό σχηματισμό, και η έρευνα των νόμων της λειτουργίας και της ανάπτυξής του»[13].
Η αντίληψη του κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού ως ενός ιδιαίτερου, ιστορικά προσδιορισμένου κοινωνικού οργανισμού σημαίνει ότι όλες οι αναγκαίες πλευρές του, τα στοιχεία του κ.λπ. είναι εσωτερικά αλληλένδετα, αλληλεπιδρούν. Και μάλιστα, αποφασιστικό ρόλο στο σύνολο αυτών των δεσμών διαδραματίζει –γεγονός που απορρέει αναπόφευκτα από όλα τα προαναφερθέντα– ακριβώς η αλληλεπίδραση του ιστορικά προσδιορισμένου συστήματος σχέσεων παραγωγής και των παραγωγικών δυνάμεων οι οποίες έχουν επιτύχει ορισμένο βαθμό ανάπτυξης.
Ο κάθε κοινωνικοοικονομικός σχηματισμός, δεδομένου ότι είναι ένας ιδιαίτερος, ιστορικά προσδιορισμένος κοινωνικός οργανισμός, διέπεται από τους δικούς του ιδιαίτερους (ιστορικούς) νόμους. Το κύριο διακύβευμα κατά τη διερεύνηση ενός κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού από την άποψη της διαλεκτικής μεθόδου έγκειται στη μελέτη του νόμου της ανάπτυξης αυτού του κοινωνικού οργανισμού, της μετάβασης του σε έναν άλλο κοινωνικό σχηματισμό. «Ο Μαρξ εξετάζει την κοινωνική κίνηση σαν ένα φυσικό-ιστορικό προτσές, που υποτάσσεται σε νόμους, που όχι μόνο δεν εξαρτώνται από τη βούληση, τη συνείδηση και τις προθέσεις των ανθρώπων, αλλά αντίθετα καθορίζουν τη βούληση, τη συνείδηση και τις προθέσεις τους»[14].
Εκ πρώτης όψεως μπορεί να δημιουργηθεί η εντύπωση ότι η ιδέα της φυσικοϊστορικής διαδικασίας ανάπτυξης των κοινωνικοοικονομικών σχηματισμών αντιφάσκει με τα γεγονότα της συνειδητής δραστηριότητας των ανθρώπων, με την ενεργητικότητά τους ως συνειδητών κοινωνικών όντων. Αυτή τη φαινομενικότητα προσπάθησαν να χρησιμοποιήσουν εναντίον του μαρξισμού οι ναρόντνικοι και πολλοί άλλοι αντίπαλοι του μαρξισμού. Ο Β. Ι. Λένιν, στον αγώνα του εναντίον των εχθρών του μαρξισμού, που παρουσιάζουν τον μαρξισμό ως μία διδασκαλία, η οποία δήθεν απορρίπτει τον ρόλο της προσωπικότητας στην ιστορία, συγκεκριμενοποίησε και ανέπτυξε την μαρξιστική αντίληψη σε ό,τι αφορά τη συσχέτιση της φυσικοϊστορικής ανάπτυξης των κοινωνικοοικονομικών σχηματισμών με τον ρόλο της προσωπικότητας στην ιστορία.
Ο Β. Ι. Λένιν υπογραμμίζει, ότι ο Κ. Μαρξ προέβη σε συστηματική και διεξοδική διερεύνηση μόνο ενός κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού: του κεφαλαιοκρατικού. Η ιδέα της φυσικοϊστορικής ανάπτυξης των κοινωνικοοικονομικών σχηματισμών, μέχρι τη δημιουργία του «Κεφαλαίου», ήταν μία επιστημονική υπόθεση, ενώ η δημιουργία του «Κεφαλαίου» είναι που σηματοδότησε τη μετατροπή της σε επιστημονική θεωρία.
Ωστόσο, η σημασία της μαρξικής μεθόδου εξήγησης των κοινωνικών οργανισμών, παρ’ όλα αυτά, κάθε άλλο παρά περιορίζεται μόνο στην κεφαλαιοκρατία. Μέσω της δοκιμασίας της κατά τη συστηματική και διεξοδική διερεύνηση ενός κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού, της κεφαλαιοκρατίας, καθίσταται επιστημονική μέθοδος διερεύνησης και των άλλων κοινωνικοοικονομικών σχηματισμών. «Αν η εφαρμογή του υλισμού στην ανάλυση και στην εξήγηση μόνο ενός κοινωνικού σχηματισμού έδωσε τόσο λαμπρά αποτελέσματα, είναι ολότελα φυσικό ότι ο υλισμός στην ιστορία δεν είναι πια υπόθεση, αλλά επιστημονικά επαληθευμένη θεωρία∙ η ανάγκη μιας τέτοιας μεθόδου είναι ολότελα φυσικό να επεκταθεί και στους υπόλοιπους κοινωνικούς σχηματισμούς, έστω και αν οι σχηματισμοί αυτοί δεν έχουν υποβληθεί σε ειδική συγκεκριμένη μελέτη και σε λεπτομερειακή ανάλυση […] ο υλισμός στην ιστορία ποτέ δεν πρόβαλε την αξίωση ότι εξηγεί τα πάντα, μα μόνο ότι δείχνει τη «μοναδικά επιστημονική», κατά την έκφραση του Μαρξ («Το Κεφάλαιο») μέθοδο εξήγησης της ιστορίας»[15]
Έτσι, κατά την πεποίθηση του Β. Ι. Λένιν, η ιδέα της φυσικοϊστορικής ανάπτυξης των κοινωνικοοικονομικών σχηματισμών, χωρίς να υποκαθιστά την πραγματολογική διερεύνηση των μη κεφαλαιοκρατικών σχηματισμών και την περαιτέρω πραγματολογική διερεύνηση του κεφαλαιοκρατικού σχηματισμού, προορίζεται να εξυπηρετεί αυτήν την πραγματολογική διερεύνηση υπό την ιδιότητα της μεθόδου.
Η ανάλυση της ανάπτυξης της κεφαλαιοκρατίας στη Ρωσία ήταν και ανάλυση των ιδιαιτεροτήτων της ανάπτυξης της ρωσικής κεφαλαιοκρατίας, αλλά και συνεισφορά στη μαρξιστική πολιτική οικονομία της κεφαλαιοκρατίας εν γένει. Σηματοδότησε επίσης και την περαιτέρω ανάπτυξη της διδασκαλίας περί του κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού.
Ο Β. Ι. Λένιν κατά κύριο λόγο έρευνα την ανάπτυξη της Ρωσίας μετά την μεταρρύθμιση[16], την εποχή, κατά την οποία λαμβάνει χώρα η μετάβαση από την φεουδαρχία στην κεφαλαιοκρατία, ενώ στη Ρωσία αρχίζει να δεσπόζει η κεφαλαιοκρατία. Για πρώτη φορά στην ιστορία του μαρξισμού ο Β. Ι. Λένιν προβαίνει σε ενδελεχή ανάλυση της μετάβασης από τη φεουδαρχία στην κεφαλαιοκρατία, της νομοτελούς μετάβασης από το ένα στάδιο της κεφαλαιοκρατίας στο άλλο.
Η ανάλυση της διάρθρωσης της Ρωσίας μέσω της μεθόδου του κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού επέτρεψε στον Β. Ι. Λένιν να αποσαφηνίσει τη διάταξη των ταξικών δυνάμεων, τους όρους του αγώνα της εργατικής τάξης, να αποκαλύψει τις δυνατότητες, την αναγκαιότητα και τους δρόμους της δημιουργίας του κόμματος νέου τύπου, να ανιχνεύσει την στρατηγική και την τακτική, τους όρους και τις προοπτικές της νικηφόρου προλεταριακής επανάστασης. Η μελέτη από τον Β. Ι. Λένιν της διάρθρωσης της Ρωσίας βάσει της μεθόδου του κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού, αποτέλεσε τη θεωρητική βάση της στρατηγικής και της τακτικής του επαναστατικού αγώνα της εργατικής τάξης στην αστικοδημοκρατική και στην σοσιαλιστική επανάσταση.
Αυτή η μελέτη έδωσε για πρώτη φορά στον Β. Ι. Λένιν τη δυνατότητα κατάρτισης επακριβούς, σαφούς και ορθού προγράμματος του κόμματος της εργατικής τάξης. Σε αντιδιαστολή με τον Γκ. Β. Πλεχάνοφ, στις αντιλήψεις του οποίου ήταν έκδηλη η επιδίωξη επιβολής της γενικής θεωρίας της πολιτικής οικονομίας της κεφαλαιοκρατίας στη ρωσική πραγματικότητα, σαν να ήταν αυτή η θεωρία καλούπι, ο Β. Ι. Λένιν λαμβάνει υπόψιν την ιδιοτυπία του κοινωνικοοικονομικού καθεστώτος της Ρωσίας, τη διάθλαση της γενικής θεωρίας του μαρξισμού μέσω της ιδιομορφίας της κατάστασης της Ρωσίας.
Ο Β. Ι. Λένιν δεν εντόπισε την ιδιομορφία του κοινωνικοοικονομικού καθεστώτος της Ρωσίας σε αυτό που είναι αποκλειστικά μεμονωμένο, αλλά ούτε και σε κάτι που υπάρχει μόνο στη Ρωσία και δεν μπορεί να υπάρξει σε καμία άλλη χώρα. Ο Β. Ι. Λένιν χρησιμοποίησε την μαρξιστική μέθοδο και διερεύνησε την ιδιομορφία της Ρωσίας από την άποψη των νόμων της κοινωνικής ανάπτυξης, από την άποψη του καθολικού (των σχέσεων παραγωγής, της ταξικής πάλης). Όμως, αυτού του τύπου η έρευνα έχει από τη φύση της και καθολική σημασία, σημασία η οποία υπερβαίνει μακράν το πλαίσιο της διάγνωσης μόνο του δεδομένου ειδικού αντικειμένου.
Η επαναστατική δραστηριότητα του Β. Ι. Λένιν είχε εξ υπαρχής διεθνή σημασία, ήταν ως προς την ουσία της διεθνιστική, παρά το γεγονός ότι εκείνο που εγειρόταν άμεσα στο προσκήνιο ήταν καθήκοντα, τα οποία απέρρεαν από τους όρους της Ρωσίας. Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος μετατόπισε τις εμφάσεις. Εάν νωρίτερα ο Β. Ι. Λένιν κατεδείκνυε πρωτίστως την αναγκαιότητα να λαμβάνονται υπόψιν οι ιδιαιτερότητες της ανάπτυξης της κεφαλαιοκρατίας στη Ρωσία, αρχίζει τον λόγο του για την προάσπιση της Επανάστασης και για την τρέχουσα στιγμή στις 29 Απριλίου (12 Μαΐου) του 1917 με τα εξής λόγια: «Στην απόφαση πάνω στην τρέχουσα στιγμή θα ήταν λάθος να μιλάμε μόνο για τις ρωσικές συνθήκες. Ο πόλεμος μας έχει συνδέσει τόσο αδιάρρηκτα, που θα ήταν μεγάλο λάθος αν παραβλέπαμε το σύνολο των διεθνών σχέσεων»[17].
Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν το αποτέλεσμα, η εκδήλωση, η μορφή όξυνσης των αντιφάσεων όλου του συστήματος της κεφαλαιοκρατίας. Ακριβώς σε αυτή την περίοδο Β. Ι. Λένιν δημιουργεί τη θεωρία για τον ιμπεριαλισμό ως ανώτατο στάδιο της κεφαλαιοκρατίας, ως παραμονή της σοσιαλιστικής επανάστασης, για τη δυνατότητα νίκης της σοσιαλιστικής επανάστασης σε μερικές χώρες, είτε ακόμα και σε μία, χωριστά ειλημμένη χώρα.
Στις έρευνές του για τον ιμπεριαλισμό, ο Β. Ι. Λένιν συνέχιζε την μαρξιστική μελέτη της ανάπτυξης της κεφαλαιοκρατίας. Η λενινιστική διερεύνηση του ιμπεριαλισμού μπορεί να κατανοηθεί ορθά μόνον ως συνέχεια στις νέες ιστορικές συνθήκες των ερευνών των Κ. Μαρξ και Φ. Ένγκελς.
Ο Β. Ι. Λένιν για πρώτη φορά στην ιστορία του μαρξισμού προέβη σε ανάλυση του σταδίου της σήψης και του θανάτου του κεφαλαιοκρατικού κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού. Εκείνα τα στάδια τα οποία είχαν διακριθεί μέχρι τότε ήταν στάδια της προοδευτικής του ανάπτυξης. Ενώ ο ιμπεριαλισμός αποτελεί στάδιο της οπισθοδρομικής, της φθίνουσας ανάπτυξης του κεφαλαιοκρατικού κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού. Η διάκριση του ιμπεριαλισμού ως ειδικού σταδίου ανάπτυξης της κεφαλαιοκρατίας ανέδειξε στο προσκήνιο μίαν ευρύτερη, μία πιο γενικευμένη ταξινόμηση των σταδίων. Το οπισθοδρομικό στάδιο, το στάδιο του θανάτου και της σήψης του κεφαλαιοκρατικού σχηματισμού διαφέρει από το στάδιο της προόδου του κεφαλαιοκρατικού σχηματισμού. Επιπλέον, με τη σειρά της, η προοδευτική ανάπτυξη του κεφαλαιοκρατικού σχηματισμού εμπεριέχει στο εσωτερικό της μία σειρά σταδίων.
Οι Κ. Μαρξ και Φ. Ένγκελς εξέταζαν την προοδευτική ανάπτυξη του κεφαλαιοκρατικού σχηματισμού διαλεκτικά: η πρόοδος λαμβάνει χώρα στην ενότητά της με την οπισθοδρόμηση. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι παραγωγικές δυνάμεις, όπως αυτές χρησιμοποιούνται κεφαλαιοκρατικά, ήδη από την εμφάνιση της κεφαλαιοκρατίας εμπεριέχουν καταστροφικές τάσεις. Ωστόσο, εν γένει και εν συνόλω, εδώ δεσπόζει η πρόοδος. Η ωριμότητα του κεφαλαιοκρατικού σχηματισμού σηματοδοτεί και την έναρξη μιας μεταστροφής από τη βαθμίδα κατά την οποία υπερτερεί η προοδευτική ανάπτυξη στη βαθμίδα κατά την οποία υπερτερεί η οπισθοδρομική ανάπτυξη.
Ο Β. Ι. Λένιν αναλύει την οπισθοδρομική ανάπτυξη του (κεφαλαιοκρατικού) σχηματισμού επίσης διαλεκτικά, ως ενότητα αντιθέτων τάσεων ανάπτυξης: η οπισθοδρόμηση λαμβάνει χώρα στην ενότητα της με την πρόοδο, ωστόσο, κατά το στάδιο της σήψης και του θανάτου δεσπόζει η οπισθοδρόμηση.
Η θνήσκουσα κεφαλαιοκρατία δεν διαφέρει από την εν τω γεννάσθαι κεφαλαιοκρατία, από το γίγνεσθαι της κεφαλαιοκρατίας, μόνο λόγω της περαιτέρω ανάπτυξης του κοινωνικού χαρακτήρα των παραγωγικών δυνάμεων, αλλά, κατ’ εξοχήν, λόγω της μετατροπής μερικών βασικών ιδιοτήτων της κεφαλαιοκρατίας ως όλου στο αντίθετό τους. «Ο ιμπεριαλισμός εμφανίστηκε σαν παραπέρα ανάπτυξη και άμεση συνέχιση των βασικών ιδιοτήτων του καπιταλισμού γενικά. Ο καπιταλισμός όμως έγινε καπιταλιστικός ιμπεριαλισμός μόνο σε ορισμένη, πολύ υψηλή βαθμίδα της ανάπτυξης του, όταν μερικές βασικές ιδιότητες του καπιταλισμού άρχισαν να μετατρέπονται στο αντίθετο τους, όταν διαμορφώθηκαν και φανερώθηκαν σ’ όλη τη γραμμή τα χαρακτηριστικά της μεταβατικής εποχής από τον καπιταλισμό σ’ ένα ανώτερο κοινωνικοοικονομικό καθεστώς [κοινωνικοοικονομική δομή]. Το βασικό σ’ αυτό το προτσές από οικονομική άποψη είναι η αντικατάσταση του καπιταλιστικού ελεύθερου συναγωνισμού από τα καπιταλιστικά μονοπώλια»[18]. Αν και «…η εμπορευματική παραγωγή «βασιλεύει» όπως και πριν και θεωρείται η βάση όλης της οικονομίας, στην πραγματικότητα όμως έχει πια υποσκαφτεί…»[19].
Ακριβώς λόγω του γεγονότος ότι μερικές βασικές ιδιότητες της κεφαλαιοκρατίας ως όλου μετατρέπονται στο αντίθετό τους, ο Β. Ι. Λένιν γράφει περί του ιμπεριαλισμού ορίζοντάς τον ως στάδιο της κεφαλαιοκρατίας, αλλά επίσης, παράλληλα, τον ορίζει και ως ειδική κοινωνικοοικονομική δομή σε σύγκριση με την κεφαλαιοκρατία εν γένει. Ακριβώς ως επακόλουθο αυτού ο Β. Ι. Λένιν αποκαλεί τον ιμπεριαλισμό στάδιο μεταβατικό προς τον σοσιαλισμό: «…ο ιμπεριαλισμός είναι ο καπιταλισμός που πεθαίνει, καπιταλισμός μεταβατικός προς το σοσιαλισμό: το μονοπώλιο που ξεπηδά από τον καπιταλισμό, σημαίνει ήδη απονέκρωση του καπιταλισμού, αρχή του περάσματός του στο σοσιαλισμό»[20].
Ο Β. Ι. Λένιν δεν αποκαλύπτει μόνο τις οικονομικές, αλλά και τις πολιτικές ιδιαιτερότητες του ιμπεριαλισμού, καταδεικνύει ότι «πολιτικές ιδιομορφίες του ιμπεριαλισμού είναι η αντίδραση σ’ όλη τη γραμμή και το δυνάμωμα της εθνικής καταπίεσης, συνδυασμένα με το ζυγό της χρηματιστικής ολιγαρχίας και με την εξάλειψη του ελεύθερου συναγωνισμού…»[21].
Ο Β. Ι. Λένιν εμπλούτισε την αντίληψη περί του «μηχανισμού» του επαναστατικού μετασχηματισμού του κεφαλαιοκρατικού κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού σε κομμουνιστικό, την αντίληψη των νομοτελειών αυτής της μετάβασης και τη συνειδητή χρησιμοποίηση αυτών από τις επαναστατικές δυνάμεις. Ο Β. Ι. Λένιν δεν διερευνά μόνο το κράτος, την πολιτική αυτής της περιόδου, αλλά επίσης και τις σχέσεις παραγωγής, τη διασύνδεση της πολιτικής με την οικονομία, με την ιδεολογία των αντιμαχόμενων κοινωνικών δυνάμεων.
Για πρώτη φορά στην ιστορία του μαρξισμού διεξήχθη τόσο συγκεκριμένη ανάλυση όλης της διαδικασίας της επαναστατικής μετάβασης από τον κεφαλαιοκρατικό κοινωνικοοικονομικό σχηματισμό στον κομμουνιστικό από την άποψη της πρακτικής και συνειδητής πραγμάτωσης αυτής της μετάβασης.
Ο Β. Ι. Λένιν διατυπώνει πιο συγκεκριμένα από τους Κ. Μαρξ και Φ. Ένγκελς τις νομοτέλειες της μετάβασης από την κεφαλαιοκρατία στον σοσιαλισμό, συγκεκριμενοποιεί τη μαρξιστική θεωρία περί του σοσιαλισμού.
Ο Β. Ι. Λένιν αναπτύσσει τη μαρξιστική θεωρία περί της μεταβατικής περιόδου από την κεφαλαιοκρατία στον σοσιαλισμό, περί της περιόδου της δικτατορίας του προλεταριάτου.
«Η δικτατορία του προλεταριάτου στη Ρωσία –έγραφε ο Β. Ι. Λένιν– δεν μπορεί παρά να έχει αναπόφευκτα ορισμένες χαρακτηριστικές ιδιομορφίες σε σύγκριση με τις προηγμένες χώρες, λόγω της πολύ μεγάλης καθυστέρησης και του μικροαστικού χαρακτήρα της χώρας μας. Οι βασικές όμως δυνάμεις –και οι βασικές μορφές κοινωνικής οικονομίας– είναι στη Ρωσία οι ίδιες όπως και σ’ οποιαδήποτε καπιταλιστική χώρα, γι’ αυτό οι ιδιομορφίες αυτές δεν μπορούν να αφορούν το πιο βασικό.
Οι βασικές αυτές μορφές κοινωνικής οικονομίας είναι: ο καπιταλισμός, η μικρή εμπορευματική παραγωγή, ο κομμουνισμός. Και οι βασικές δυνάμεις είναι, η αστική τάξη, η μικροαστική τάξη (κυρίως η αγροτιά), το προλεταριάτο.
Η οικονομία της Ρωσίας στην εποχή της δικτατορίας του προλεταριάτου παρουσιάζεται με τη μορφή της πάλης που διεξάγει στα πρώτα της βήματα η κομμουνιστικά συνενωμένη –σε κλίμακα ενός τεράστιου κράτους– εργασία ενάντια στη μικρή εμπορευματική παραγωγή και ενάντια στον καπιταλισμό που διατηρείται ή που ξαναγεννιέται πάνω στη βάση αυτής της παραγωγής»[22]
Στη διάλεξη του «Για το κράτος» ο Β. Ι. Λένιν εξετάζει στην πιο γενικευμένη μορφή τη θεωρία περί του κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού. Εδώ περιγράφει τα χαρακτηριστικά της ιστορικής ανάπτυξης της κοινωνίας και του κράτους, την υποδιαίρεση της ιστορικής ανάπτυξης της κοινωνίας σε σχηματισμούς και –σε συνδυασμό με το σκοπό της διάλεξης– ορίζει τη σημασία (σημασία που είναι και μεθοδολογική) αυτής της προσέγγισης: «Το βασικό αυτό γεγονός –το πέρασμα της κοινωνίας από τις πρωτόγονες μορφές δουλείας στη δουλοπαροικία και, τέλος, στον καπιταλισμό– πρέπει να το έχετε πάντα υπόψη σας γιατί, μόνο όταν θα θυμόσαστε το βασικό αυτό γεγονός, μόνο όταν θα τοποθετείτε μέσα στο βασικό αυτό πλαίσιο όλες τις πολιτικές διδασκαλίες, θα είστε σε θέση να εκτιμήσετε σωστά τις διδασκαλίες αυτές και να καταλάβετε σε ποια κατηγορία ανήκουν, γιατί κάθε μια από τις μεγάλες αυτές περιόδους της ανθρώπινης ιστορίας –δουλοκτητική, δουλοπάροικη και καπιταλιστική– πιάνει δεκάδες και εκατοντάδες εκατονταετίες και αντιπροσωπεύει μια τέτοια πληθώρα πολιτικών μορφών, ποικιλόμορφων πολιτικών διδασκαλιών, γνωμών, επαναστάσεων, ώστε για να καταλάβετε όλη αυτή την εξαιρετική πολυμορφία και την τεράστια ποικιλία –που συνδέεται ιδιαίτερα με τις πολιτικές, τις φιλοσοφικές και τις άλλες διδασκαλίες των αστών επιστημόνων και πολιτικών- αυτό μπορεί να γίνει μόνο στην περίπτωση που θα κρατάτε σταθερά, σαν καθοδηγητικό βασικό νήμα τη διαίρεση αυτή της κοινωνίας σε τάξεις, την αλλαγή των μορφών της ταξικής κυριαρχίας και απ’ αυτή την άποψη να εξετάσετε όλα τα κοινωνικά ζητήματα – οικονομικά, πολιτικά, πνευματικά, θρησκευτικά κτλ.»[23].
Η πραγματική επίλυση των μεθοδολογικών προβλημάτων που αφορούν την διδασκαλία περί των κοινωνικοοικονομικών σχηματισμών, είναι ανέφικτη χωρίς τη διαδικασία περαιτέρω ανάπτυξης αυτής της διδασκαλίας. Η δε περαιτέρω ανάπτυξη της διδασκαλίας περί των σχηματισμών έχει ως απαραίτητη προϋπόθεση τη διερεύνηση γεγονότων, τα οποία παρέχονται από τις σύγχρονες συγκεκριμένες επιστήμες, στην ενότητα τους με τη διερεύνηση των νομοτελειών εμφάνισης και ανάπτυξης της διδασκαλίας περί των σχηματισμών στα έργα των κλασικών του μαρξισμού-λενινισμού. Οι ιδέες του Β. Ι. Λένιν έχουν καταστεί σταθερό θεμέλιο της περαιτέρω ανάπτυξης της διδασκαλίας περί των κοινωνικοοικονομικών σχηματισμών.
Η ουσιώδης συνεισφορά σε αυτή τη διδασκαλία εκ μέρους του Κ.Κ.Σ.Ε. και άλλων αδελφών κομμάτων, καθορίζεται από τα καθήκοντα του πρακτικού αγώνα για τη μετάβαση στον σοσιαλισμό και τον κομμουνισμό, διότι η σύγχρονη εποχή, η οποία ξεκίνησε με την Μεγάλη Οκτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση είναι «η εποχή της επαναστατικής ανανέωσης του κόσμου, η εποχή της μετάβασης στον σοσιαλισμό και τον κομμουνισμό»[24].
Το Κ.Κ.Σ.Ε. και τα άλλα αδελφά κόμματα, βασιζόμενα στις λενινιστικές ιδέες, συγκεκριμενοποίησαν τις απόψεις περί του περιεχομένου της σύγχρονης εποχής, ανέπτυξαν τις μαρξιστικές-λενινιστικές απόψεις για το στάδιο του θανάτου, της σήψης της παλαιάς κοινωνίας, διέκριναν και εξέτασαν νέες βαθμίδες της γενικής κρίσης της κεφαλαιοκρατίας, επεξεργάστηκαν περαιτέρω τα ζητήματα που αφορούν τη μετάβαση στον σοσιαλισμό, παρακάμπτοντας την κεφαλαιοκρατία, τα ζητήματα που αφορούν την οικοδόμηση των βάσεων του σοσιαλισμού, τις γενικές νομοτέλειες και τις εθνικές ιδιαιτερότητες της μετάβασης στον σοσιαλισμό, δημιούργησαν την αντίληψη περί της ανεπτυγμένης σοσιαλιστικής κοινωνίας[25].
Στο 26ο συνέδριο του Κ.Κ.Σ.Ε. σκιαγραφήθηκαν οι επιστημονικά θεμελιωμένες προοπτικές ανάπτυξη του ώριμου σοσιαλισμού στον οικονομικό, στον κοινωνικοπολιτικό και στον πνευματικό τομέα της ζωής της κοινωνίας. Ουσιώδη σημασία έχει η θέση που διατυπώνεται στην έκθεση της κεντρικής επιτροπής του Κ.Κ.Σ.Ε. περί του ότι «το γίγνεσθαι της αταξικής δομής της κοινωνίας κατά κύριο λόγο και κατά βάση θα λάβει χώρα στο ιστορικό πλαίσιο του ώριμου σοσιαλισμού»[26].
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η ανάπτυξη της διδασκαλίας περί των κοινωνικοοικονομικών σχηματισμών πραγματοποιείται από το Κ.Κ.Σ.Ε. και από τα άλλα αδελφά κόμματα σε μερικές βασικές κατευθύνσεις: μελέτη της διαδικασίας του θανάτου, της σήψης της κεφαλαιοκρατίας, της μετάβασης στον σοσιαλισμό των αναπτυσσόμενων χωρών, παρακάμπτοντας την κεφαλαιοκρατία, των σταδίων ανάπτυξης του σοσιαλισμού, του γίγνεσθαι του κομμουνιστικού σχηματισμού, του γενικού και του ειδικού στη διαδικασία της μετάβασης στον σοσιαλισμό και τον κομμουνισμό.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
Ανασκόπηση της τοποθέτησης του Β. Α. Βαζιούλιν επί της εισήγησης του καθηγητή Β. Ν. Τσερκοβέτς «Ο βασικός οικονομικός νόμος του σοσιαλισμού»[27]
Ο Β. Α. Βαζιούλιν (αναπληρωτής καθηγητής της έδρας της φιλοσοφίας των ανθρωπιστικών σχολών του Κρατικού Πανεπιστημίου της Μόσχας) επεσήμανε ότι η εισήγηση του Β. Ν. Τσερκοβέτς είναι ιδιότυπη και ενδιαφέρουσα. Ο νεωτερισμός στην προσέγγιση του προβλήματος διατυπώνεται κυρίως στο δεύτερο μέρος της εισήγησης, όπου διερευνάται η ποσοτική πλευρά, οι μορφές και οι λειτουργίες του βασικού οικονομικού νόμου του σοσιαλισμού. Ο εισηγητής επιδιώκει την εξέταση του προβλήματος μέσω της ενότητας της μεθοδολογικής και της ειδικά οικονομικής πτυχής. Έτσι, οι μορφές δράσης και οι λειτουργίες του βασικού οικονομικού νόμου του σοσιαλισμού παρουσιάζονται ως ενότητα του λογικού και του ιστορικού. Ο Β. Ν. Τσερκοβέτς κατά τη διερεύνηση των μορφών δράσης και των λειτουργιών του βασικού οικονομικού νόμου του σοσιαλισμού επιτυγχάνει νέα σημαντικά αποτελέσματα.
Αν ακολουθήσουμε αυστηρά τον τίτλο της εισήγησης τότε θα έπρεπε να γίνεται λόγος για τον βασικό οικονομικό νόμο ακριβώς του σοσιαλισμού. Ωστόσο, στην πρώτη παράγραφο του κειμένου της εισήγησης αναφέρεται: «Ο βασικός οικονομικός νόμος του σοσιαλισμού συνιστά τον αντικειμενικό γενικό νόμο ολόκληρου (επισήμανση δική μας. —Β. Β.) του κομμουνιστικού σχηματισμού, ο οποίος δρα στο κατώτερο και στο ανώτερο στάδιό του». Τότε όμως η εισήγηση θα έπρεπε να τιτλοφορείται: «Ο βασικός οικονομικός νόμος του κομμουνιστικού σχηματισμού». Πίσω από αυτήν την εξωτερική πλευρά βρίσκονται ουσιωδέστατα προβλήματα: πώς προσεγγίζουμε την διερεύνηση του σοσιαλισμού; Είναι εφικτό, και αν ναι, τότε σε ποιο επίπεδο της έρευνας, ένα σύστημα των νόμων και των κατηγοριών της πολιτικής οικονομίας ακριβώς του σοσιαλισμού σε διάκριση από τους νόμους και τις κατηγορίες της ανώτερης φάσης του κομμουνισμού; Ή μήπως, είναι απαραίτητο να τεθεί το ερώτημα όχι περί του συστήματος των νόμων και των κατηγοριών του σοσιαλισμού, αλλά περί του συστήματος των νόμων και των κατηγοριών της πολιτικής οικονομίας του κομμουνιστικού σχηματισμού συνολικά με μερικές τροποποιήσεις ποσοτικού και ποιοτικού χαρακτήρα για το σοσιαλιστικό στάδιο; Σε ποιο βαθμό ωρίμασε το ίδιο το αντικείμενο της έρευνας για τη δημιουργία συστήματος νόμων και κατηγοριών της πολιτικής οικονομίας;
Ένα σύστημα νόμων και κατηγοριών ακριβώς της κατώτερης φάσης του κομμουνισμού είναι εφικτό υπό τον όρο ότι ο σοσιαλισμός διαφέρει όχι μόνο ποσοτικά και ποιοτικά, αλλά και ουσιωδώς από την ανώτερη φάση του κομμουνισμού. Τότε όμως ο σοσιαλισμός δεν θα είναι πλέον ούτε φάση, ούτε στάδιο, αλλά ιδιαίτερος σχηματισμός εντός μιας σειράς κομμουνιστικών σχηματισμών. Η δυνατότητα δημιουργίας συστήματος νόμων και κατηγοριών της πολιτικής οικονομίας ακριβώς του σοσιαλισμού μπορεί να είναι αδιαμφισβήτητη μόνο από τη θέση της αντίληψης του σοσιαλισμού ως ιδιαίτερου κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού. Αν ο σοσιαλισμός δεν αποτελεί ιδιαίτερο σχηματισμό, αλλά την κατώτερη φάση [του κομμουνισμού], δηλ. μη ανεπτυγμένο κομμουνισμό, τότε αυτό σημαίνει αναγνώριση του αντικειμένου της έρευνας ως μη ανεπτυγμένου, κι επομένως, και του γεγονότος ότι είναι ανέφικτο να δημιουργηθεί σύστημα νόμων και κατηγοριών σε τέτοιο επίπεδο -από την άποψη της θεωρίας της γνώσης- στο οποίο απεικονίζεται η διαδικασία της ανάπτυξης στο «Κεφάλαιο» του Κ. Μαρξ. Βάσει αυτής της προσέγγισης κύριο καθήκον καθίσταται όχι η διερεύνηση του σοσιαλισμού αυτού καθαυτού, αλλά η διερεύνηση του κομμουνιστικού σχηματισμού συνολικά. Ο σοσιαλισμός προβάλλει τότε πρωτίστως ως στάδιο της κοινωνικής ανάπτυξης, το οποίο υπόκειται σε άρνηση (με τη διαλεκτική έννοια του όρου «άρνηση») από το πιο ανεπτυγμένο στάδιο.
Μετάφραση από το ρωσικό πρωτότυπο – επιμέλεια:
Δημήτρης Πατέλης, Τριαντάφυλλος Μεϊμάρης.
[1] Το παρόν κείμενο αποτελεί το 2ο κεφάλαιο του Α’ μέρους: Η διαμόρφωση της θεωρίας του κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού στον ιστορικό υλισμό, στον συλλογικό τόμο: Η θεωρία του κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού [Теория общественно-экономической формации]. Εκδ. “Επιστήμη”, Μόσχα, 1983, σ. 44-57. Μεταφράστηκε στα Αγγλικά από τον Σπύρο Πατέλη για το τεύχος 21 του περιοδικού Platform, Φεβρουάριος του 2025 –σ.τ.μ.
[2] Όπως φαίνεται από το έργο του και ιδιαίτερα από τη «Λογική της Ιστορίας. Ζητήματα θεωρίας και μεθοδολογίας» (1η ρώσικη έκδοση Μόσχα 1988, ελλ. έκδοση σε μετάφραση Δ. Πατέλη, ΚΨΜ, 2013), ο Β. Α. Βαζιούλιν δεν υιοθετούσε τη διαδεδομένη στην τότε ΕΣΣΔ άποψη, κατά την οποία ο κομμουνισμός είναι απλώς άλλος ένας κοινωνικοοικονομικός σχηματισμός, ο 5ος στη σειρά. Θεωρούσε ότι ο κομμουνισμός δεν συνιστά απλή άρνηση της κεφαλαιοκρατίας ως σχηματισμού, γι’ αυτό και δεν μπορεί να εξετάζεται απλώς ως ένας σχηματισμός δίπλα στους άλλους. Προσέγγιζε από τότε τον κομμουνισμό ως την «αυθεντικά ανθρώπινη ιστορία» έναντι της προταξικής και ταξικής «προϊστορίας» (κατά τον Κ. Μαρξ), ως την καθαυτό ανάπτυξη της κοινωνίας επί της δικής της βάσης, ως την ώριμη ενοποιημένη ανθρωπότητα, που συνιστά διαλεκτική ανάπτυξη-άρση του συνόλου της μέχρι και την κεφαλαιοκρατία πορείας της ιστορίας: των προϋποθέσεων, της πρωταρχικής εμφάνισης και της διαμόρφωσης της ανθρωπότητας. Ως εκ τούτου όριζε τον κομμουνισμό ως ριζικά διαφορετικό τύπο ανάπτυξης, τύπο πολιτισμού. Η υιοθέτηση εδώ του όρου «κομμουνιστικός σχηματισμός» συνδέεται κατά τη γνώμη μας: 1. με το γεγονός ότι το κεφάλαιο αυτό επικεντρώνεται στην ανάλυση του κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού στον ιστορικό υλισμό και όχι ειδικά του κομμουνισμού, 2. επικεντρώνεται στο έργο του Β. Ι. Λένιν, όπου η εξέταση της επαναστατικής διαδικασίας, λόγω των επαναστατικών καθηκόντων της εποχής, εστιάζει κυρίως στη μετάβαση από την κεφαλαιοκρατία στον σοσιαλισμό-κομμουνισμό, στην άρνηση της κεφαλαιοκρατίας από την επανάσταση και τον σοσιαλισμό και 3. συνδέεται με τη σκοπιμότητα (ενδεχομένως με παρέμβαση των υπευθύνων σύνταξης του τόμου) ευθυγράμμισης του εν λόγω κεφαλαίου με την κύρια άποψη των υπολοίπων συσυγγραφέων, αλλά –κυρίως– και με την επίσημη τότε ιδεολογική άποψη, κατά την οποία σχηματισμός δεν ήταν μόνο ο κομμουνισμός, αλλά και ο ίδιος ο σοσιαλισμός και δη ο «ανεπτυγμένος σοσιαλισμός» –σ.τ.μ.
[3] Ναροντνικισμός (ρωσικά «народничество», από τη λέξη ναρόντ «народ», που σημαίνει λαός) ήταν ορισμένη ιδεολογία και κίνημα των διανοούμενων «ραζνοτσίντσι» (των διανοούμενων που δεν ανήκαν στην κατεστημένη τάξη των ευγενών), το οποίο κυριάρχησε κατά το αστικοδημοκρατικό στάδιο του απελευθερωτικού κινήματος στη Ρωσία και αντικειμενικά εξέφραζε τα αντιφεουδαρχικά συμφέροντα της αγροτιάς. Το πρόγραμμά του ήταν ένας συνδυασμός ριζοσπαστικών αστικοδημοκρατικών διεκδικήσεων με κάποιες ιδέες του ουτοπικού σοσιαλισμού, που στρεφόταν ταυτόχρονα κατά των καταλοίπων της δουλοπαροικίας και κατά της αστικής ανάπτυξης της χώρας. Στο ναροντνικισμό συνυπήρχαν δύο τάσεις: η επαναστατική και η φιλελεύθερη, οι οποίες, ενώ συμφωνούσαν στις βασικές θεωρητικές αρχές, διαφωνούσαν ως προς τις μεθόδους της πρακτικής εφαρμογής τους στην κοινωνική πάλη. Κεντρική θέση στις απόψεις των ναρόντνικων για την κοινωνία κατέχει η ιδέα περί του αναγκαίου και εφικτού της ανάπτυξης της Ρωσίας μέσω της παράκαμψης της κεφαλαιοκρατίας, η ιδέα μετάβασης στο σοσιαλισμό με τη χρησιμοποίηση και το μετασχηματισμό των παραδόσεων συλλογικότητας (κολεκτιβισμού) προκεφαλαιοκρατικών θεσμών και ιδιαίτερα της αγροτικής κοινότητας. Αποτελούσε ανομοιογενές κίνημα με ποικίλες αναφορές σε διάφορα φιλοσοφικά ρεύματα, που συσπειρώνονταν γύρω απ’ το σύνθημα «γη και ελευθερία», με το οποίο εννοούσαν ένα πλέγμα ριζικών αστικοδημοκρατικών μετασχηματισμών, την ιδέα για τη συγκρότηση μιας συγκεντρωτικής πολιτικής οργάνωσης, κόμματος και την επιδίωξη μετατροπής της πολιτικής επανάστασης σε «κοινωνική», δηλαδή σοσιαλιστική. Παρά την προσέγγιση του μαρξισμού και την υιοθέτηση από κάποιους ναρόντνικους κάποιων μαρξιστικών θέσεων προς ενίσχυση των δικών τους ιδεών, από τη δεκαετία του 1890 το ρεύμα αυτό κινείται κυρίως ως αντίδραση στον μαρξισμό και στο εργατικό κίνημα της Ρωσίας, σε μετωπική σύγκρουση με τον μαρξισμό. Μετεξελίσσεται σε ένα κυρίως μικροαστικό ρεύμα, ιδεολογικοπολιτικά ασταθές, με εκλεκτικίστικες αναφορές και τάσεις: από αστικοφιλελεύθερες μεταρρυθμιστικές μέχρι αναρχικές που προέτασσαν τον υποκειμενισμό και την ατομική τρομοκρατία. Ο Β. Ι. Λένιν και άλλοι επαναστάτες μαρξιστές ασκούν συστηματική κριτική σε αυτό το ρεύμα, αποκαλύπτοντας τη μικροαστική του ασυνέπεια, τον ουτοπικό χαρακτήρα των αντιλήψεών του, κ.λπ. αναδεικνύοντας συνάμα την αντίφαση ανάμεσα στο ουτοπικό περίβλημα του μικροαστικού σοσιαλισμού του ναροντνικισμού και στον δημοκρατικό αντιφεουδαρχικό του «πυρήνα». Παρόμοιου τύπου ιδεολογίες και ρεύματα παρατηρούνται και σε εκδοχές του λαϊκισμού, του «τριτοκοσμισμού» κ.λπ., σε χώρες με καθυστερημένη ανάπτυξη της κεφαλαιοκρατίας, όπως η Κίνα, η Ινδία, χώρες της Ασίας, της Αφρικής και της Λατινικής Αμερικής –σ.τ.μ.
[4] Τι είναι οι «φίλοι του λαού» και πως πολεμούν τους σοσιαλδημοκράτες; (Απάντηση στα άρθρα του «Ρούσκογε Μπογκάτστβο» ενάντια στους μαρξιστές). Λένιν Β. Ι., Άπαντα, Σ.Ε., τ. 1, σ. 136-137.
[5] Ό.π., σ. 136.
[6] Ό.π., σ. 136.
[7] Ό.π., σ. 137.
[8] Ό.π., σ. 136.
[9] Ό.π., σ. 137.
[10] Ό.π., σ. 137.
[11] Ό.π., σ. 138.
[12] Ό.π., σ. 138.
[13] Ό.π., σ. 164.
[14] Ό.π., σ. 165.
[15] Ό.π., σ. 143.
[16] Εδώ εννοείται η αγροτική μεταρρύθμιση στη Ρωσική Αυτοκρατορία (3 Μαρτίου -19 Φεβρουαρίου με το Ιουλιανό ημερολόγιο- του 1861, με διακήρυξη που υπέγραψε ο τσάρος Αλέξανδρος Β’) που αφορούσε την άρση του δικαίου της δουλοπαροικίας. Ήταν μια καθυστερημένη και μεσοβέζικη άνωθεν μεταρρύθμιση, που δρομολόγησε ορισμένη άρση της φεουδαρχίας και ανάπτυξη των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων, στη βάση ενός συμβιβασμού των συμφερόντων της ανερχόμενης αστικής τάξης με αυτά της φεουδαρχικής αριστοκρατίας, των μεγαλογαιοκτημόνων. Η μεταρρύθμιση δεν διευθέτησε το πρόβλημα της γαιοκτησίας, ενώ προκάλεσε νέες αντιθέσεις, μιας και προέβλεπε μικρούς κλήρους και υποχρέωνε τους αγρότες να μισθώνουν γη ή να γίνονται εργάτες γης. Επιπλέον το τσαρικό κράτος προκατέβαλλε αποζημίωση στους γαιοκτήμονες για τη γη που μεταβιβάστηκε στους αγρότες, ενώ οι τελευταίοι υποχρεώθηκαν να αποπληρώνουν αυτήν την αποζημίωση ως χρέος τους στο κρατικό ταμείο επί 49 χρόνια. Οι αντιθέσεις αυτές, χαρακτηριστικό της καθυστερημένης ημιτελούς και παραμορφωμένης από τα φεουδαρχικά κατάλοιπα και την τσαρική απολυταρχία, διαπλεκόμενες με τη βασική αντίθεση της κεφαλαιοκρατίας και τις παγκόσμιες αντιθέσεις της μονοπωλιακής κεφαλαιοκρατίας και τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο (Ρωσο-Ιαπωνικό και Α’ Παγκόσμιο Ιμπεριαλιστικό) συνέβαλλαν με την έντασή τους στο ξέσπασμα επαναστατικών καταστάσεων στη Ρωσία το 1905 και το 1917. Το αγροτικό ζήτημα διευθετήθηκε ριζικά από την Μεγάλη Οκτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση –σ.τ.μ.
[17] Λένιν Β. Ι., Άπαντα, Σ.Ε., τ. 31, σ. 443.
[18] Λένιν Β. Ι., Άπαντα, Σ.Ε., τ. 27, σ. 391-392.
[19] Ό.π., σ. 328.
[20] Λένιν Β. Ι., Άπαντα, Σ.Ε., τ. 30, σ. 165.
[21] Λένιν Β. Ι., Άπαντα, Σ.Ε., τ. 27, σ. 415.
[22] Λένιν Β. Ι., Άπαντα, Σ.Ε., τ. 39, σ. 272.
[23] Λένιν Β. Ι., Άπαντα, Σ.Ε., τ. 39, σ. 71-72.
[24] Μπρέζνιεφ Λ.Ι. Στο δρόμο του Λένιν: Ομιλίες και άρθρα. Μόσχα, 1978, τ. 6, σ. 577. [Οι παραπομπές σε κείμενα του Γ.Γ. της Κ.Ε. του Κ.Κ.Σ.Ε. και σε άλλα επίσημα κείμενα ήταν εκ των ων ουκ άνευ όρος για την έκδοση θεωρητικού κειμένου ιδεολογικής σημασίας, ιδιαίτερα από κεντρικούς εκδοτικούς οίκους όπως ο «Ναούκα». -σ.τ.μ.].
[25] Εδώ στο κείμενο αναφέρεται ο όρος «ανεπτυγμένος σοσιαλισμός», με την εισαγωγή και διάδοση του οποίου στην επίσημη ιδεολογία του Κ.Κ.Σ.Ε. και της Ε.Σ.Σ.Δ. ο Β. Α. Βαζιούλιν διαφωνούσε κατηγορηματικά σε θεωρητική και μεθοδολογική βάση, όπως φαίνεται και από το παράρτημα -σ.τ.μ.
[26] Υλικά του 26ου Συνεδρίου του Κ.Κ.Σ.Ε. Μόσχα, 1981, σ. 53.
[27] Υλικά της συζήτησης επί της εισήγησης του καθηγητή Β. Ν. Τσερκοβέτς «Ο βασικός οικονομικός νόμος του σοσιαλισμού» στο περιοδικό Αγγελιοφόρος του Πανεπιστημίου της Μόσχας, Σειρά VII Οικονομία, № 3, Μάιος-Ιούνιος 1974, σελ. 75-76.